ωραία ζεύγη



Επαρχιώτες λόγιοι της μερμηγκοφωλιάς τους
Ξέρουνε μόνο τα τετραγωνικά της
Γυρνάνε γύρω της
Πιστοί στρατιώτες
Θέλουνε βασιλιά και στρατηγόν
Έχουνε γη και γνώσεις
Που βολεύουν εαυτόν


Στην πόλη άλλοι
Της πλατείας ποντικοί
Όλα γραμμένα
Του εαυτού τους αρχηγοί.


Πόσο ωραία ζεύγη υπάρχουν μες στην πλάση
Που κι ένας βλάκας ποιητής μπορεί να τα θαυμάσει…


Πέννυ Μηλιά

γαλάζιο ξενοδοχείο



Ξάπλωσα μπρούμυτα στο γαλάζιο ξενοδοχείο. Η πόλη έσταζε ακόμη πάνω μου. Βόρεια, καθαρή, παλιά, οθωμανική. Ανυπομονούσες να μείνουμε αυτοκρατορικά μόνοι. Μα εγώ είχα βυθιστεί βαθιά μέσα στην πόλη. Στο κάστρο, στα υδραγωγεία, στις καμάρες. Ο έρωτάς σου για μένα, ολόκληρος εσύ, δεν υπήρχες.


Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο δεν ήσουν εκεί. Έβγαλα τα βρεγμένα και ξάπλωσα ανάποδα στο κρεβάτι, ώστε το πρόσωπο να κοιτά έξω από το παράθυρο, στο μπαλκόνι, από ψηλά τη θάλασσα. Ο ήλιος δεν μπορούσε να δύσει. Μικρά καράβια έμπαιναν γλυκά στο λιμάνι και έμοιαζαν να ταξιδεύουν από το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι, ήρεμα στην κουβέρτα.


Τα έκανα όλα σα να μην ήσουν εκεί. Δεν σκεπάστηκα, δεν έπλυνα τα χέρια μου, δεν έβγαλα το μακιγιάζ. Ήμουν δροσερή σαν από μεγάλη βουτιά και μου άρεσε. Στρέφοντας το πρόσωπο από την άλλη πλευρά, στην πόρτα, το βαρύ κλειδί κουνιόταν ακόμη στην κλειδαριά, σαν κάποιος μόλις να μπήκε. Στο φως κάτω από την χαραμάδα της ξύλινης πόρτας, η σκόνη κι αυτή αιωρούνταν. «Ήρθες;». Στα έπιπλα του ξενοδοχείου δεκαετίας ‘70 ενσωματωμένο ράδιο. Μοκέτα. Αυτό το λιμάνι χωρίς προσανατολισμό. Αν με άφηνες μόνη θα χανόμουν. Τα θαλασσοπούλια φώναζαν, βογκούσαν. Πόσους αιώνες τα πράγματα εδώ δεν επαληθεύονται;


Με έπιασε η θλίψη της βαθιάς χαράς και με πέταξε στο καφέ-μπαρ όπου ένας, μόνος ένας άντρας έπινε και κάπνιζε. Και κοίταζε θλιμμένα. Μόνο όταν πλησίασα άλλαξε όψη. Είχε δίπλα του μια φωτογραφική. Άρχισε να με τραβά κι αμέσως να τις σβήνει, την μια μετά την άλλη, δαιμονικά. Με φλας τόσο, που δεν μπορούσα να πλησιάσω. Σαν όπλο, σαν πυροβολισμό. Μόνο όταν έστρεψα να φύγω, σταμάτησε κι απότομα ξεκίνησε έναν αμανέ: «Αα Αα Αα Αχ..το ρόδο που ήτανε ν΄ ανθίσει…Αχ, το λούζει η νύχτα με νερό Ααααχ μα η μέρα δεν το αγαπάει, ο ήλιος το’ καψε και πάει..»


«Γιατί το κάνεις αυτό; Είναι τόσο μελό!»
Σιωπή.
«Φεύγεις;»
«Δεν ήρθα για αποχαιρετισμούς. Στο ξενοδοχείο μου έδωσαν πίσω την ταυτότητά σου. Δεν την χρειάζονται άλλο.»
«Μπα, από πότε έπαψα να είμαι ένας επικίνδυνος Κούρδος τρομοκράτης;»
«Από τώρα;»


Την ακουμπώ στον πάγκο. Μισό δευτερόλεπτο στα μάτια. Και φεύγω.
Μου αρπάζει το χέρι. Μαζί με την ταυτότητα. Και μ’ αγκαλιάζει.


«Που πάς; Θυμάσαι στα καφέ στο Βερολίνο; Στα τραπεζάκια που έχουν έξω την Άνοιξη ακουμπούν σε κάθε κάθισμα και μια κουβέρτα. Να παραγγείλω μια;»
Σιωπή.
«Δεν ήξερα πως ήσουν παντρεμένος»
«Νεαρέ, νεαρέ μια κουβέρτα σε παρακαλώ, περιποιημένη.»
Το γκαρσόνι από κεκτημένη ταχύτητα απαντά
«Μάλιστα, κύριε».
Έπειτα μένει να κοιτάει άναυδο.
Εγώ σιγά-σιγά σπάω. Χιλιάδες μικρά κομμάτια.
«Τι άλλο ψέμα μου’χεις πει;»
«Ήταν λευκός γάμος για την υπηκοότητα»
«Ω, πόσο ήμουν σίγουρη ότι θα πεις αυτό.»
«Τότε γιατί με ρώτησες;»
«Δεν σε ρώτησα»
«Τότε γιατί ήρθες;»
«Για την ταυτότητα. Και για να σου πω αυτό.»
«Εσύ γιατί έφυγες;»
«Γιατί ζήλεψα. Ζήλεψα την πόλη.»
«Μα είναι η δική σου πόλη»
«Και δεν έφυγα. Ήμουν στο δωμάτιο.»
«Πότε;»
«Όταν γύρισες βρεγμένη κι έβγαλες τα ρούχα σου. Και ξάπλωσες μπρούμυτα. Και έκανες έρωτα με την πόλη μου. Ήμουν εκεί κι έβλεπα να με ξεχνάς και να αφήνεσαι σε έναν άγνωστο.»
«Δεν το πιστεύω. Παρατράβηξε το αστείο. Γιατί το έκανες αυτό; Είναι τόσο ανέντιμο από μέρους σου.»
«Σε μένα ποτέ δεν αφέθηκες έτσι. Ποτέ δεν έχεις πει τέτοια λόγια. Με τέτοιο τρόπο. Με τέτοια φωνή. Με τέτοιο βλέμμα. Γιατί;»
«Καταλαβαίνεις πόσο γελοίο είναι αυτό που συμβαίνει;»
«Γιατί δεν με ακολούθησες ποτέ; Γιατί; Τι δεν σε έπεισε; Δεν με νοιάζουν όλα τα λόγια που μου χεις πει ή που θα πεις μπροστά σε αυτό που έδωσες σήμερα στο τίποτα, στον αέρα. Γιατί δεν μπόρεσες να το δώσεις αυτό σε μένα ποτέ; Τι έχω; Τι δεν έχω; Γιατί δεν το αξίζω; Τώρα θα μου πείς;»
«Έχεις τρελαθεί τελείως και δεν καταλαβαίνεις τι κάνεις. Παραληρείς πάνω σε δικά σου σενάρια. Σε εμπιστεύτηκα και ήμουν η μόνη όταν ήσουν τελείως χαμένος, όταν ακόμα κι εσύ ο ίδιος δεν ήξερες ποιος είσαι, τι είσαι. Αλλά κάθε μέρα ανακαλύπτω και κάτι καινούργιο για σένα, για ό,τι υπάρχει γύρω σου, τους ανθρώπους, τις πόλεις σου. Χωρίς να μπορώ να επιβεβαιώσω την αλήθεια. Ζω μαζί σου στο ενδιάμεσο. Συνεχώς αιωρούμαι ανάμεσα στην δική σου και την δική τους αλήθεια. Τι από όσα λέγονται και γράφονται για σένα ισχύει; Πώς να αφεθώ, τι να αγαπήσω μέσα σε αυτή την αβεβαιότητα; Έχεις ζήσει εσύ ποτέ με αυτό; Όχι βέβαια γιατί εσύ είσαι ο ίδιος η αβεβαιότητα. Πόσο να αφεθώ σε αυτή τη δίνη;»
«Δεν σου είπα ποτέ ψέματα. Δεν μπορώ να σου λέω τα πάντα. Πρέπει να προστατεύω κι εσένα κι εμάς. Δεν κρύβομαι ποτέ από σένα. Δεν έχω λόγο. Το ξέρεις ότι όλο αυτό μπορεί να μας κοστίσει πολύ παραπάνω από όσο φαντάζεσαι.»
«Δεν μπορείς να θίγεσαι από μια μυθιστορηματική κατάσταση, από μια φευγαλέα αίσθηση όταν εγώ σκορπάω την ζωή μου μέσα στην τρέλα σου.»
«Αυτή η αίσθηση ήταν πιο αληθινή από ότι και αν ζήσαμε ποτέ μαζί.»
«Πώς μπορείς να το λες αυτό; Ζεις σε ένα παραμύθι και νομίζεις πως για όλους έχει την ίδια σημασία, το ίδιο νόημα. Έχεις μπερδέψει την πραγματικότητα με τις έμμονες ιδέες σου. «Έκανες έρωτα με την πόλη μου»! Τι διάολο σημαίνει αυτό;»


[θα συνεχιστεί κάποτε]

Πέννυ Μηλιά



Σήκω και δώσε μου κρασί
τα λόγια είναι χαμένα
Απόψε το χειλάκι σου
θα'ναι το παν για μένα


Κι όσο για τα ταξίματα
και για τα κρίματά μου
Τα βλέπω σαν τα κατσαρά
μαλλιά σου μπερδεμένα


Για κείνα που δεν έκανα
και που'χω καμωμένα
Αν έχω τη ζωή σωστά
είτε στραβά παρμένα


Αυτό θα'ν' το μαράζι μου
κρασί λοιπόν ποιος ξέρει
τι βγαίνει τούτη η αναπνοή
στερνή φορά από μένα


Όταν θελήσει η μοίρα μου
τον κόσμο αυτό ν'αφήσω
και κάθε ελπίδα για ζωή
απ' την καρδιά μου σβήσω


Μια κούπα από την στάχτη μου
να φτιάξετε συντρόφοι
σαν θα γεμίζει με κρασί
μπορεί να ξαναζήσω

Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Τρία Ρουμπαγιάτ


βούτηξε τα μαλλιά της στο ποτάμι



Την ώρα που όλοι ήταν στην κηδεία
Αυτή πήγαινε βόλτα στους κήπους
Εκείνοι άναβαν κεριά
Κι αυτή δρόσιζε τα μάτια της
Σ’ ένα περαστικό αστέρι
Από ένα σπίτι μακρινό
Ακούγονταν τραγούδια
Μέτρησε τις φιγούρες
Που αγκαλιασμένες χόρευαν
ψηλά
Προς τ'άστρα
Βούτηξε τα μαλλιά της στο ποτάμι
Κι άκουσε ξανά τη γλώσσα της την παιδική
να τραγουδά
Τα γόνατα με μελανιές
Τα πιασμένα μαλλιά με κοκαλάκια
Τα χέρια κόκκινα και κάθιδρα
Όπως των εραστών


Πέννυ Μηλιά

ΣΧΟΛΙΟ ΠΡΟΣ ΠΑΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ:


Ωραία που το διάβασες το ποίημα
με προσοχή και αστική συγκίνηση
Έλα λοιπόν να κάνουμε την έξοδο
το Μεσολόγγι είναι δήμος της καρδιάς
κραδαίνοντας τ'ωραίο τίποτα
τι με κοιτάς?
το διάβασες το ποίημα

[αλλά εσύ "Τι ντορεμί?" σκέφτεσαι.
 "Εγώ φιλάω με τη γλώσσα
 και τα μάτια μου γυρίζουν ανάποδα
 το ταξίδι
 να φτάσουμε στον τελικό της άνθησης
 αλλά κι ένας οργασμός μου κάνει εξίσου"

***απόσπασμα από άλλο ποίημα του Γιάννη Στίγκα
       με τίτλο "Ενέδρα καθ'ομοίωσίν μας"]

Γιάννης Στίγκας

ανταρσίες



Αισθάνομαι ότι το παραμύθι περί αγάπης το έχω δουλέψει αρκετά.Και στα γραφτά μου και στα λόγια μου.Όμως δεν ξέρω πια.Κάποιες στιγμές νομίζω ότι δεν αγαπάω ούτε τα άντερά μου.Θλιβερό αυτό.Αλλά αν είναι τελικά τέτοιο το σκαρί μου,θα συνεχίσω με αυτό.Τι μπορείς να κάνεις?
Το ραβασάκι έχει και υστερόγραφο.Λέει πως ό,τι αφήσεις θα είναι το παράπονο και η λύπη σου.Τα γέλια σου θα τα πάρεις μαζί σου.Κανείς δεν πρόκειται να σε θυμάται γελαστό.Δε χτίζεται τίποτα με θετικές μόνο σκέψεις.Όσο κι αν προσπαθώ να βρω τη δύναμη του μυαλού μου και την ουσία του πνεύματος,νομίζω ότι μόνο με το φαλλό μου θ'ανοίξω πέρασμα ανάμεσα στους ανθρώπους.Από τη θέα γυναικείων κορμιών και την επαφή θα πάρω ό,τι είναι να πάρω.Από πουθενά αλλού.Τα υπόλοιπα είναι ασπιρίνες για τον πανικό του θανάτου.


[απόσπασμα]
Οδυσσέας Ιωάννου

Το δάνειο


Δανείζομαι την πανσέληνο
Ισιώνω τα χαρτιά
Συνεχώς έρχομαι κι έρχομαι
Μέσα από τους καθρέφτες
Σεργιανίζω κάτι Τιτανικούς



Πήξαμε στο δάκρυ
Κι ό,τι απομένει
Μας ακολουθεί
Σαν σκυλί του παλιού εαυτού μας
Παρέδωσα
Έναν Οκτώβρη που ξημερώνει νύχτες



Τα πιο ωραία
Τελικά δεν λέγονται:
Η μητρική σιωπή που μας περιβάλλει
Το ποίημα του ύπνου σου
Ο παφλασμός του αίματος
από τη μια όχθη της φλέβας ως την άλλη



Αδέκαστος κόβεις κεφάλια ψεμμάτων
Έπειτα πυρσό θα σε πω
Εύχαρις εγώ δούλη του ναού σου
Πρώτη φορά ευγνωμονώ μνήμη



Δανείζομαι την πανσέληνο
Ένα όνειρο έχω
Να αντέχω
-στο όνομα της νέας χλόης
στη σιωπή των αστεριών.





Πέννυ Μηλιά

κάτω στο μεγάλο Ύπνο Μυστικό σου ανάβω Δείπνο



"Ο νεκρός θέλει αγάπη",μου είχε πει κάποτε ο γαλανομάτης νεκροθάφτης της Κομοτηνής,όταν του ζητούσα να μου κουτσομπολέψει τα ασπρόμαυρα φαγιούμ που φωτογράφιζα.
"Θέλω να είμαι όμορφη μόνο για σένα",είχε γράψει με το κραγιόν της χαμηλά στην κοιλιά μου ένα κορίτσι που δεν μπορούσα ν'αγαπήσω(μετενσάρκωση της Μπετίνας?)τη νύχτα που άνοιξε την αγκαλιά της για να κλείσει μέσα το κενό του χωρισμού.
Λογαριάζω,όπως προαισθανθήκατε ίσως,να σας απευθυνθώ με τον τρόπο της αφοσίωσης(και της κουρασμένης αφοσίωσης,δηλαδή της προδοσίας)πάνω και κάτω από τη γη.
Όχι,μην πανικοβάλλεστε.Δεν θα χρειαστεί να πλύνω τα οστά σας με κρασί,ούτε να καταπιώ με τις χούφτες τα ηρεμιστικά για να βρεθώ στο πλάι σας.
Απλώς θ'ακουμπήσω τα δάχτυλά μου μαλακά στο πληκτρολόγιο και θα γράψω σε μια γλώσσα που δεν γνωρίζω .Τα βλέφαρά μου θα πέσουν βαριά.Πρόκειται για μια γλώσσα που προσδοκά το αδύνατο.Για μια γλώσσα που δεν μιλιέται πουθενά.Για μια γλώσσα καταχωρισμένη στο Λεξικό του Κανένα.Για μια γλώσσα που υπεραμύνεται μια αδιανόητη συναναστροφή:ανάμεσα σ'αυτούς που δεν μπορούν να μεταδώσουν την εμπειρία τους(ή τη μη εμπειρία τους) και σε εκείνους που όλο και πιο αποφασιστικά,όλο και πιο εξαντλητικά,κατανοούν ότι εμπειρία είναι αυτό που δεν μεταδίδεται στον άλλο.
Αυτή τη μέρα λοιπόν,αυτή την ξεχωριστή μέρα,που βέβαια θα'ναι μια μέρα σαν όλες τις άλλες,θα σας γράψω.Θα ταχυδρομήσω ατέλειωτην επιστολή στο ιδιωτικό σας κοιμητήρι.

Μισέλ Φαϊς
Ελληνική Αϋπνία
Πατάκης 2004

δώσε μου ήσυχα τα όπλα


Έλα καλέ μου
Άσε τα όπλα
Δεν καταλαβαίνεις
πως δεν σου χρειάζονται;



Ναι καλέ μου, μην κλαίς
Δεν υπάρχει καμία ευγένεια, μην κλαίς.
Δώσε μου ήσυχα τα όπλα.



Ότι είναι να γίνει, θα γίνει.
Μην κλαίς, δεν καταλαβαίνεις;
Δεν θα το κάνεις εσύ.



Έλα καλέ μου
Άσε τα όπλα και τα κλάματα.
Σκέψου κι εμένα:



Γεννούσα ήρωες
και με διόρισαν υπεύθυνο κινδύνου...




Πέννυ Μηλιά







οικοδομή


Τι θα πει «σε θέλω»;



Θα σκύψεις βαθιά στον μαύρο λαιμό μου, άσμα του κύκνου ν΄ακουστείς;



Θα φτιάξεις με τις φλογέρες του θυμού το νέο μας σπίτι;



Θα κλέψεις του γείτονα τη λάμια να πνίγει επιθυμίες στο πηγάδι;



Θα ανοίξεις με τις βαθιές επιθυμίες σου το πηγάδι μας;



Θα τρέχει, αίμα, το νερό;



Θα θέλεις ένα σώμα αντίθετο του «για πάντα»;



Θα κρυφτείς παντού, πίσω κι απ΄ το ελάχιστο νόημα της μέρας;



Θα κεντάμε, θα πλέκουμε τα χέρια της νύχτας με καρφιά;



Θα ξεριζώσεις τους δρόμους που μακραίνουν στα μάτια μου;



Θα υπερασπιστείς λέξεις στα οδοφράγματα δοσοληψιών;



Θα μεταλάβεις δίκαια οργή, υστερία;



Θα κόψεις το ρεύμα, το τηλέφωνο, το νερό, με μια μόνο γερή φωνή, σε παρακαλώ;



Θα φέρεις πίσω ό,τι άφησα πίσω πολύ καιρό;



Θα μ΄αγαπάς, καμιά φορά;




Πέννυ Μηλιά


Λύκοι της Αγάπης


Έτσι είμαστε εμείς
Λύκοι της αγάπης
Και πονετικοί


Όλον θα σε φάμε
Δεν θα καταλάβεις
Όταν θα ρθει η ώρα
Θα σε ξεγελάμε


Όταν θα νομίζεις
πως θα θυσιάζεις
σ' ό,τι πιο ωραίο
σ' ό,τι πιο υψηλό
τα ωραία σου νιάτα
τον ξανθό λαιμό
τότε δίχως πόνο
φτάνεις στον χαμό


Έτσι είμαστε εμείς
Λύκοι της αγάπης
Και πονετικοί


Τα παιδιά της λύπης
όλα εμάς ζητούν
όταν δεν αντέχουν
άλλο να πονούν


'Ετσι είμαστε εμείς
Λύκοι της αγάπης
Και πονετικοί


Κι όταν έρθει η ώρα
Φεύγουμε κι εμείς
Λύκοι της αγάπης
Και πονετικοί


Πέννυ Μηλιά

ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ


[Ένας δειλός, έφεδρος γλόμπος προσπαθεί να φωτίσει το μοναδικό δωμάτιο του μικρού διαμερίσματος. Οι τοίχοι γυμνοί. Ούτε ένα παλιό ανώνυμο τοπίο, ούτε μιά φωτογραφία γάμου, με σκουριασμένα πρόσωπα και υγρασιασμένα χέρια. Στο ένα από τα δύο μεγάλα ξύλινα κρεβάτια, ένας νεαρός τραυματισμένος βαριά. Στο άλλο, μιά νέα γυναίκα λεπτή, όμορφη σαν ανοιξιάτικη βροχή, σχεδόν κορίτσι, στηρίζει ένα μπλοκ αλληλογραφίας στα γόνατά της και γράφει. Τα δάχτυλά της κρατούν το στιλό με μιάν αριστοκρατική άνεση, σπούδαζε Ψυχολογία άλλωστε. Ωστόσο, φαίνονται ταλαιπωρημένα. Το ίδιο και το βλέμμα της, καθώς κοιτάζει με τρόμο το νεαρό τραυματία. Τα χείλια της, κόκκινα σαν κεράσια, δείχνουν πως πρέπει να αγαπήθηκε πολύ. Δεν έχει σημασία πως βρέθηκε μόνη σ' αυτό το άθλιο δωμάτιο, με ένα σχεδόν νεκρό άγνωστο. Σημασία έχει πως ο μόνος άντρας που αγάπησε πραγματικά υπήρξε σπουδαστής της Θεολογίας, τώρα κατηγορούμενος για εγκλήματα πολέμου. Σ' αυτόν γράφει. Το γράμμα έπεσε στο πάτωμα και πατήθηκε και σκίστηκε και κομματιάστηκε, όταν ο στρατός άδειασε βεβιασμένα τον καταυλισμό προσφύγων. Εξάλλου, ακόμη κι αν το ταχυδρομούσε, θα ήταν μάλλον απίθανο να έφτανε στον προορισμό του. Η τύχη της γυναίκας αγνοείται. Κάπου στα Βαλκάνια. Νύχτα.]






Επειδή σ' αγάπησα, σαν όνειρο με αμέτρητες φωτιές
πίσω απ' τις ράχες των βουνών,
σου γράφω καίγοντας την τελευταία μου σπίθα·
εγώ, μιά πορφυρή, παράξενη φυγή,
πυρπολημένη από ατέλειωτη λύπη.
Θυμάσαι; «Φεύγεις σαν ελάφι κυνηγημένο·
αν γλυτώσεις σαν σπουργίτι θά 'ναι θαύμα!»
Επιβίωσα απλά σαν άνθρωπος
αποφασισμένος να εκδικηθεί την αδικία της βαρύτητάς του.


Άρχισα να περιφέρομαι στην πόλη
που θα φώλιαζα τη σκόνη της υπόλοιπης ζωής μου
και την υγρασία της υπόλοιπης ζωής μου.
Όλα μου έδιναν ταυτόχρονα μιάν εντύπωση
που θα ρίζωνε και μιάν άλλη που θα ταξίδευε συνεχώς.
Έβλεπα, κάθε μέρα, τα ίδια σπίτια και,
καθώς ήξερα πως ήταν τα ίδια,
τ' αγαπούσα σταθερά με το ίδιο όνομα.
Ύστερα, ένιωσα πως είχα φέρει μαζί μου περισσότερα
απ' όσα δάκρυσα ή δεν έφτασα ποτέ!
Πολύ αργότερα κατάλαβα πως ήσουν κοντά μου
ή πως ήμουν μαζί σου - από μιάν άποψη
το ίδιο κάνει· από μιάν άλλη κινδύνεψα να τρελαθώ.
Νόμιζα πως το σώμα μου δεν ταίριαζε με το δικό σου,
ωστόσο τώρα ξέρω τί προσπαθούσε να ξεχάσει
εκείνη η δίψα που άναβε μέσα μου,
κάθε φορά που ξεδιψούσα άλλο σώμα.
Με είχα ξεχάσει στην αγκαλιά σου και καθώς
δεν σ' αγκάλιασα ποτέ, δεν ήξερα τί έπρεπε να θυμηθώ,
ν' αναζητήσω, να πάρω πίσω ή να δώσω
κι ας έμενα ένα τίποτε που δε σε πόθησε ποτέ.
Κοιτούσα τον ουρανό - πόσο αίμα
σπατάλησα στις φλέβες μου για να ξεφύγω
τα γαλάζια ψέματά του - κι αφηνόμουν να φτωχαίνω
τη φτώχεια όλων. Μα είναι απίστευτο πόσο διαφέρουν
οι άνθρωποι στον τρόπο που σκορπάνε τις ελπίδες τους.
Οι περισσότεροι αυτοσχεδιάζουν: φαντάζονται
ό,τι μπορεί να περάσει απ' το μυαλό τους,
προκειμένου να κρατηθούν στο ναυάγιο της εικόνας τους·
ορισμένοι αποδέχονται την κατάντια τους
σαν να την περίμεναν για να υπάρξουν επιτέλους
ακέραιοι. Μετά ήρθε η φωτιά να κατοικήσει
τα σπίτια που δεν έκαιγαν οι ίδιοι
από μιάν ανεξήγητη αυτοσυγκράτηση
ή μιάν εντελώς δικαιολογημένη
αίσθηση ματαιότητας. Κι ενώ η πόλη
γινόταν ακατάσχετη στάχτη
κι όσοι θυμούνταν ξαφνικά πως ζουν ακόμη
προσπαθούσαν να γλυτώσουν
από το θάνατο το θάνατό τους,
εγώ κοιμόμουν μιάν αυλή γεμάτη τριαντάφυλλα.


Είχα γυρίσει σπίτι. Φύτευες δυό χέρια ευκάλυπτο,
κι ανάσαινα ένα στήθος απόγευμα
γεμάτο ψυχές εργατικές και τεμπέλικα μωρά.
Άνοιξες το βράδυ· φορούσα κατάσαρκα δροσιά
γεμάτη τριαντάφυλλα απ' τη μικρή αυλή. Κατάπια
δυό γλυκόξινα κεράσια, όταν μ' αγκάλιασες...


Ξέρω πως ο γέροντας ευκάλυπτος
δεν παλεύει με τον άνεμο πια,
μα ούτε εγώ με τα όνειρά μου.
Είμαι βέβαιη: η ψυχή πεθαίνει
όταν χάσει την αυλή, που ονειρεύτηκε συχνά
από χαρά ή απελπισία, από έρωτα ή δειλία.






Συντόμευε! Δική σου!


Γιώργος Μπλάνας
Επεισόδιο


Mονόλογος υποψηφίου διδάκτορα


Θα ταξιδέψω όλη τη νύχτα με κλειστό αμάξι.


Υγρό το οδόστρωμα,σηματοδότες και πρατήρια διάφανα
τσαμπιά από ορεινά χωριά κατρακυλούν στην άσφαλτο
τα εργοστάσια ξεμεθούν,σβήνουν τα φώτα τους
η γκρίζα αυγή θα με υποδεχτεί στην πόλη.
Σε σπουδαστήρια και διαδρόμους μάταια θα γυρνώ
οι σκυθρωποί καθηγητές θα μου μιλούν με απόγνωση
για τα γυμνά οροπέδια και τα φορτηγά
άψογος θα'μαι μα ψυχρός μαζί τους


Μετά θα φύγω για τη λίμνη.Τσαλαπατώντας τα
χρυσά φυλλώματα των φθινοπωρινών μαλλιών του
με τα δέκα δάχτυλα
θα βρω και θ'αγκαλιάσω το Βαγγέλη


Κι ύστερα θα χαθώ μήνες στις όχθες του
τα λυρικά βουνά θα κατεβάζουν χιονοπτώσεις
η διατριβή μου θα ερευνά πόθους νεκρούς λατίνου ποιητή
θα καταφύγω στην καρδιά της λίμνης


Φεύγω γι'ανώτερες σπουδές στα Γιάννενα
μπορώ εν ανάγκη,να υπηρετήσω επί μισθώ
μια τοπική,μιαν ανθρωπιστική αξία,κάτι.


Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Τσιγάρα


Μάταια κυνήγησα τα μάτια που ονειρεύονται στους άλλους τόπους.
Πολλές φορές βρήκα την άκρη μα όσες τη βρήκα χάθηκα μαζί της.
Είχαμε μια παρέα κάποτε τα πάντα είχαμε και τίποτα δεν είχαμε
ανάμεσα στα πλούσια δάχτυλά μας είχαμε φτωχά τσιγάρα
Τέλειον Ξάνθης,Κιρέτσιλερ και Έθνος χύμα...


Χίλιες φορές κοιμήθηκα με το τσιγάρο αναμμένο
απ'άλλα κάηκα κάηκα έγινα στάχτη μέσα από τη στάχτη μου
ξαναγεννήθηκα ο ίδιος κι απαράλλαχτος
μόνο λιγάκι πιο προσεχτικός με τους χαφιέδες...


Τελευταία τσιγάρα τελευταία λεφτά και τελευταίο μπάνιο
θλίψη μαύρη δροσιά και θλίψη προκαταβολή της ευτυχίας
παντέρημη πλαγιά βελανιδότοπος και ένας βράχος
θαυματουργός που έγινε γυναίκα σιωπηλή γυναίκα
μια απαρηγόρητη γυναίκα που έγινε βράχος
θαυματουργός βράχος πατρίδα χαμένη κερδισμένη πού πατρίδα
πού βράχος γυναίκα και γυναίκα βράχος και βράχος βράχος
πάει
τρελάθηκε η ποίηση
τρελάθηκα τρελάθηκες τρελάθηκε
τα ρήματα τα σύρματα τα σήματα τα σήμαντρα
ένα κελάηδισμα το ίδιο πάντα
άααα...
πόσο μεγάλο είναι το ρεμπέτικο...


Θωμάς Γκόρπας


όνειρα γλυκά


του έδειξα
εμένα
με κοίταξε
σκυμμένος πάνω μου
κι αυτό που έψαχνε
αυτό που βρήκε
ήταν
από πού
θα άρχιζε
την άλωση

σκυμμένος
με μίσος
Οδυσσέας
δούρειος

Δημήτρης Δημητριάδης
Ομηριάδα
Ίνδικτος 2007

πρώτη φίρμα στον γκρεμό


Φωτόδεντρο


Μια λέξη,
που για χάρη της σ'έχασα:
η λέξη
ποτέ.


Ήταν,
και κάπου κάπου το θυμόσουν κι εσύ,
ήταν
μια ελευθερία.
Κολυμπούσαμε.


Ξέρεις ακόμα,πώς τραγουδούσα?
Με το φωτόδεντρο τραγουδούσα,με το τιμόνι.
Κολυμπούσαμε.


Ξέρεις ακόμα,πώς κολυμπούσες?
Ανοιχτή ήσουν μπροστά μου,
ξαπλωμένη μπροστά μου,ξαπλωμένη
μπροστά
στην προ-
εξοχή της ψυχής μου.
Κολυμπούσα και για τους δυο μας.Δεν κολυμπούσα.
Το φωτόδεντρο κολυμπούσε.


Koλυμπούσε?Γιατί ήταν
βάλτος τριγύρω.Ήταν το ατέλειωτο τέλμα.
Μαύρο κι ατέλειωτο,έτσι κρεμόταν,
έτσι κρεμόταν προς τον κόσμο.


Ξέρεις ακόμα,πώς τραγουδούσα?


Αυτή-
ω,αυτή η παρεκτροπή.


Ποτέ.Προς τον κόσμο.Δεν τραγουδούσα.Ανοιχτή
ήσουν μπροστά μου,ξαπλωμένη μπροστά
στην ψυχή που ταξίδευε.


Πλανητικό


Τα βράδια σου σκάβονται
κάτω απ'το μάτι.Με τα χείλη
συγκεντρωμένες συλλαβές-ωραίος,
άφωνος κύκλος-
οδηγούν το αστέρι που σέρνεται
στο κέντρο τους.Η πέτρα,
πλάι στους κροτάφους άλλοτε,εδώ ανοίγεται:


μαζί με όλους
τους διεσπαρμένους
ήλιους,ψυχή,
ήσουν,στον αιθέρα.


Paul Celan
Die Niemandsrose
μτφρ:Χρήστος Γ.Λάζος
ΑΓΡΑ 1995

ελληνική αϋπνία


Ογούρι=(τουρκ)τύχη,γούρι

Παγολισθίδες.Παγοπέδιλα
παθιάζω.Προσπαθώ

εν μία νυκτί
Χαρμολυπημένε κύριε,

Η ερωτική κωμωδία από την τραγωδία απέχει χιλιοστά.Αυτό το κεντήσατε στο πετσί σας με διάφορα τατουάζ,με πιο ανεξίτηλο το ολοκαυτωματικό 2101141892(αύξων αριθμός και ημερομηνία της δικαστικής πιστοποίησης της φρενοβλαβείας σας).Νωρίτερα το υποδυθήκατε στην Κακή ώρα του Δημήτρη Κορομηλά.
Σ'αυτήν την κωμωδία,τη διδαχθείσα το πρώτον εν τοις Ανακτόροις κατά την εσπερίδα της 29ης Απριλίου 1882,υποδύεστε περίπου τον εαυτόν σας.

Μισέλ Φαϊς
Πατάκης 2004