γαλάζιο ξενοδοχείο



Ξάπλωσα μπρούμυτα στο γαλάζιο ξενοδοχείο. Η πόλη έσταζε ακόμη πάνω μου. Βόρεια, καθαρή, παλιά, οθωμανική. Ανυπομονούσες να μείνουμε αυτοκρατορικά μόνοι. Μα εγώ είχα βυθιστεί βαθιά μέσα στην πόλη. Στο κάστρο, στα υδραγωγεία, στις καμάρες. Ο έρωτάς σου για μένα, ολόκληρος εσύ, δεν υπήρχες.


Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο δεν ήσουν εκεί. Έβγαλα τα βρεγμένα και ξάπλωσα ανάποδα στο κρεβάτι, ώστε το πρόσωπο να κοιτά έξω από το παράθυρο, στο μπαλκόνι, από ψηλά τη θάλασσα. Ο ήλιος δεν μπορούσε να δύσει. Μικρά καράβια έμπαιναν γλυκά στο λιμάνι και έμοιαζαν να ταξιδεύουν από το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι, ήρεμα στην κουβέρτα.


Τα έκανα όλα σα να μην ήσουν εκεί. Δεν σκεπάστηκα, δεν έπλυνα τα χέρια μου, δεν έβγαλα το μακιγιάζ. Ήμουν δροσερή σαν από μεγάλη βουτιά και μου άρεσε. Στρέφοντας το πρόσωπο από την άλλη πλευρά, στην πόρτα, το βαρύ κλειδί κουνιόταν ακόμη στην κλειδαριά, σαν κάποιος μόλις να μπήκε. Στο φως κάτω από την χαραμάδα της ξύλινης πόρτας, η σκόνη κι αυτή αιωρούνταν. «Ήρθες;». Στα έπιπλα του ξενοδοχείου δεκαετίας ‘70 ενσωματωμένο ράδιο. Μοκέτα. Αυτό το λιμάνι χωρίς προσανατολισμό. Αν με άφηνες μόνη θα χανόμουν. Τα θαλασσοπούλια φώναζαν, βογκούσαν. Πόσους αιώνες τα πράγματα εδώ δεν επαληθεύονται;


Με έπιασε η θλίψη της βαθιάς χαράς και με πέταξε στο καφέ-μπαρ όπου ένας, μόνος ένας άντρας έπινε και κάπνιζε. Και κοίταζε θλιμμένα. Μόνο όταν πλησίασα άλλαξε όψη. Είχε δίπλα του μια φωτογραφική. Άρχισε να με τραβά κι αμέσως να τις σβήνει, την μια μετά την άλλη, δαιμονικά. Με φλας τόσο, που δεν μπορούσα να πλησιάσω. Σαν όπλο, σαν πυροβολισμό. Μόνο όταν έστρεψα να φύγω, σταμάτησε κι απότομα ξεκίνησε έναν αμανέ: «Αα Αα Αα Αχ..το ρόδο που ήτανε ν΄ ανθίσει…Αχ, το λούζει η νύχτα με νερό Ααααχ μα η μέρα δεν το αγαπάει, ο ήλιος το’ καψε και πάει..»


«Γιατί το κάνεις αυτό; Είναι τόσο μελό!»
Σιωπή.
«Φεύγεις;»
«Δεν ήρθα για αποχαιρετισμούς. Στο ξενοδοχείο μου έδωσαν πίσω την ταυτότητά σου. Δεν την χρειάζονται άλλο.»
«Μπα, από πότε έπαψα να είμαι ένας επικίνδυνος Κούρδος τρομοκράτης;»
«Από τώρα;»


Την ακουμπώ στον πάγκο. Μισό δευτερόλεπτο στα μάτια. Και φεύγω.
Μου αρπάζει το χέρι. Μαζί με την ταυτότητα. Και μ’ αγκαλιάζει.


«Που πάς; Θυμάσαι στα καφέ στο Βερολίνο; Στα τραπεζάκια που έχουν έξω την Άνοιξη ακουμπούν σε κάθε κάθισμα και μια κουβέρτα. Να παραγγείλω μια;»
Σιωπή.
«Δεν ήξερα πως ήσουν παντρεμένος»
«Νεαρέ, νεαρέ μια κουβέρτα σε παρακαλώ, περιποιημένη.»
Το γκαρσόνι από κεκτημένη ταχύτητα απαντά
«Μάλιστα, κύριε».
Έπειτα μένει να κοιτάει άναυδο.
Εγώ σιγά-σιγά σπάω. Χιλιάδες μικρά κομμάτια.
«Τι άλλο ψέμα μου’χεις πει;»
«Ήταν λευκός γάμος για την υπηκοότητα»
«Ω, πόσο ήμουν σίγουρη ότι θα πεις αυτό.»
«Τότε γιατί με ρώτησες;»
«Δεν σε ρώτησα»
«Τότε γιατί ήρθες;»
«Για την ταυτότητα. Και για να σου πω αυτό.»
«Εσύ γιατί έφυγες;»
«Γιατί ζήλεψα. Ζήλεψα την πόλη.»
«Μα είναι η δική σου πόλη»
«Και δεν έφυγα. Ήμουν στο δωμάτιο.»
«Πότε;»
«Όταν γύρισες βρεγμένη κι έβγαλες τα ρούχα σου. Και ξάπλωσες μπρούμυτα. Και έκανες έρωτα με την πόλη μου. Ήμουν εκεί κι έβλεπα να με ξεχνάς και να αφήνεσαι σε έναν άγνωστο.»
«Δεν το πιστεύω. Παρατράβηξε το αστείο. Γιατί το έκανες αυτό; Είναι τόσο ανέντιμο από μέρους σου.»
«Σε μένα ποτέ δεν αφέθηκες έτσι. Ποτέ δεν έχεις πει τέτοια λόγια. Με τέτοιο τρόπο. Με τέτοια φωνή. Με τέτοιο βλέμμα. Γιατί;»
«Καταλαβαίνεις πόσο γελοίο είναι αυτό που συμβαίνει;»
«Γιατί δεν με ακολούθησες ποτέ; Γιατί; Τι δεν σε έπεισε; Δεν με νοιάζουν όλα τα λόγια που μου χεις πει ή που θα πεις μπροστά σε αυτό που έδωσες σήμερα στο τίποτα, στον αέρα. Γιατί δεν μπόρεσες να το δώσεις αυτό σε μένα ποτέ; Τι έχω; Τι δεν έχω; Γιατί δεν το αξίζω; Τώρα θα μου πείς;»
«Έχεις τρελαθεί τελείως και δεν καταλαβαίνεις τι κάνεις. Παραληρείς πάνω σε δικά σου σενάρια. Σε εμπιστεύτηκα και ήμουν η μόνη όταν ήσουν τελείως χαμένος, όταν ακόμα κι εσύ ο ίδιος δεν ήξερες ποιος είσαι, τι είσαι. Αλλά κάθε μέρα ανακαλύπτω και κάτι καινούργιο για σένα, για ό,τι υπάρχει γύρω σου, τους ανθρώπους, τις πόλεις σου. Χωρίς να μπορώ να επιβεβαιώσω την αλήθεια. Ζω μαζί σου στο ενδιάμεσο. Συνεχώς αιωρούμαι ανάμεσα στην δική σου και την δική τους αλήθεια. Τι από όσα λέγονται και γράφονται για σένα ισχύει; Πώς να αφεθώ, τι να αγαπήσω μέσα σε αυτή την αβεβαιότητα; Έχεις ζήσει εσύ ποτέ με αυτό; Όχι βέβαια γιατί εσύ είσαι ο ίδιος η αβεβαιότητα. Πόσο να αφεθώ σε αυτή τη δίνη;»
«Δεν σου είπα ποτέ ψέματα. Δεν μπορώ να σου λέω τα πάντα. Πρέπει να προστατεύω κι εσένα κι εμάς. Δεν κρύβομαι ποτέ από σένα. Δεν έχω λόγο. Το ξέρεις ότι όλο αυτό μπορεί να μας κοστίσει πολύ παραπάνω από όσο φαντάζεσαι.»
«Δεν μπορείς να θίγεσαι από μια μυθιστορηματική κατάσταση, από μια φευγαλέα αίσθηση όταν εγώ σκορπάω την ζωή μου μέσα στην τρέλα σου.»
«Αυτή η αίσθηση ήταν πιο αληθινή από ότι και αν ζήσαμε ποτέ μαζί.»
«Πώς μπορείς να το λες αυτό; Ζεις σε ένα παραμύθι και νομίζεις πως για όλους έχει την ίδια σημασία, το ίδιο νόημα. Έχεις μπερδέψει την πραγματικότητα με τις έμμονες ιδέες σου. «Έκανες έρωτα με την πόλη μου»! Τι διάολο σημαίνει αυτό;»


[θα συνεχιστεί κάποτε]

Πέννυ Μηλιά



Σήκω και δώσε μου κρασί
τα λόγια είναι χαμένα
Απόψε το χειλάκι σου
θα'ναι το παν για μένα


Κι όσο για τα ταξίματα
και για τα κρίματά μου
Τα βλέπω σαν τα κατσαρά
μαλλιά σου μπερδεμένα


Για κείνα που δεν έκανα
και που'χω καμωμένα
Αν έχω τη ζωή σωστά
είτε στραβά παρμένα


Αυτό θα'ν' το μαράζι μου
κρασί λοιπόν ποιος ξέρει
τι βγαίνει τούτη η αναπνοή
στερνή φορά από μένα


Όταν θελήσει η μοίρα μου
τον κόσμο αυτό ν'αφήσω
και κάθε ελπίδα για ζωή
απ' την καρδιά μου σβήσω


Μια κούπα από την στάχτη μου
να φτιάξετε συντρόφοι
σαν θα γεμίζει με κρασί
μπορεί να ξαναζήσω

Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Τρία Ρουμπαγιάτ


16 σχόλια:

Βασίλης είπε...

Βρέθηκα μόνος μετά από καιρό

Στο ίδιο δωμάτιο,…
Λουσμένο χαράματα γαλάζιο
απ’ του ουρανού περίσσευμα
κι έλλειμμα λήθαργου παραμυθιού

Ξύπνησα
από τα χρόνια δραπέτης
ψεύτης αυτάρεσκος κρετίνος
κλέφτης

η μυρωδιά των σεντονιών
Οσμή ερώτων μακρινών
Αίματα και ξοδεμένα σπέρματα

ήταν εκεί
περίμενε με! φώναζα στο κόκκινο όνειρο

ήταν των χρόνων η άτοπη επιστροφή
ξανθιά καλοβαλμένη μα ψυχρή
ήταν εκεί
σκληρή ζητώντας λευκή επιταγή

χρωστούσα πλήρωνα σε χρόνια
πλήρωνα και χρωστούσα ακόμα,…

οι επιδημίες που ήλπιζα
εξουδετερώθηκαν,…

κι έτσι κατάλαβα πως είχα πια γεράσει,…

ξύπνησα,…

…………………………………………
Καλημέρες
Ευχαριστώ για τις άγιες αφορμές

Φαίδρα Φις είπε...

Bασίλη πολύ ωραία φράση
"ξοδεμένα σπέρματα"

κι ακόμη

"χρωστούσα πλήρωνα σε χρόνια
πλήρωνα και χρωστούσα ακόμα"

ευχαριστώ...

Ευαγγελία Πατεράκη είπε...

Παρούσα!

Πάντα!!!

Καλή σας μέρα, ποιήτριες!!!

Φαίδρα Φις είπε...

καλημέρα Λίτσα!

ευχαριστούμε

pandiony είπε...

bong bong bong!!!!
πωωωω, Πέννυ!!!! ο μετεμψυχωτής μπήκε μέσα σου!! τι γράφεις!!
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ

pandiony είπε...

ταυτηστικά..

Φαίδρα Φις είπε...

ο μετεμψυχωτής καλύτερα να μείνει στην άκρη και να μην ανακατευτεί και εδώ

Φαίδρα Φις είπε...

ευτυχώς που έγραψες ανορθόγραφα το "ταυτίστηκα" στο συγκεκριμένο σημείο

Penny είπε...

Ευχαριστώ όλους όσους μου ενέπνευσαν αυτή την ημιτελή ιστοριούλα..(ξέρουν αυτοί)) και τους την αφιερώνω, όπως και στην όμορφη πόλη, στις όμορφες πόλεις απανταχού, που γεννούν (και ενίοτε σκοτώνουν)όμορφους ανθρώπους, όμορφους έρωτες..

Βασιλή
ευχαριστώ για τον μίτο των αιτιών που μας οδηγεί στο λαβύρινθο και μας ενώνει..

Λίτσα
πανταχού παρούσα, ευχαριστώ!
Ευχαριστώ για την έντονη παρουσία και την παρήγορη σκέψη πως με διαβάζεις..

Διάκι
πες του μετεμψυχωτή για το ταξίδι στον χωρόχρονο "θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό". θανκς για τα μπονγκ!

Penny είπε...

Φαίδρα
"αν έχω τη ζωή σωστα είτε στραβά παρμένα
το βλέπω σαν τα κατσαρά μαλλιά μου μπερδεμένα"
παραφράζοντας Θανάση
Οποία τιμή να μοιραστώ μαζί του το ίδιο κλαδί στο δέντρο σου, την ίδια φωτιά στον Προμηθέα σου..

Ελπίζω την ώρα που το σκέφτηκες να έφαγες και κανένα προφιτερόλ)

Σας φιλώ και σας ευχαριστώ θερμά

Ένας εκ των Δυο! είπε...

Bong!

Penny είπε...

Ευχαριστώ για το bong!
Χάρηκα που τα είπαμε βρε, να περνάς!
Bong και σε σένα!

Φαίδρα Φις είπε...

Πεννούλα την ώρα που λες
έφαγα δύο προφιτερόλ
οπότε καταλαβαίνεις ότι
μπορώ να προφητέχω και για την επόμενη ζωή!

γελάω πολύ με το σχόλιό σου!!!!
δηλαδή με το κλαδί...
η φωτιά είναι άλλη ιστορία

φιλάκι

Φαίδρα Φις είπε...

Ένα
μεσ'στη φλυαρία είσαι σήμερα...

Χ2 είπε...

Ρε παιδιά, συγνώμη...Πόσοι θα μαζευτούμε ακόμη σ' εκείνο το ξενοδοχείο;:))

Υ.Γ. Μια βόλτα μαζί της ήθελα...

Φαίδρα Φις είπε...

γιατί δεν την πραγματοποιήσατε Χ2?

εύχομαι τη βόλτα σύντομα