Ζω σε ένα υπόγειο οπου όταν φυσάει, εφημερίδες θάβουν την είσοδο.
Ζω σε ένα υπόγειο, Χριστούγεννα, χωρίς στολίδια.
Ζω σε ένα υπόγειο, με όλα τα βιβλία πάνω στο κεφάλι μου.
Τίποτα δεν περνά, μην ξεγελιέσαι.
Τον χειμώνα όλα προσποιούνται ότι κοιμούνται.
Προσποιείσαι κι εσύ τις εποχές, αυτή είναι η συμφωνία.
Το καλοκαίρι διακοπές, το φθινόπωρο δουλειά, τον χειμώνα χριστούγεννα, την άνοιξη πάσχα.
Προσποιείσαι τη νέα χρονιά, τη νέα ζωή ή απλώς τη νέα.
Αρκεί. Τους αρκεί. Έτσι το’χουν φτιάξει. Ελέγχουν τη σωστή δοσολογία προσποίησης και επιθυμίας.
Πολλές φορές είμαι στο όριο. Κάποιες φορές το περνάω, αλλά τώρα είμαι εντάξει- μάλλον-.
Αρκεί. Μου αρκεί. Επιβιώνω, έτσι φαίνεται.
Δεν σπάμε όταν δεν πάει άλλο. Σπάμε όταν κάποιος χρειάζεται να σπάσουμε. Καταλαβαίνεις, έτσι; Εσύ καταλαβαίνεις τι λέω.
Λοιπόν, έχω να εξομολογηθώ κάτι φόνους, τρεις γενιές πίσω. Πιάνεται;
Πώς λέγεται αυτός που σακατεύτηκε προσπαθώντας;
Κι αυτός που δεν άντεξε να προσπαθεί άλλο;
Κι ο άλλος με τη μισή καρδιά, που ήθελε κιόλας να την προστατεύσει;
-εδώ γεμίζουμε την σειρά με γέλια αληθινά, βροντερά-
Αυτός με τα θηρία λυτά στα μάτια, πώς τον λέγαν;
Εκείνος που τρόμαξε τόσο, που πήγαινε πίσω,πίσω, πίσω μέχρι που μπήκε ξανά στην κοιλιά της μάνας του;
Γιατί ο άλλος ο αμίλητος, που δεν πρόλαβε να δέσει τη γλώσσα του και δάγκωνε όποια λέξη κι αν τον πλησίαζε, ο βουβός;
Ο ξένος, που πάταγε και πάταγε και πάταγε τα κουμπιά και αριθμούσε μάρμαρα;
Τα τραγούδια που έλεγε, τα μπου, τα μπι, τα μπα;
Οι αμνοί και τα ερίφια;
Πώς να κοιμηθώ όταν η νύχτα με ξυπνά σαν ήλιος;
Πώς να σε βρω να σου χαρίσω κάτι που θέλω τώρα που πέθανες;
Αρκεί να το αφήνω στα πεζοδρόμια;
Τα αυτιά των περαστικών ακούνε τα τραγούδια;
Ή πρέπει να τα ουρλιάζω από πόνο-ως συνήθως;
Όταν βάζω τα λουλούδια στο μαρμάρινο βάζο ,θες να βγάζω το περιτύλιγμα και την κορδέλα ή όχι; Έλα, τώρα! Ξύπνα! Πρέπει να μου πεις.
Έχω μια ακατανίκητη επιθυμία να καλέσω το νούμερό σου με την ηλίθια ελπίδα ότι Θα απαντήσεις. Μην απαντήσεις-Αν απαντήσεις μπορεί να ξετρομάξω και να έρθω Να σε βρώ.
Πέννυ Μηλιά