εγώ είμαι μόνη





Εγώ είμαι μόνη
Βαθιά νυχτώνει
Στις σπηλιές που ζω

Εγώ είμαι μόνη
ό,τι σ'αγχώνει
το νοσταλγώ

Στα ραντεβού κοιτώ την ώρα
Μα πάντα αργώ
Κι άμα μου πει κανείς προχώρα
Πισωπατώ
Αυτούς που δεν έχουν πονέσει
Δεν συμπονώ
Κι αν στην αλήθεια βρήκες θέση
Στο ψέμα ζω

Εγώ είμαι μόνη
Και ό,τι ματώνει
Έχω για αρχή

Εγώ είμαι μόνη
Κι αν θέλω από χιόνι
Φτιάχνω π(λ)ηγή

Πέννυ Μηλιά



das ich gesagt hab ist gesagt***





(Όπου όλο μου το βασίλειο
Δεν μου δίνει τη χαρά
Ούτε του ονείρου
ενός ταπεινού υπηκόου)






Σου απαντούσα
Ναι θα γίνω γυναίκα σου
Καινούργια ρουχαλάκια;
God,good lover.
Εσύ-δικοί μου-φίλοι-δικά σου-παιδιά
Δεν θέλω να κλαίς-μπουχουχου
Σχολή και άλλα
Έχουν συνηθίσει να ζουν με 300 ευρώ
Εγώ-πολλά-τίποτα-καθόλου
Χεράκια μου αουφίντερζεν
das ich gesagt hab ist gesagt


fear can stop you loving
love can stop your fear
but it’s not always that clear


όποιος κοιμάται μόνος ξέρει
(δεν) είν η αγάπη λόγος να υποφέρει



***ό,τι έχω πει έχει ειπωθεί


Πέννυ Μηλιά

Σοκολάτα Μπλουζ






Δεν έχει η κατάθλιψη χάρη
Το λένε σαφώς οι γιατροί
Κι όσα χαπάκια κι αν πάρει
Το χάδι που ψάχνει η ψυχή
Βελούδα και λίκνα φευγάτα


Γι' αυτό:
Σοκολάτα


Όσα τα χείλη δε λένε
Θα 'ρθούν άλλα χείλη να πουν
Σατέν ηδονές φλας ή σείστρα
Τσιγάρα ποτά που διψούν
Αινίγματα πένθη φευγάτα


Γι' αυτό:
Σοκολάτα


Πράγματα πόθων, ο σάκκος
Αλγέρι, νησιά εξωτικά
Σεροτονίνη πραμάτειες
Άηχες γλώσσες γραφτά
Νοήματα πάθη φευγάτα


Γι' αυτό:
Σοκολάτα


Περνούν μουσικές του Μακάο
Σιγούν της Αθήνας στοές
Πικρές απολαύσεις – κακάο
Αλήθειες αγκάλες θηλές
Γλυκά – και τα χρόνια φευγάτα


Γι' αυτό:
Σοκολάτα!


 
Νίκος Σιδέρης


 

αυτογκόλ






Μια Κυριακή απόγευμα-τ’αποφάσισα-
αφού σκάψω όλο το τούνελ μόνη μου,
κλάψω ένα ποτάμι μπλούζ,
κλέψω απλωμένα εσώρουχα,
χτυπήσω «εν βρασμώ»,

και κεράσω-άφραγκη-όλο το μαγαζί

θα πάω τις αρχές μου ως το τέρμα σου







Πέννυ Μηλιά







"τώρα σκοτώνω κάθε περαστικό"

η περίπτωσή σου





δεν έχει πάρκινγκ η Κόλαση
και το σέρβις είναι άθλιο




Θεσσαλονίκη 1

Χιόνι και κρύο
Τι ήταν τελικά αυτή η ιστορία?
Σκόνη και κάθισε
Ψαλμός και σκορπίστηκε?
Ή τι?
Μια πεταλούδα μια μόνο μέρα
Μια πεταλούδα που ξανάγινε κάμπια?
Τι ήταν τελικά αυτή η ιστορία?
Λυγμοί που τους πήρε ο άνεμος?
Ήχοι που τους αγκάλιασε ο θόρυβος?
Χιόνι και κρύο
ΨΕΜΑΤΑ ΑΚΟΥΣΕΣ ΨΕΜΑΤΑ ΕΦΤΙΑΞΕΣ.



Χρήστος Ξανθάκης

Χαρτοκοπτική




Τετράγωνα,καρδούλες,σημαιάκια
-το χάος του φωτός και των χρωμάτων
στην τάξη των υπάκουων σχημάτων-
κόβω και ράβω εικόνες για παιδάκια

απρόθυμα,δειλά και φαντασμένα
σαν εσένα,αγάπη μου γλυκιά!
Δεν θα'ρθεις να κεντήσουμε ξανά
το πέπλο που νικά τα τετριμμένα?

Έντεκα κύκλοι,δώδεκα θεοί,
ακολουθούν οι μάγοι με τα δώρα
ένας θρόνος και μια καταπακτή...
Ε και να σ'είχα τώρα εδώ κοντά:

Εδώ χάνω τελείως τον ειρμό
Τι να'ναι ο ίαμβος αν όχι ο τόνος.




Δούκας Καπάνταης



η παράσταση


εσύ παίζεις στο θέατρο
το ρόλο του πορτρέτου
σκουπίζεις τις λέξεις
που έμειναν
χωρίς ακροατή
και ξαναγυρίζεις στην κορνίζα

Κομμάτι Από Όνειρο

έχασα το αίμα μιας ζωής
για ν'αγαπήσω
όχι εκείνο που ήσουν
αλλά αυτό που έγινες
όταν σε φυλάκισα μέσα
στο ποίημα
και γέμισε φως η γραφή


Μένης Καλαντζόπουλος



μεγάλοι έρωτες




Το μόνο λευκό που φάνηκε ήταν η λευκή σημαία
 (τα εσώρουχά τους)
Στο τέλος πάντα κάποιος παραδίνεται
Μα δεν μπορείς να πεις ποιος
Κι αυτό μπορεί να θεωρηθεί μεγάλος έρωτας.






Εις Άτοπον Απαγωγή






Μετά από πολλές διαψεύσεις
Δοκίμασα κι αυτό:
Πως κάποιο βράδυ
Ο θάνατος ίσως πεθάνει τελικά
Πάνω στο κέφι
(Κάποιων κουδουνίζοντας τα ποτήρια ως αργά
 Έπειτα πάνε για ύπνο
 Ύπνος
 Ανάπλαση κυττάρων
 Πρωί
 Ο ήλιος
 Πάνω απ'τα μαύρα δάση
 Και τις θάλασσες
 Τις πόλεις όπου ζούμε)


Πρωί
φρέσκων κυττάρων
Όλα γεννιούνται πάλι
Τα μαύρα δάση
οι θάλασσες
οι πόλεις


Διαψεύδοντάς με επισήμως


Τι άλλο μένει να δοκιμάσουμε?


Πάνος Καπετανάκης


ανάμεσά μας


τίποτα ανάμεσά μας
τίποτα
Ούτε αέρας
Ούτε πουλιά
Ούτε νύχτες ξάστερες
Ούτε ακίνητες λίμνες
τίποτα




δυο λέξεις κοφτερές
μέσα στα μάτια
και τις ακολουθούμε
δυο βράχια
δυο σπαθιά
μόνο δρόμος
μόνο έρημος και άμμος






Πέννυ Μηλιά

σαν ξένος του Καμύ



Στις ακρογιαλιές του κόσμου
Η αέναη διαδοχή των ίδιων πάντα κυμάτων
Στις κορυφές του κόσμου
Τα ίδια πάντα επίμονα χιόνια
Στην έρημο του κόσμου
Ο ίδιος πάντα ανελέητος ήλιος

 


Από πάνω μας
Η ίδια πάντα αρχαία νύχτα
Ίδια με την εποχή που ανάσαιναν οι δεινόσαυροι
Κι ακόμα πιο πριν
Τα πρωτόζωα κι ο θεός
Τα ίδια πάντα άστρα
Σοφά και κουρασμένα
Επιμένουν να μας μάθουνε τι;
Κάτι που το σώμα μας ξέρει
Την ψύχα ενός κωφάλαλου σύμπαντος




Και οι μεσήλικες άντρες
Που μυρίζουν ανία και λαγνεία
Και οι βαριά καθισμένες γυναίκες
Παλιωμένη μητρότητα




Ταίζω την ψυχή μου κουρασμένες λέξεις
«Αύριο» ,της λέω, «αύριο»
και πιπιλάει την αγέραστη καραμέλα της υπόσχεσης

Πέννυ Μηλιά



θεός αν είναι

βροχές


I


Βροχές λοιπόν.
Κι ένα μεγάλο φθινόπωρο στο μέλλον.
Το μέλλον είναι ίδιο με το παρόν.
Κατάλοιπο μιας νεκρής σχέσης.
Περπατώ συχνά στο μέλλον
όπως και στο παρελθόν.
Και συχνά συναντώ τον εαυτό μου.
Αυτόν με το τόξο και ό,τι σχεδόν
θα ήταν στο φως βέλος και στόχος.


II


Και αυτός ο ένοχος των εποχών
ιδίως των φθινοπωρινών
Ένας ίσκιος πιο ισχυρός
από τον όποιο απολογισμό της ύλης.
Βροχές λοιπόν.
Κι ένας θρύλος εικασιών
φθινοπωρινών φύλλων και ήχων.


III


Και όπως όταν γράφω διασύρομαι
από τον ίδιο μου τον εαυτό
Διασύρομαι από τον Θεό.
Προς τον περίπατο
μιας μνήμης συνολικής
στο πάρκο όπως στέκει το είδωλο
των επιθυμιών της λήθης.


IV


Και όπως όταν περπατώ
παρασύρομαι  από τη διάταξη
των δεντροστοιχιών
τις πολλές παραλλαγές
των ίδιων μου των συλλογισμών
Διαρκώς υποθέτω ότι θα πρέπει
να έχω χάσει τον προσανατολισμό
των διαθέσεών μου.


V


Θα υπάρξει ποτέ η αστραπή?
Απόφαση της καταστροφής της φύσης?
Όπως και αυτή διαστρέφεται
στην καταγραφή του νεκρού ονείρου.
Μια διαγραφή η ποίηση.
Διαφυγή των λεπτομερειών
στις όποιες βροχές του Οκτωβρίου
τι θα είχε να πει κανείς
για τους απολογισμούς
των κατασταλλαγμένων φύλλων?
Ούτε ένας άνεμος δεν διαταράσσει τα κλαδιά.
Και ο ίσκιος μου
ο υπαίτιος όλων των μοναχικών μου ιδεών
σχεδόν διαγράφεται κι αυτός
όπως περνάει
από το μέλλον στο παρελθόν
κι επιστρέφει στο παρόν πάλι.


VI


Και αυτή η μια ακόμα βροχή
από τις βροχές του Οκτωβρίου.
Η πάντα παροδική βροχή.
Η παιδική διάθεση των ερειπίων
Στα δηλητηριώδη και τα ετεροθαλή
των νοερών παιχνιδιών της ερήμου.


VII


Η κλίση των ερειπίων
προς το έδαφος είναι φυσική.
Προληπτική η βροχή αποφεύγει
να ταφεί μαζί τους.
Παύει να πέφτει.
Αν και σε κάποια στιγμή
κάποιος θα πρέπει να έχει αποφασίσει
ότι ποτέ δεν θα τελειώσει η εποχή
των περιπάτων στο μέλλον και στο παρελθόν
στο φθινόπωρο και στο παρόν.
Κάποιος θα πρέπει να έχει πει
ότι δεν θα τελειώσει ποτέ
η ζωή μου.


Νανά Ησαϊα

Βλέποντας Μια Γυναίκα Να Πηγαίνει Στη Δουλειά Της Το Πρωί




Όμως αυτή η παρόμοια γυναίκα
που τώρα ετοιμάζεται αργά,
στοιχειώνοντας ιερογλυφικά καθώς διπλώνει
τη φούστα νέφος της δουλειάς στην αυριανή καρέκλα
τούτη η γυναίκα σαν πέσει στο κρεβάτι
και σβήσει έξω της όλο το φως,
καλεί τις γύφτισσες να'ρθούν στην κάμαρά της,
μάντισσες με τρελά χαρτιά,που ξεγελούν το μέλλον.
(Σε ποιους πολύβοους τόπους να πατά,
 σε ποιους βυθούς τη στέλνουνε οι δίνες
 με ποιούς παράφορους ανέμους ερωτεύεται,
 καίγοντας όλα των σωμάτων της τα σχήματα)




Μα να,το ίδιο αυτό κατάπληκτο κορίτσι,
που μοιάζει τώρα τούτη η γυναίκα,
παίζει ματιές με τον χειμώνα απ'το παράθυρο
(ένα φύλλο πέφτει στην πέτρα,
 η πέτρα γυαλίζει στη βροχή),
γύρω απ'τα πόδια της μαζεύει τον καιρό,
κομμάτια ενέχυρα πραγμάτων γερασμένων.




Αλλά ο καιρός είναι έξω.
Μέσα γυρίζει το ποτάμι δίχως κύματα,
γάμους διασχίζοντας,τελετουργίες παιδιών,
ρούχα εκβάλλοντας που αστράφτουν
στης σιδερώστρας το λαιμό.

Χύτρες αγρίμια ρουθουνίζουν στην κουζίνα.



Τούτη η γυναίκα,που απλά είναι μια γυναίκα,
κοιμάται τώρα.Στο τέλος της εικόνας κοιμάται.
Ναυάγια ήσυχα οξειδώνουν την κοιλιά της,
γλυκό του ονείρου το κρασί στον ουρανίσκο της.
Καθώς ανοίγεται σε μέρες που ονομάζονταν
κι ο χρόνος μπαίνει αληθινός
μονάχα στον πόθο του ύπνου της
θυμάται ποια είναι.


Σταύρος Ζαφειρίου




εμείς οι στέρεοι άνθρωποι


Νιώθω τόση ντροπή
που έζησα τόσο μόνος.
Κοιμάμαι γεμάτος ψιθύρους
ψιθύρους που γεννούν την νάρκωση και τον τρόμο
και μας είναι γνωστοί ως απαραίτητο μυστικό
από την αρχή.

Κατάγομαι από άξιους προγόνους.
Ανατράφηκα στο δάσος αγναντεύοντας
τα σύννεφα,που μας βάραιναν σαν δοκάρια
σε παλιά σκεπή.Ανήκω σε γένος
εύγευστο(με ασήκωτη ιστορία)
ευσεβές και υπάκουο
επιμελές και φιλόπονο
υπερήφανα,αρχαία πλάσματα,
προφυλαγμένα απ'το χρόνο
και ποτισμένα με πίστη
αλλά δειλά.Ω,πόσο δειλά
μπροστά στην αναίτια τραγωδία.

Κάπου

Όπου φτάνεις
είτε πολύ νωρίς είτε πολύ αργά
και όταν πια είσαι εκεί
είτε κάθεσαι περισσότερο
από όσο είσαι ευπρόσδεκτος
είτε βιάζεσαι πάρα πολύ
να φύγεις.

Αυγουστίνος Ζενάκος

τα μάτια σου διασταύρωσαν τα ξίφη


    Τα μάτια σου διασταύρωσαν τα ξίφη με της μάνας σου?Και μήπως σ'έθραυσε ο καθρέφτης?Ποιος ομιλεί?Ο τρελός που είπε "Δεν τρέχει τίποτα" ή εκείνος ο άλλος που είπε "Δεν υπάρχει τίποτα".
Ποιος ομιλεί?
Είδωλα μας δόθηκαν όπως αφέθηκαν τα δέντρα στον άνεμο και στον νερό να τρέχει στα βράχια.
Από την υποδιαίρεση των οραμάτων και μετά πού πάμε?
Πιστεύω σ'αυτό που'ναι παράλογο.Αθήνα ή Ιεροσόλυμα?Η φωνή της κουκουβάγιας κόλλησε στο λαρύγγι μου.Ο δρόμος για τη Μόσχα έκλεισε Παρίσι,η Μυστηριακή Βαβυλών.
"Θα μεταμορφώσουμε τον κόσμο και θ'αναγεννηθούμε".

Η Ζαν ντ'Άρκ πέθανε.Ζήτω η Βιολέτ Νοζιέρ.Ποια Βιολέτ?

Για μια φορά ακόμη στις φλέβες μου τρέχει μελάνι και μπορώ μ'έκπληξη να κοιτάξω στα μάτια των άλλων,
της γυναίκας με το ισπανικό γέλιο πλαισιωμένη από την πρώτη ρυτίδα της θλίψης του βορειοευρωπαίου με τη φωνή της θεατρικής σκηνής και το βουβό ακροατήριο, της Βερολινέζας που θωπεύει το μάγουλό της με το χάιδεμα μιας περιστεράς
καθώς σχεδιάζει τη δολοφονία του Χίτλερ καρφώνω το βλέμμα μου
στα μάτια των νέων ποιητών με τα όνειρά τους για αιμομιξίες και σοκολατένιες λαιμητόμους.

Αύριο γιορτάζουμε το θάνατο του Λουί XVI.
Θα στείλουμε γράμμα στον Λέοντα Τρότσκυ.

Πρόσφυγες από την Ισπανία ξεχύνονται μέσα στη Γαλλία.
Η πόλη Πουατιέ με τη Γραμμή Μαζινώ ονειρεύεται ομπρέλες και τηλεφωνήματα.
Πλησιάζει η έξοδος-του Πικασό ο πίνακας,της ερωμένης ενός Βαλκάνιου βασιλιά
του αντιφασίστα ποιητή και ψυχαναλυτή Φροϋδιστή.
Περιπλανώμενε ποιος είναι ο προορισμός σου,τα Ιεροσόλυμα ή η Βαβυλώνα?

Προτιμώ την πόλη των πανύψηλων πύργων,τους δρόμους φαράγγια,τα όνειρα για φτηνά πούρα με τη γεύση της Γουώλ Στρητ,τις ηλεκτρικές καρέκλες με τη μυρωδιά Βαν Γκογκ,τα γιγαντένια χάμπουργκερ στο Λόφο Χάμπουργκερ*,τα μανιτάρια που'ναι πιο ψηλά και από της Χιροσίμα,έναν παράδεισο μεγάλο όσο ένα ψυγείο και μ'αρκετό χρυσό για ν'αρματώσω τα δόντια από την ψύξη του παγωτού.
Προτιμώ τα πτηνά με τα πολλά φύλλα και τα δέντρα με τα πολλά φτερά.
Προτιμώ τον "Μανχατανά"από τον Σατανά,τον Μαντ Χάττερ** και τον Εωσφόρο,τη φωνή που έρχεται από τις στέπες,την ακτίνα της Ειρήνης μου που μουρμουρίζει γλυκόλογα με Ρωσικά σύμφωνα και Γεωργιανά φωνήεντα,
την εμπιστοσύνη και την αμφιβολία στα όμορφά της μάτια,
το παιχνίδι που θα έπαιζα ύστερα,
κατά τη διάρκεια και μετά την επανάσταση.

Αχ,αυτή η αλχημεία των λέξεων,ο διπλός δεσμός της αγάπης και της θέλησης,
της ομορφιάς και του κτήνους,της Σφίγγας και του Οιδίποδα.Ποιος ομιλεί?

Είπε ο τρελός στον εαυτό του,να πω,κρυφά και μεταφορικά "Δεν υπάρχει Αλήθεια".
Πέραν του Οιδίποδα και του Φρόυντ υπάρχει το αίνιγμα,τα μάτια που απορούν,το πέπλο της ασάφειας και η αντίθετή της έκπληξη.
Αχ,αυτή η μαγεία της κατάπληξης!

*Ο "Λόφος Χάμπουργκερ" λέγεται έτσι γιατί στη δεκαετία του 1960 έγινε τόπος σφαγής για τους Αμερικανούς και τους Βιετγκόγκ στον Πόλεμο του Βιετνάμ
**"Μαντ Χάττερ" (Ο Τρελός Καπελάς) ήρωας στο έργο Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων


Νικόλας Κάλας

το δέντρο του Ισκαριώτη


Ουαί κι αλίμονο, είπε ο άγγελος,
το όμορφο δέντρο να ξεπληρώνει τα κρίματά σου

Ουαί κι αλίμονο, είπε ο Ισκαριώτης,
ο άμοιρος άνθρωπος να εκπληρώνει τα σχέδιά σου


***


Η ομορφιά τραβάει σκυλιά
Κι ο πόνος, άλλο πόνο
Θέλει η αγάπη μου σκιά
Κι εσύ μ αφήνεις μόνο
***
Χίλιες γαμημένες φορές
ανοίγεις το ψυγείο
Κοιτάς την ημερομηνία λήξης
Κι αναρωτιέσαι
Πόσο παράξενο είναι που αυτό
Θα είναι ακόμα εδώ
Ενώ Αυτός θα έχει φύγει


Και πάνω στα τείχη:
Οι άνθρωποι φεύγουν
Μένουν οι πέτρες να θυμίζουν το φόβο,
τον εχθρό τους.

Μην φοβάσαι για το σώμα σου
Προφητικά
Κατοικεί την ερημιά
Φωνή που σαρώνει άδειες σπηλιές
«Πέεεεραασεεεεε, ήηηητααααν εεεδώωωωωω»
να διαλύει αμφιβολίες,
να διαλαλεί φυσώντας,
γουέστερν στο διηνεκές.
***

Πρέπει να βιαστώ
Σιγά σιγά όλα τα βιβλία
που θέλω να γράψω
Θα γράφονται από άλλους
Αφήνοντάς με γεμάτη
Κι αδειασμένη
από τα παράωρα λόγια μου

Πέννυ Μηλιά
νθολόγηση]





ΣταύρωΣη,Ευωνύμου


Δεν μου καίγεται καρφί
Δεν σου καίγεται καρφί
Δεν του καίγεται καρφί
Έτσι περίσσεψαν τρία καρφιά
Τα δύο για τις ανοιχτές παλάμες
Το ένα για τα σταυρωμένα πόδια


τα πιο πολλά εγκλήματα


Η ζωή μας είναι Νοσοκομείο
Χωρίς κρεββάτια
Ορθοί και στάζοντας αίμα καρτερούμε
Σε διαδρόμους
Με μάτια φαγωμένα από τον καρκίνο
Ενώ θεράποντες ιατροί συγκαταβατικοί
Και άσπιλοι
Κυκλοφορούν με λαστιχένια καττύματα
Και βάλσαμο
Μολαταύτα τηρούν αυστηρά τις ώρες
Της υπηρεσίας
Αποφεύγουν μ'επιμέλεια τη διανυκτέρευση
Στη θέση τους
Βάζουν νέους ενεργητικούς ασκούμενους
Τη νύχτα
Διαπράττουνε σωρεία ανοσιουργημάτων
Στα σώματά μας
Όμως κάθε φορά τους σώζει ο ιδεαλισμός τους
Όπως τους πρώτους Χριστιανούς
Έχουν ονόματα μονοσύλλαβα και δροσερά
Σα μέντες
Dick Vick Joe Jim Glenn Jack
Tα πιο πολλά εγκλήματα διαπράττονται
Τη νύχτα
Όταν οι θεράποντες ιατροί παίζουνε
Bridge
O Whitman με το μόνιππο κατεβαίνει
Από τη Long Island
Μακρόνησος
(Είδα μια ξεθωριασμένη φωτογραφία χωρίς
 Γένεια κι ούτε η παραμικρή αμφιβολία πως...)
Γυρεύοντας εραστές εραστές εραστές στο Broadway
Tα δάκρυα των ανθρώπων αναβλύζουν στα μάτια του
Τι πάει να πει είναι Ποιητής του Λαού
Η ελευθερία-ελευθερία κι η ανάγκη-ανάγκη
LONG ISLAND ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ BROADWAY
Δύο με πέντε το πρωί πιασμένα τα κρεββάτια
Νέγροι με μάτια σα βρασμένο ασπράδι αυτού
Οδηγούνται με σπασμένα κεφάλια στα τμήματα
Όταν η νύχτα ανοίγει σαν καλειδοσκόπιο
Και σαν αφιονισμένες σφαδάζουν οι φωτεινές
Επιγραφές
Ελάτε Dick Dick Glenn Glenn Glenn Jim
Δέσετε τις πληγές
Όχι πως φέρνω μέσα μου την αίσθηση
Του απείρου
Μα σαν πρόκειται για νοσοκομεία και
Πόλεις φωταγωγημένες
Είμαι στο φόρτε μου.


Νίκος Σπάνιας
Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου
Αριθ.2
Δεσμός 1965