επιστροφή στο Ρέθυμνο


Ρέθυμνο, καλοκαίρι του 1992:Η πόλη αργοξυπνούσε, έτσι καθώς ανηφόριζα από την παραλία. Περπάταγες ακριβώς δίπλα μου κι αυθόρμητα σου είπα καλημέρα. Μακριά, το πρώτο φως έσκαγε στη βουνοκορφή κι ο ουρανός δεν είχε ίχνος σύννεφο.

Βιέννη, Χριστούγεννα του 1991:Στη Rauenstraße ο ουρανός είχε σχεδόν καθίσει πάνω στα σπίτια,λίγο πριν αρχίσει να διαλύεται σε κομμάτια που έπεφταν επάνω μου και με κατάπιναν. Πάει ώρα που σε κυνηγούσα από γωνία σε γωνία,μέσα στην αδηφάγα λαιμαργία της πόλης που μ' εξαφάνιζε. Ανάμεσα στα δαιδαλώδη της σχήματα, τις γωνίες και τις τεθλασμένες,το μόνο που δεν είχε σχήμα ήταν ο ουρανός.

Μόναχο, πρωτοχρονιά του 1992:Πελώριες οι σάλπιγγες αντηχούσανε στην κεντρική πλατεία,κάτω από έναν καθαρό, αλλά παγωμένο ουρανό.Το μάτι μου σε πήρε ανάμεσα στο πλήθος,αλλά τα πόδια μου ήταν βαριά, από την κούραση και την ορθοστασία. Σε λίγο είχες χαθεί.

Σκόπελος, καλοκαίρι του 1990:Θάλασσα και ουρανός είχανε γίνει ένα. Ο ήλιος βυθιζότανε στην άκρη ενός γαλάζιου τοπίου κι εγώ ονειρευόμουνα τη λεωφόρο του φεγγαριού.

Νανσί, φθινόπωρο του 1991:Ποιος θα περίμενε ποτέ να βρεθεί σ' ένα δρόμο,που να ονομάζεται 'Οδός της Ερημιάς μου'; Η προοπτική του χανότανε στον ουρανό. Έμεινα εκεί ώρα πολλή, χωρίς να περιμένω απολύτως τίποτα.

Ρέθυμνο, τέλη καλοκαιριού 1992:Ξαναγυρίζω. Δεν είχα άλλη επιλογή. Πάντα θα ξαναγυρίζω. Δεν είναι απλά ένας τόπος όπου πηγαίνεις, αλλά απ' όπου επιστρέφεις.Με τα μάτια γεμάτα ουρανό. Μόνο ουρανό. Τίποτ' άλλο από έναν βαθύ, καταγάλανο και καθαρό ουρανό. Και κατάλαβα πως αυτός ο ίδιος ο ουρανός, θα μ' ακολουθούσε για πάντα...

Γιώργος Σταυριανός
αφιερωμένο στον Οδοιπόρο

Χόρχε-Σωτήρης Παστάκας


O γάτος μου κι εγώ
αγαπιόμαστε
σαν το ζευγαράκι
που κάθεται
σε ξεχαρβαλωμένο παγκάκι
κι ανταλλάσσει φιλιά
μεσοχείμωνο:
νιφάδεςστα μαλλιά,
στα μάγουλα,στα αυτιά που λιώνουν
μόλις κάτσουν.

Έτσι γυμνοί που μείναμε
σαν ηλικιωμένο ανδρόγυνο
που δεν χόρτασε ακόμη

τα φιλιά

και τρυφερά ανταλλάσσει
χάδια στα μαλλιά
και στο μέτωπο
αυστηρά από δω και πέρα
με τα χείλη μόνο και τα χέρια.
*
Ζει σε κρυστάλλινη διάρκεια
ο γάτος μου,
μέσα σε κολονάτα ποτήρια.
Τα μουστάκια του είναι οι φυσαλίδες
του αφρώδους οίνου
μία προς μία τις κτενίζω
προς τα ουράνια.
Αν πεθάνει
ο γάτος μου
θα ξεχειλίσει το ποτήρι
άσπρος αφρός θα χυθεί
στο τραπέζι από ξύλο κερασιάς.
Καθώς θα βλασταίνει
ο θάνατός του, σαν κερασιά
σε ανθοφορία
κάθε παρακλάδι θανάτου
θα ξεχύνεται
από ένα παραγεμισμένο
ποτήρι καμπανίτη.
*
Ο γάτος μου
γεννήθηκε κάτω από όλους
τους αστερισμούς.
Είναι αδύνατο να ανακαλύψω
ανιόντες και θέσεις πλανητών
κατά τη γέννησή του.
Έχει καταργήσει τον ζωδιακό
κύκλο, ζώο αληθινό,
που αποστρέφεται τα ζωώδη.


Ο γάτος μου δεν αναφέρεται
στο ηλιακό σύστημα,
η γέννησή του έγινε
ερήμην των άστρων
και των επιρροών τους.
Είναι ένας γάτος
που αμφισβητεί το πεπρωμένο του
,
αφού έπεσε τουλάχιστον
μια φορά ηθελημένα
από το μπαλκόνι
του δευτέρου
στον ακάλυπτο.
*
Ο γάτος μου κι εγώ
διαμένουμε στη γη
κι από δω απευθύνουμε
τα νιαουρίσματά μας
στο φεγγάρι.
Όποιος μας ακούει
ας σηκώσει πρώτος το χέρι
μπαλκόνι κατάκλειστο
ταράτσα πισσομένη
στον ακάλυπτο βγαίνουμε
σαν ανατέλλει το φεγγάρι
νιαουρίζει ο γάτος μου
το αφεντικό του κλαίει.
*
Ανάμεσα στα θαύματα
της μοίρας που μόλις διανύσαμε,
σας παρακαλώ
να συμπεριλάβετε
το γάτο μου κι εμένα.


εκδ.Μελάνι

ξημερώνει πάλι...



Ξημερώνει πάλι
με αδειανό κεφάλι
Απ' το αλκοόλ
είμαι πάλι γκολ
είμαι μαύρο χάλι

Ξημερώνει η μέρα
λόγια στον αέρα
άλλο ένα πρωί
στην παλιοζωή
ποιος θα φάει τη σφαίρα.

Ξημερώνει πάλι
σκέτη παραζάλη
Πάει και αυτή η βραδιά
κοίτα τη καρδιά
φλόγες βγάζει πάλι

Ξημερώνει κι έχω
λόγο για ν'αντέχω
Αλλο ένα πρωί
στην παλιοζωή
κάποιον να προσέχω

Εσένα παιδί μου
μονάχα για σένα μεθώ
Καμένο χαρτί μου
μονάχα εσένα ποθώ

Ξημερώνει πάλι
μια ζωή σαν άλλη,
Σπάει ο τσαμπουκάς
όλα είναι κας
μπρος περνάν κι οι άλλοι

Ξημερώνει κι όλα
μαύρη καραμπόλα
άνθρωποι στουπιά
τι να θέλω πια
θέλω πάνω απ' όλα

Εσένα παιδί μου
μονάχα για σένα μεθώ
Καμένο χαρτί μου
μονάχα εσένα ποθώ

ραντεβού στην παραλιακή

Παρατάω αμέσως την προσπάθεια να γράψω μια χριστουγεννιάτικη ιστορία.Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρω ιστορίες.Και ούτε ένα παραμύθι ολόκληρο.Μέσες άκρες μόνο.Τα χαλίκια του Κοντορεβυθούλη,τις ατάκες για τα μεγάλα αυτιά από τη γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας,και λίγα πράγματα από το χρυσό άγαλμα και το περιστέρι.Αντίθετα ξέρω πολλές εικόνες.Σταματημένες ιστορίες πάνω στους σπασμούς των ανθρώπων που τις έζησαν.Ξέρω την τελευταία λέξη που ακούστηκε πριν πάρουν στο λαιμό τους το χρόνο.Ας πούμε ότι έχω φωτογραφική μνήμη και όχι κινηματογραφική.Ας πούμε ακόμα ότι δεν μ’ενδιέφεραν ποτέ πραγματικά οι ιστορίες-ακόμη και των φίλων μου-όσο οι στιγμές τους.Κακό είναι αυτό.Αλλά βαριέμαι.Η εύκολη ετυμηγορία είναι ότι δεν ενδιαφέρομαι.Μπορεί.Όσοι νομίζουν ότι η παρατήρηση με το συμπέρασμα ενώνονται με μια ευθεία γραμμή,την τραβάνε και τελειώνουν.Θα μπορούσα να πω ότι τους λυπάμαι,αλλά δεν είμαι σε θέση να λυπηθώ κανέναν.Οι πραγματικές μου λύπες είναι ανυπεράσπιστες απέναντι σε οποιαδήποτε επίθεση,αλλά και τόσο ισχυρές και ανέγγιχτες όσο εκείνες μίας γιαγιάς που μέχρι να πεθάνει έπεφτε κλαμένη στο κρεβάτι,γιατί έφερνε στο νου της όσους είχαν σκοτωθεί στους πολέμους. Κι ας μην είχε χάσει κανέναν η ίδια.Πάντα αισθάνομαι ότι το πάρτυ τελειώνει.Ας τελειώνει πια.Κι όταν κάθομαι να γράψω κάτι,στην ουσία τελειώνω το πάρτι.Αλλά πρώτα το έχω ζήσει.Όλες οι φραστικές συντριβές μου είναι η στοιχειώδης αξιοπρέπεια της σκέψης μου.Απλά δε ζω έτσι.Τόσο αξιοπρεπώς.Δεν προλαβαίνω να με προσέχω από όλα.Εύχομαι να μην προλάβω να ζήσω ποτέ αθωωμένος.Θα είναι πολύ πληκτικό και δε θα είμαι σε θέση πια να ικανοποιήσω τα πάθη μου.Έχω σταματήσει να μετράω τον κόσμο με τα δάχτυλα,αθροίζοντας ανθρώπους με πράξεις.Είναι σαν να αθροίζεις μάτια με εικόνες.Δε βγαίνει σούμα.
Κερδίζω χρόνο με αυτά,μήπως και θυμηθώ κάποια χριστουγεννιάτικη ιστορία.Τίποτα.Μόνο κάτι ομορφιές.Ωραία ρούχα,ωραία φαγητά,ωραία πρόσωπα,ωραίες στιγμές.Αμίλητες θεές δηλαδή.Ακαριαίες χαρές,που χλευάζουν τις φλυαρίες της στεναχώριας.Γιατί,με πόσες λέξεις μπορείς να πεις ότι είσαι ευτυχισμένος?Με μία νομίζω.Όποιος χρησιμοποιεί περισσότερες,κάποιον προσπαθεί να πείσει ότι λέει αλήθεια.Η γλώσσα φτιάχτηκε για να περιγράψει τα υπόλοιπα.Ίσως να φτιάχτηκε και για τους εγωπαθείς,αυτάρεσκους,επηρμένους γραφιάδες,αλλά η αρρώστια μας είναι λιγότερο επικίνδυνη από την φιλανθρωπία των «αισιόδοξων» με τη «θετική» σκέψη,που σαν παρθένες γεροντοκόρες φωνάζουν «γαμιέμαι!» για ν’ακούσουν οι γείτονες.
Ξέρεις κάτι?Φοβάμαι λιγάκι.Ότι δε θα γίνει τίποτα τελικά. Ότι θα σερνόμαστε πάνω σε βλακείες και εξυπναδούλες και δεν θα παίξουμε ποτέ τη ζωή μας,για να δούμε ποιος έχει τ’άντερα να υποστηρίξει αυτά που λέει.Ότι κάποιοι δεν θα δεχτούν το ραντεβού στην παραλιακή,για να περάσουμε γκαζωμένοι με κόκκινο,να δούμε τελικά ποιος είναι αυτός που γαμάει με τον κώλο…
Συγχώρα με Χριστούλη μου.Τέτοιες κουβέντες στα γενέθλιά σου…
Αλλά έχω και μια πρόταση για τη γιορτή της Αγάπης: καθαρά σπέρματα.Όχι μπερδεμένα με σπασμένες χολές.Ποιος δε θέλει να γεννήσει γελαστά παιδιά?Χρόνια πολλά αρκεί να μην τα συνηθίσεις.Και άμα ζηλεύεις τη ζωή μου,να είσαι έτοιμος και να σκοτωθείς στη θέση μου.

Οδυσσέας Ιωάννου


άσκηση


Θα ήθελα να είχα μια κόρη.Μικρή,άχαρη και θλιμμένη.Σαν τέρας.Με χέρια απαλά που να αθωώνουν όλες τις τύψεις για κάθε στραγγαλισμό.Μια κόρη να την προσέχω χωρίς να τη μισώ:δεν λένε πως όλοι οι γονείς θέλουν για τα παιδιά τους ό,τι δεν κατάφεραν ποτέ για τον εαυτό τους?Θα την πηγαίνω βόλτα τα χλιαρά απογεύματα,στην πόλη,ν'αναπνεύσει δυνατά τις χαμένες ζωές εκατομμυρίων ανθρώπινων πλασμάτων.Αυτό θα είναιτο οξυγόνο της.Θα την τρέφω με ψέματα μουχλιασμένα.Σαπισμένα,από τον πολύ καιρό που είναι φυλαγμένα στο ντουλάπι της κοινής λογικής.Παραμύθια για ανθρώπους με ψυχή δημοσίου υπαλλήλου που ερωτεύτηκαν το διευθυντή τους.Ή μάλλον,καλύτερα να βλέπει τηλεόραση.Αυτή τα ξέρει καλύτερα από μένα,αυτά τα παραμύθια.Θα περνάμε ήσυχα εμείς οι δύο.Θα την πλένω,γδέρνοντάς την με απέραντη αγάπη και θα με φτύνει στα μούτρα με την κάθε ευκαιρία.Θα της μάθαινα να κάνει τη μόνη δουλειά που ξέρω:πώς να οικοδομεί τον τάφο της.Όταν θα τελείωνε και το δικό της,ήρεμη πια,θα μπαίναμε πίσω,στο χώμα,και θα επικοινωνούσαμε στέλνοντας υγρά στοργικά φιλιά η μια στην άλλη με αλλόκοτες ρίζες και υπομονετικά σκουλήκια.

Πέννυ Μηλιά

χ


Υπάρχουν άνθρωποι,που όταν πέσει στα χέρια τους
η χαρά,δεν ξέρουν πως τους ανήκει.Και σαστίζουν.
Τη φέρνουν από δω,τη γυρνάνε από κει,
ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν,
όπως κάνουν με τα κόκκαλα τα σκυλιά

ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ




το θηρίο είναι παντού-αποσπασματικά...


...ήπια παναντόλ έξτρα,αυτό με πιάνει,είναι δυνατό,μου πέρασε τώρα,νιώθω λίγο αδυναμία,ζάλη,λίγο μόνο,ελαφριά,αλλά ήθελα να σου μιλήσω,λίγο να με χαϊδέψεις,έτσι απαλά,μ'αρέσουν εμένα τ'απαλά πράγματα,τα τρυφερά,γιατί είναι ωραία,όμως μερικές φορές,ας είναι απαλά,είναι και δυνατά και πονάνε...


...εσύ δεν κάνεις ποτέ πράγματα χωρίς να τα θες?δηλαδή να γίνονται από μόνα τους,αφού έτσι κι αλλιώς όλα από μόνα τους γίνονται,κάποιος άλλος τα κάνει για μας...


...το ίδιο και η ψυχή μου,όμως αυτής δεν της δίνει κανείς σημασία και κανείς δεν την αγγίζει.εσύ μόνο επειδή είσαι μακριά τη φυλάς και τη φιλάς...


...με κλάματα θα διώχνω την κατάθλιψη,διεξόδους θα βρίσκω για την ενέργεια που μαζεύεται μέσα μου πριν γίνει μανία...


...σε φιλώ πολύ,μη φοβάσαι,από μακριά δεν μπορώ να σου κάνω κακό ακόμα κι αν είμαι η πιο τρελή του κόσμου,ξέρεις εσύ που δεν μ'εμπιστεύεσαι,ας λέω,μη δίνεις σημασία,είναι κακίες αυτά,ξέρω πως μ'αγαπάς,κι εγώ όσο μπορώ,όσο ξέρω,να προσέχεις,όπου κι αν είσαι,φιλιά...


...η καλύτερη ώρα για να κόβεις γιασεμί και να κρατάει το άρωμά του είναι η νύχτα.το βάζεις μέσα σ'ένα βιβλίο κι όταν το ανοίξεις,ακόμα και ύστερα από πολύ καιρό,το βιβλίο θα μυρίζει απαλά.μ'αρέσει πολύ αυτό,ν'ανοίγω ύστερα από καιρό και να μυρίζω σελίδες...


Κωστής Γκιμοσούλης


CHRISTMAS SPIRIT-

Μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων,συμπληρώνω χρόνια.Αυτό δεν θα το αποφύγω ποτέ.Πάντα στην έξοδο θα με περιμένουν γενέθλιες ρωγμές.Σουρωμένος από κουραμπιέδες και αγάπη.Τα χέρια μου θα γεμίζουν από μάγουλα μαμάς και τα λιγοστά μαλλιά του πατέρα μου.Τόσα χρόνια τους περιμένω να κάνουν ένα διάλειμμα,να θυμηθούμε παλιές μέρες,αλλά εκείνοι συνεχίζουν να μεγαλώνουν και "φεύγουν".Αποφασισμένοι άνθρωποι.Σε κάποια στροφή θα τους χάσω.Θα γυρίσω να δω και δεν θα με ακολουθούν.Αυτές οι βόλτες μοιάζουν με εφόδους σε πολεμικές ταινίες.Πέφτει ο κόσμος δίπλα σου κι εσύ συνεχίζεις.Παραμονές Χριστουγέννων έριξα το λευκό της παρθενιάς μου στην κάλπη που ψηφίζαμε για έρωτα.Δε θυμάμαι τ'όνομά της.Ξερνούσε κόκκινο κρασί στο πεζοδρόμιο.Ξημέρωνε στην Αλεξάνδρας και οι περαστικοί την περνούσαν για ματωμένη.Καλά Χριστούγεννα!Τσιγάρα του σκοτωμού.Κερδισμένα στα χαρτιά.Το απόγευμα κρέμασα άλλο ένα στολίδι στο δέντρο.Αυτόχειρες μπάλες φορτώνουν με χρώματα τα έλατα.Του Αι-Γιαννιού θα μαζέψουμε τη σοδειά.Μπαμπάκι για χιόνι,στη φάτνη και τσιρότα στην κορυφή να σταθεί το αστέρι.Ό,τι κι αν γίνει,ποτέ δε θα νιώσω περισσότερο ευτυχισμένος.Θεϊκή γιορτή.Πιστεύω.Στον Αϊ-Βασίλη,το κοριτσάκι με τα σπίρτα και τον Πήτερ Παν,που επειδή πετάει οι ορθολογιστές του ρίχνουν φλιτ.Λογιστές σκέτοι.Τη διάβασα την οικονομία τους.Εν μέρει τη σπούδασα κιόλας.Έχουν δίκιο.Οι αριθμοί είναι αδυσώπητοι.Η αλήθεια τους είναι φονική κι ο αντίλογος δεν στέκεται.Αλλά είμαι σίγουρος και για κάτι ακόμη.Και η ποίηση μπορεί να γίνει αδυσώπητη και φονική.Ίσως περισσότερο.Μπορεί μ'ένα στίχο να σε κάνει να αυτοκτονήσεις,ακριβώς όπως τα χρέη σου στην τράπεζα.Αρκεί να τη δεχτείς.Δεν υπόσχεται πιο εύκολο βίο αλλά πιο αξιοπρεπή θάνατο.Από κει και πέρα επιλέγεις.Ανοίγεις το στόμα σου και φωνάζεις πως υπάρχει κι άλλος τρόπος.Να ζεις.Φέρνω στο μυαλό μου τα δύο προηγούμενα Χριστούγεννα.Πρόπερσι τουρίστας στη Νέα Υόρκη,πέρσι στρατιώτης στη Λάρισα.Τη μια χρονιά πολίτης του κόσμου,με ύφος και καρδιά "νικητή" στο Μανχάταν,και την άλλη ανυπεράσπιστο ανθρωπάκι στα άγρια γούστα μιας μοναξιάς πιο σκληρής κι από την εγκατάλειψη των πεθαμένων αεροπλάνων που φύλαγα στη σκοπιά μου.Είχα δίκιο που ένιωθα έτσι και τις δύο φορές.Είχα δίκιο που τη μια χρονιά κοιτούσα το κοριτσάκι με τα σπίρτα,στα πόδια και στο λαιμό,σαν σαλεμένος παιδεραστής και την άλλη το περίμενα σαν μία ελάχιστη,έσχατη παρηγοριά,σαν ένα παιδικό όνειρο στην άκρη ενός στρατοπέδου.Είχα δίκιο λοιπόν.Ικανός για όλα.Και για τα πηλίκια των λογιστών και για τις βιολέτες των ποιητών.Και νομίζω πως έχω δίκιο όταν στο πρόσωπο κάθε εγκληματία βλέπω τα μάτια της μάνας μου.Αν τα έβλεπαν όλοι,ίσως να μη φτάναμε στο τέλος του αιώνα να μιλάμε για θανατικές ποινές.Ξέρω πως υπάρχουν και τα μάτια των μανάδων των θυμάτων.Τι είναι τώρα αυτό?Αντίλογος?Ακρωτηριασμένη λογική είναι.Η λογική του κρότου.Μην περιμένεις πάντα ν'ακούσεις το "μπαμ".Κάποιοι υμένες σχίζονται γλυκά.Ούτε "κιχ" δεν κάνουν...

Οδυσσέας Ιωάννου

motel chronicles-Sam Shepard


Οι άνθρωποι εδώ
έχουν γίνει
οι άνθρωποι
που προσποιούνται ότι είναι

ΕΝΤΡΟΠΙΑ


Θα πιω να μεθύσω ,
να μη μπορώ ν’ ανασάνω ,
να μην έχω πια στρώμα για ύπνο.
Θα υποβάλλω σε μένα
φθορά μεγαλείο ,
στο μυαλό κατηφόρα .

Δεν θέλω επιχειρήσεις αναστήλωσης:
ιατρικές συνταγές , ορούς νοσοκομείων ,
ή κολάσεις ψυχιατρικών θαλάμων .
Θα επιδεινώσω την αρρώστια μου
να μη μπορώ ν’ ανασάνω ,
στο μυαλό μου να χάνομαι ,
στο κρεβάτι να καίγομαι .

Άσε άλλους να φτιάχνουν
ισχυρούς καταψύκτες
να μη σαπίζουν τα κρέατα ,
να μη βρωμίζουν ιδέες ,
που σωρός κρεμασμένες
στα εθνικά κρεοπωλεία
αυνανίζονται , ιδρώνουν,
τελικά επιβιώνουν
στων βουνών τις κεραίες ,
στων κομπιούτερ τις μνήμες.
Άσε άλλους να φτιάχνουν
κρατικούς καταψύκτες
να μη σαπίζουν τα πτώματα.

Εγώ θα πιω να μεθύσω,
να μη μπορώ ν’ ανασάνω ,
να μη μπορώ να κουνήσω .
Το μυαλό μου σε δίνη

θα διαλύει δομές .
Μ’ ένα βλέμμα φωτιά
θα γυρνάω στους δρόμους
έτοιμος να αρπάξω
απ’ το λαιμό τον καθένα .
Έτοιμος να ξαπλώσω
στη μέση του τρόμου ,
στο λιβάδι των stop ,
στ’ ανθισμένα φανάρια ,
να περάσει από πάνω
με μεγάλη ταχύτητα
ένας οίκος τυφλών,ένα ίδρυμα -νεότης ,
μια ομάδα του μπάσκετ
ένα νέο σχολείο ,ένα σύστημα υγείας ,
ένας βρεφονηπιακός σταθμός ,
ένα άσυλο φρενοβλαβών ,
μια θεόρατη πόλη ,
να με κάνει συντρίμμια
κι ούτε καν να σκεφτεί
να πατήσει το φρένο .

Να περάσει από πάνω
μια θεόρατη πόλη
μια τεράστια κατάψυξη ,
μια δομή προς την τάξη ,
μια μαθηματική ακρίβεια ,
μια γωνία 2π ,
μια ριπή ορθολογισμού ,
ένας ψηφιακός κινητήρας ,
πέντ’ έξι πανεπιστήμια ,
μία τέλεια κατάψυξη
ενός τέλειου προγράμματος .

Κι εγώ ,που τόσα χρόνια τις έφτυνα
και κρυστάλλωνε το σάλιο μου,
και γινόταν ένα μ’ αυτές
κι ενώ έμπαινα σαν ήλιος
στους πάγους τους ,
κατέληγα μαύρη πέτρα , κρύα ,τώρα …

Τώρα θα πιω να μεθύσω ,
ν’ ανέβει ο πυρετός μου,
ν’ ανέβει η αταξία μου ,
να φλέγομαι ολόκληρος ,
σαν κούτσουρο θανάτου
και θα ρουφήξω τη φωτιά ,
τον μέσα μου αέρα .

Ύστερ’ αργά θα αδειάσω
τα γεμάτα πνευμόνια μου
μ’ ένα χούουουουυ …
κατάμουτρα στους καταψύκτες.

Και θα λιώσουν οι πάγοι τους όλοι
θα φανούν των αιώνων
και του αιώνα τα πτώματα .
Θα ξεφυσώ ώρες πολλές ,
ίσως μέρες και χρόνια .

Θα καούνε οι μνήμες
και σκουπίδια θα γίνουν
οι δομές τους της τάξης .

Και όχι πως δεν ήταν
καλό τους το πρόγραμμα
ή πιο ξύπνιος εγώ
ή πως έκαιγε τόσο
η στερνή μου εκπνοή
μα γιατί , μα γιατί
θα’ χα πιει να μεθύσω
και γιατί
η πορεία προς την τάξη

είν’ ο άκαρπος δρόμος
της άνοιας του νομοθέτη ,
και της παράνοιας του φύλακα .
Η πορεία προς τη φθορά ,
την αταξία ,είν’ ο αιώνιος δρόμος
της διάνοιας της φύσης
και της φύσης
της διάνοιας του ανθρώπου .



Το ποίημα Εντροπία ανήκει στον Αλέξανδρο Ανδρουλάκη-
Σολωμάντζαρο,όπως λέει ο ίδιος έχει γραφτεί πριν από πολλά χρόνια.

Αλέξανδρε ευχαριστώ.



Τα Ψέματα


Ψέματα λέει το δέντρο
ψέματα η ζωή
ψέματα και το ποίημα.
Μας αρέσει.
Πώς αλλιώς;
Χτες είδα ένα παιδί-
ζωγράφιζε ένα δέντρο
ένα δικό και δέντρο
μενεξελί.
Δεν έμοιαζε με τίποτα.
Το παιδί και το δέντρο και
δεν μας είπαν ψέματα.
Ούτε κι εγώ.
Γιάννης Ρίτσος


το σύστημα


Οι λειτουργοί είναι εκτός λειτουργίας.

Οι πολιτικοί μιλούν,αλλά δε λένε τίποτα.

Οι ψηφοφόροι ψηφίζουν,αλλά δεν εκλέγουν.

Τα μέσα πληροφόρησης απο-πληροφορούν.

Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα εκπαιδεύουν την αδαημοσύνη.

Οι δικαστές καταδικάζουν τα θύματα.

Οι στρατιωτικοί διεγάγουν πόλεμο κατά των συμπατριωτών τους.

Οι αστυνομικοί δεν πατάσσουν τα εγκλήματα,
ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΜΕΝΟΙ
ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥΣ.

Οι χρεωκοπίες κοινωνικοποιούνται,τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται.

Πιο ελεύθερο είναι το χρήμα παρά οι άνθρωποι.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ.
Εδουάρδο Γκαλεάνο

ΑΛΕΞΗ ΣΕ ΣΕΝΑ



Στο καλό Αλέξη





τι τραγούδι να σου πω εκεί που πας
να μη μοιάζει με κανένα
μα να μοιάζει με όλα όσα αγαπάς

Η Μοναξιά είναι από Χώμα


Ο καιρός καλεί δεν καλείται.Και μόνο το αληθινό δεν έχει καιρό κι είναι παντοτινό.
Γι'αυτό και κάνω ξόρκια,εύχομαι και προσεύχομαι εκείνο που μ'έδενε τόσο τυραννικά μαζί σου να μην είναι αληθινό γιατί χάθηκα.Παντοτινά θα καταδικαστώ στην τυραννία σου.
Τι θ'απογίνω αν είναι έτσι?Πώς θα παρηγορηθώ,με τι υποκατάστατο υποκαθίσταται το αληθινό?Τι θ'απογίνω μακρυά σου?[...]Οι αισθήσεις μου οξύνθηκαν πέρα απ'τα όριά τους με τον έρωτά σου.Οι οξυμένες αισθήσεις μου σέρνουν ολάκερη την ύπαρξή μου προς τις πηγές σου.Η ύψιστη ευχαρίστηση που μου έδωσαν οι ευτυχίες κι οι δυστυχίες σου έχουν πλέξει δίχτυ πυκνό,ορίζοντα γύρω μου που δεν αφήνει να φανεί τίποτ'άλλο.Πρέπει να το σχίσω το δίχτυ της ευχαρίστησης να δω πιο πέρα.Είναι σειρήνα που ελκύει και καθηλώνει και καθηλωμένος δεν πας πουθενά,εξαφανίζεσαι όταν δεν πας πουθενά.Πέρα απ'την ευχαρίστηση ή δεν υπάρχει τίποτα ή υπάρχει το αληθινά μεγάλο.Αυτό και μόνο αυτό θέλω ν'ανακαλύψω κι άλλο στάδιο στη ζωή μου δεν μένει.
Δεν μπορεί να ζούμε μόνο για την ευχαρίστηση.Κι αν ο μαγνητισμός είναι πανίσχυρος,είναι ίσως που η νίκη του μας επιφυλάσσει θαυματουργό φέγγος.Πώς να περιφρονήσω την ευχαρίστησή σου αγάπη μου? Τι μπορεί να μου ανταμείψει την απώλειά σου?Η περιφρόνηση της ανταμοιβής είναι η μεγαλύτερη απελευθέρωση και πώς πετυχαίνεται...Λόγια,λόγια,μαγευτικά κι ακατόρθωτα.Μ'ενθουσιάζουν και με τρομάζουν.[...]
Πρέπει ν'αποτοξινωθώ απ'τις εντάσεις μου,τις εκστάσεις μου,τις αγωνίες μου,τους τυφλούς μου πόθους.Να ηρεμήσω,να χαμηλώσω,να γίνω έτσι που τα αισθητήριά μου ν'αρχίσουν να δουλεύουν σε απαλότερους τόνους.
Υπολογίζω στο χρόνο που ρέει,στην απόσταση που μας ασφαλίζει,στον καθαρό αέρα που διαπερνά τους πόρους μου,στη χειροναξία που με καταπονεί,στη σιωπή της ερημιάς,στις νύχτες που ακίνητος ακούω το πάτωμα να τρίζει.


Μάρω Βαμβουνάκη.
εκδ.Φιλιππότη,1990
Κρατικό βραβείο 1988

τόποι


τους τόπους που νοστάλγησα
ποτέ μου δεν τους είδα
απ’τη μελέτη του κρυφού
από τη ρέμβη του γλυφού
μού’μεινε η καταιγίδα

ο τόπος που νοστάλγησα
είναι πυρπολημένος
κίνδυνο κι όρκο πλάνεψε
μέσα μου αργά ορφάνεψε
ο νεκραναστημένος

πατρίδες ανελέητες,
με κυπαρίσσια, με μυρτιές
σκύβοντας στο πηγάδι τους
οργώνοντας τον Άδη τους

το άροτρο οδηγήθηκε
σε τύμβο από χαλίκια
κάτω απ’αυτόν γιορτάζανε
μέδουσες και σκουλήκια

αν το βρεις

το τραγούδι του μεθυσμένου



Στήσαν χορό μες στη βροχή,
διαμάντια οι στάλες στη σκεπή
κι ένας ξημέρωμα περνάει,
παραμιλάει, παραπατάει.

Σαν όνειρο μου φαίνεται
και δεν μου κακοφαίνεται
ο κόσμος πάει κι έρχεται
μα πουθενά δεν φτάνει.

Μούσκεμα τα τσιγάρα μου,
τα σπίρτα κι η κιθάρα μου
μα δεν με νοιάζει μη χαθώ,
τά 'χω χαμένα από καιρό.

Κι όπως σας βλέπω βιαστικά,
τα μάτια σας ορθάνοιχτα
ξέρω της νύχτας το σκοπό
κι αν ξεμεθύσω θα σας πω.

Την αφεντιά σου προσκυνώ
κι ότι σ' αρέσει τραγουδώ
δεν έχουν λόγια οι στιγμές,
περνάν και φεύγουν θες δεν θες.

Πάω λοιπόν να κοιμηθώ,
μήπως συμβεί κι ονειρευτώ
ίσως μ' αφήσει το κρασί
να δω του κόσμου την αυλή.

χαρακίρι


Με τα λόγια αυτά ο Χόρι ακούμπησε τον ασημένιο στιλό στο ύψος της αριστερής κλείδας και στόχευσε κατευθείαν στην καρδιά του.Μια πανίσχυρη εσωτερική σούστα ελευθέρωσε έναν επικρουστήρα,που χτύπησε τη μοναδική σφαίρα η οποία κρυβόταν στη θέση της γραφίδας και βρήκε τον συγγραφέα στην καρδιά. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος.


Γιάγκος Ανδρεάδης: Λαθρέμποροι
εκδ.Τόπος,σελ 209

πάρε φόρα

Απόψε διώχνεις
Τ’όνειρο απ’το σταθμό-ξενιτιά
Τη μοίρα σπρώχνεις
Δε θα νικήσει αυτή πουθενά
Μιλά η ανάσα
Κι έλα να πιούμε κλεφτά
Και λέξεις χίλιες
Να στριμωχτούν σε μία αγκαλιά

Απόψε λάμπεις
Που ήρθες στην ευχή μου ξανά
Απόψε δείχνεις
Μ’ανάποδη τη φόδρα,φορά
Αλήθεια όλα
Τα λάθη σκοτεινά και φαιδρά
Και πάρε φόρα
Να δούμε τη ζωή καθαρά

Απόψε βρες μου
Ένα όνειρο καινούριο απτό
Τις θυμησές μου
απ΄την αρχή σε σένα χρωστώ


μελό-κιτς Κωστή,όπως μου ζήτησες...
καινούρια κατηγορία

άσε με να λέω



Άσε με να λέω πως θα σε αφήσω
λόγια είναι μόνο, ό,τι και να πω.
άσε με να φύγω και να περπατήσω
λίγο ν' ανασάνω και θα ξαναρθώ

Μα όταν λέω πως μαζί σου θα ξεκόψω
γίνεσαι φλόγα που με καίει και γυρίζω
σαν το τσιγάρο που όλο λέω "θα το κόψω"
κι όμως με πάθος πιο πολύ ξανακαπνίζω

Άσε με να λέω πως δεν θα σ' αφήσω
μες στην αγκαλιά μου πια να ξαναμπείς
Πως αυτή τη νύχτα την πόρτα θα σου κλείσω
λόγια είναι μόνο, λόγια της στιγμής



στον θ.π.

χιονάτη



...και κοίταζε η χιονάτη μέσα από
τα κόκαλα-κάγκελα
κοίταζε δαγκώνοντας βουλιμικά
το μήλο
πώς απενοχοποιούνται
τα παραμύθια
ιδανικά
σκοτώνοντας τους εραστές...