Μπέμπα

Μου είπε να γδυθώ και να της δώσω ογδόντα δραχμές μπροστά.Αν ήθελα προφυλακτικό,ήθελε άλλο ένα δίφραγκο.
-Δεν ήθελες όμως...Ποιος έβαζε τότε?
-Δεν είναι αυτό...Δεν είναι αν ήθελα ή δεν ήθελα να βάλω προφυλακτικό...Είναι ότι δεν ήξερα τι έκανα εκεί μέσα.Είναι ότι δεν καταλάβαινα πού ήμουν,τι μου συνέβαινε,με ποια ήμουν...Είχα χαζέψει.Αυτή ήταν όρθια μισόγυμνη δίπλα μου να περιμένει να της δώσω τα λεφτά κι εγώ είχα μαρμαρώσει.Συμβαίνει κάτι?με ρωτάει κι έρχεται πιο κοντά μου.Τρίβει τη μύτη της στο μάγουλό μου.Πίνο Σιλβέστρε ο νεαρός κύριος...λέει και περιμένει.Της δίνω το πεντακοσάρικο.Πάει ανοίγει ένα συρτάρι,τα βάζει μέσα και μου δίνει τα ρέστα.Θες να σε γδύσω εγώ?με ρωτάει και πλησιάζει.Γδύστε με εσείς,λέω και η φωνή μου έχει παράκληση,παράπονο,απόγνωση,τρυφερότητα,αγωνία,πόθο...Κάνει ένα βήμα πίσω.Με παρατηρεί με βλέμμα σαστισμένο θα'λεγα και με ρωτάει:Πώς σε λένε?Φωκά και σήμερα συμπλήρωσα τα δεκαοχτώ,της λέω.[...]
Τι μπλέξιμο είναι αυτό?μονολογεί η Μπέμπα,ενώ αυτός ντύνεται έχοντας γυρισμένες τις πλάτες του.Συγνώμη,ψελλίζει.Γίνονται αυτά καμιά φορά του απαντά.Έχουνε δει τα μάτια μου εμένα...Της ρίχνει ένα βλέμμα όλο παράπονο πάνω απ'την πλάτη του.Αυτή το πιάνει.Τι?τον ρωτά.Είναι που ήσασταν η Μπέμπα.Αν ήσασταν η Κομνηνή...της απαντά.Βλαμμένο είσαι?του λέει και του ανοίγει την πόρτα να φύγει.Κάνει αυτός να βγει απ'την πόρτα,αλλά σταματά.Βάζει το χέρι στην τσέπη,βγάζει τα ρέστα που του'χε δώσει-τετρακόσιες είκοσι δραχμές-της τα προτείνει.Πόση ώρα μ'αυτά?Την ρωτάει.Κλείνει η Μπέμπα την πόρτα,βάζει τα λεφτά στο συρτάρι,πάει και ξαπλώνει.
-Επιτέλους!
-Ήταν ένας συμβιβασμός που τον αποφάσισα εκείνη τη στιγμή.Γι'αυτήν θα ήμουν ένας ακόμη πελάτης.Για μένα θα ήταν η Κομνηνή που φανταζόμουν.
-Και?
-Η γυναίκα είχε πολύ ...ταλέντο.Από την πρώτη κιόλας στιγμή που με άγγιξε,ήθελα Μπέμπα και Κομνηνή να είναι ένα.
-Τόσο πεζά πια?
-Ήτανε σαν παιχνίδι.Ήξερε πως ήμουν ερωτευμένος με την Κομνηνή,αλλά αυτή ως Μπέμπα υποκρινόταν την Κομνηνή,τον εαυτό της δηλαδή και ήταν μοναδική στο ρόλο αυτό.
-Κάπως σαν Δόκτορ Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ μου κάνει...
-Κι εμένα,αλλά μ'άφηνε πάντα με την ελπίδα,πως όταν έπαιζε την Κομνηνή,μπορεί και να ξεχνιόταν και να'τανε τω όντι η Κομνηνή.
-Κάτι πιο ίσιο,πιο στρωτό δεν ήταν να σου τύχει?
-Όχι!Δεν ήθελα τίποτα άλλο.Αυτό που έζησα ήταν μοναδικό.Μια διαρκής παραίσθηση...Αυτό που πρέπει να είναι ο έρωτας.
[...]
-Και πώς τελείωσε?
Είναι Αύγουστος.Ζέστη καμίνι.Απόγευμα με κουφόβραση.Κατηφορίζει τη Φιλελλήνων,στρίβει στη Νοταρά δεξιά.Συνήθειο πια...Στο διάδρομο του σπιτιού κανείς.Οι καρέκλες άδειες.Ένας ανεμιστήρας στο πάτωμα ανακατεύει τη λάβρα.Την ακούει που κλαίει.Μπαίνει στο δωμάτιο.Είναι στη γωνιά,κουλουριασμένη στην κόχη της πόρτας,με το κεφάλι σφηνωμένο στα μπράτσα της και κλαίει...κλαίει...Σκύβει.Σκύβει αυτός τούτη τη φορά.Κάθετα δίπλα της,αγγίζει τρυφερά το πηγούνι της και της ανασηκώνει το κεφάλι.Η μύτη της αιμορραγεί,το μάτι της μαυρισμένο.Ο Αργύρης του λέει.Ποιος είναι ο Αργύρης?την ρωτάει.Ο άνθρωπός μου...του απαντάει και συνεχίζει να κλαίει.Αυτός την παίρνει αγκαλιά.Την φιλάει πρώτα στα μαλλιά.Μετά από λίγο την φιλάει στο μέτωπο,κατηφορίζει στα μάτια της,πίνει τα δάκρυά της και σταματά στο στόμα της όπου αγγίζει απλώς τα χείλη της.Αυτή έχει αφεθεί τελείως.Χώνεται πιο βαθιά στην αγκαλιά του,λες και θέλει να βιδωθεί στη μασχάλη του κι αυτός αρχίζει να της διηγείται τα τρία γουρουνάκια.
-Το παραμύθι?
-Το παραμύθι.
-Κι αυτή?
-Όση ώρα το διηγιόμουν κοιτούσα το ταβάνι.Όταν το τελείωσα και γύρισα να τη δω,κοιμόταν.Ήταν ήρεμη και χαμογελούσε.
-Και?
-Δεν έχει και.Εκεί τελείωσε.Άνοιξε τα μάτια της.Με βλέπει.Φέρνει μια βόλτα το βλέμμα της στο δωμάτιο.Συνειδητοποιεί,θυμάται,καταλαβαίνει.Τραβιέται από δίπλα μου και μου λέει:Δεν θέλω να ξανάρθεις...μην ξανάρθεις...Σε παρακαλώ!Δεν ξαναπήγα.
"Δηλαδή και να'θελες να την ξαναδείς δεν θα μπορούσες..."παρατήρησε ο συμμαθητής του."Μπορούσα -δεν μπορούσα,δεν προσπάθησα..."Ξανάψαξε με το βλέμμα του το σερβιτόρο ενώ ολοκλήρωνε τη φράση του..."Τότε γιατί προσπάθησες μετά?"κουταλιά ραβανί κι ερώτηση,ο συμμαθητής."Τι τρέχει ρε Φωκά?""Ο χρόνος τρέχει...και τρέχει προς τα μπρος,μόνο που το μυαλό τρέχει πάντα προς τα πίσω.Αυτό τρέχει"."Τι ψάχνεις?""Τις αστραπές που δεν ξανάδα"."Από έρωτα παντρεύτηκες τη Σόφη...""Μόνο που δεν είχε αστραπές"."Και θυμήθηκες τις αστραπές τώρα?Πενήντα χρόνια μετά?""Μη με μαλώνεις που άργησα να γίνω ειλικρινής με τον εαυτό μου".[...]
Ξέρεις ο έρωτας δεν γερνάει!Μένει τόσος όσο ήταν όταν τον πρωτογνώρισες.


αποσπάσματα
Γιάννης Κακουλίδης



2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

στο τραπέζι που τα πίνω
λείπει το ποτήρι σου,

Φαίδρα, των πίσω διαδρομών..

Φαίδρα Φις είπε...

γεια σου νυχτερινό...