την άλλη φορά


Εκείνη κρατάει στο χέρι μια ομπρέλα,ενώ δεν βρέχει. Όταν φτάνει στον "φανταστικό τάφο",την κλείνει αργά και την ακουμπά πάνω του,με τελετουργική κίνηση.Σαν να αποθέτει χοές.

Κι ύστερα,όταν έφυγες, βρέθηκα καταμεσής σε μια τύψη.
Στρογγυλή και άβυσση.
Ξαφνικά,μια κύκλια κίνηση,ακατανίκητη,μ'έφερνε στο ίδιο σημείο.
Ώσπου,ένα πρωί(ανοίγει την ομπρέλα αποφασισμένη)πήρα το δρόμο για τους ανοιχτούς κήπους σου.Εκεί όπου περισσεύει η ψύχρα του πρωινού.Η μοναξιά και η ψύχρα.Σε περονιάζει ως το κόκαλο.Και δεν έχεις εκλογή.Αφήνεσαι με τους πόρους του σώματός σου ανοιχτούς.Να μπούνε οι άλλες φωνές.Οι άλλες πνοές.
Τα μηνύματα από το άγνωστο.
Αναριγείς.
Φοβάσαι ίσως.
Μα δεν έχεις εκλογή,όχι.
Το μάρμαρο είναι φρέσκο.
Το αγγίζεις με τα δάκτυλά σου.
Παραμιλάς.
Παραμιλώ.
Λέω.Είμαι εδώ τώρα,εδώ κοντά σου,και θα μείνω με τις ώρες.
Μόνο που δεν μιλάς,δεν μιλάς πια,τούτη η σιωπή με βαραίνει.
Μπαίνει με την ψύχρα και τη μοναξιά,παγώνει το αίμα.
Όμως,είμαι εδώ,όπως και να'ναι,είμαι κοντά σου και θα μείνω πολλή ώρα,θα έρχομαι κάθε πρωί,ώσπου να σωθούν τα λόγια,να νιώσω το χέρι σου στον ώμο μου,ώσπου να μου πεις,φτάνει πια,κουράστηκες.Και τότε θα φύγω.Και η τύψη τούτη κύκλια,η κυλιόμενη,που μ'έσωζε σαν άβυσσος,θα μαλακώσει,θα μεταμορφωθεί σε λευκές μαργαρίτες του κήπου μας,θα λιώσει την τραχύτητά της,όπως τοπίο που λιώνει σε νύχτα φεγγαριού.
Τότε θα ξέρω πως με συγχώρεσες.
Πως η ψυχή σου λευκάνθηκε από τα δάκρυά μου.
Λοιπόν,εγώ θα μιλώ,μόνο εγώ,κι η φωνή σου η παλιά,γεμάτη ικεσία,μείνε λίγο ακόμα,λίγο μόνο...Κι εγώ να κοιτάζω το χρόνο.Πού τον κοίταζα?Πάνω στις ρυτίδες των χεριών σου ή πάνω στο γυμνό δέντρο του δρόμου?Ποτέ δεν το έμαθα.Μα έπρεπε να βιαστώ.Και δεν άκουγα το παρακάλιο σου,μείνε ακόμα,ακόμα λίγο,να πούμε τις αναμνήσεις της πατρίδας,να πούμε για το διωγμό και την εξορία...
Μα εγώ ήμουν κιόλας αλλού.
Την άλλη φορά,σου έλεγα.Σίγουρα,την άλλη φορά,θα μείνω πολύ,όσο θέλεις,θα τα πούμε όλα.Κι έμενες με το χέρι σου απλωμένο.
Την άλλη φορά.
Και περίμενες.
Μα την άλλη φορά ήταν το ίδιο.
Πάλι ο χρόνος,ο δικός μου χρόνος,μια έννοια διάχυτη,τυραννική.Εσύ να μιλάς τις ιστορίες του διωγμού,για την πατρίδα,εκείνη την άλλη πατρίδα,που ήταν ο δικός σου χαμένος παράδεισος,κι εγώ να ψάχνω να βρω το δικό μου χρόνο.Πού τον γύρευα?Μέσα στη βροχή,στα κλάξον των αυτοκινήτων,στο μισοτελειωμένο ποίημα,δεν ξέρω πια,μια αίσθηση από βιασύνη αόριστη,από ανάγκη να ζήσω το παρόν,τούτο το παράφορο παρόν,από αγωνία του τίποτα.
Υπήρχαμε σ'ένα διαφορετικό χρόνο.Σε μιαν άλλη πυκνότητα,σε μιαν άλλη παράλληλο.Δεν σε άκουγα όταν μιλούσες.Τα λόγια σου έπεφταν μέσα μου,περνούσαν σαν από διάτρητο μεσημέρι,έρρεαν με τον ήλιο ή τη βροχή,με το θαμπό κρύσταλλο της ομίχλης,και τώρα τα μαζεύω ένα ένα,τα συναρμολογώ σαν πολύτιμα ψηφιδωτά,τα χαϊδεύω.Τώρα ο χρόνος ο δικός μου έγινε αφαίρεση,έγινε η δική σου απουσία,εκεί υπάρχω,εκεί σε βρίσκω.Και κάθομαι με τις ώρες,βλέπεις?
Εσύ να σιωπάς,κι εγώ ν'ανασέρνω απ'το βυθό τα λόγια εκείνα,τα παλιά,τα ευτυχισμένα.
Ποιος να το'ξερε.
Πάντα σου έλεγα την άλλη φορά.Ήταν βολικό.Κι όταν δεν υπήρξε πια "άλλη φορά",τότε κατάλαβα.Τότε μόνο.Μα ήταν αργά.
Πάντα είναι αργά όταν καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει.
Και πάντα δεν δίνουμε στον άλλον τόση αγάπη,τόσο χρόνο,τόση προσοχή,όση χρειάζεται για την τύψη.Γιατί,σίγουρα,τούτη η τύψη είναι που μεταλλάζει το χρόνο σε αφαίρεση,τον κάνει τυραννία.
Και τώρα έρχομαι εδώ και κάθομαι με τις ώρες στην "ψύχρα των ανοιχτών κήπων".Αγγίζω με τα δάχτυλα το φρέσκο μάρμαρο κι αναρωτιέμαι ποιος είναι ο χρόνος ο δικός μου,ποιος ο δικός σου,πού είναι η διαχωριστική του μυαλού,που μετατρέπει το άγνωστο σε μια κύκλια κίνηση εξουθενωτική,σε μια νύχτα κυλιόμενη που με μετατοπίζει σ'ένα διάστημα λείο και αβέβαιο σαν την επαύριο της ζωής μου.
Κάθομαι εδώ κι αναρωτιέμαι ποιον χρόνο αναζητούσα τότε,ποιον τώρα,και τι σημαίνει αυτό?Γιατί με βαραίνει το τοπίο,σάμπως να'ναι αβάσταχτα πυκνό,με βαραίνει η εγκοσμιότητά μου,πού είμαι?λέω.
Τι σημαίνει ο χρόνος του δέντρου και της πέτρας?Από πού αναδύεται?
Από ποια βαθιά,σκοτεινά νερά ανεβαίνει τούτη η τυραννία της σιωπής,τούτη η δύναμη της αφαίρεσης που με παρασύρει,με συμπαρασύρει ως τα όρια,εκεί όπου η αγωνία αγγίζει τη δική σου μοναξιά,αγγίζει το σπαραγμό της ελπίδας.
Και τότε γαληνεύω.
Την άλλη φορά λέω,ίσως το μάθω την άλλη φορά.
Και ξέρω πως η μέρα θα κυλήσει,κι αυτή η μέρα,χωρίς να πω αυτό που είχα να πω,χωρίς να κάνω αυτό που είχα να κάνω...Και ο χρόνος άδειος θα με τυλίξει και πάλι,σαν το χρόνο της Ουίννυ.
Μίλα πιο δυνατά...
Δεν σ'ακούω...
Τι λες?
Η σιωπή σηκώθηκε όρθια,σαν φωνή που χορτάριασε στην υγρασία.
Τι λες?
Ανοίγει ήσυχα την ομπρέλα και κινεί να φύγει...

Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου

4 σχόλια:

Ευαγγελία Πατεράκη είπε...

Την άλλη φορά ξεριζώθηκα!
Σείστηκεν ο νους
ήμουν ένας άλλος
Ένας άλλος κι εσύ,
που έψαχνε τα νήματα,
να ενώσει τα δευτερόλεπτα
για να ζήσει ό, τι έχασε
σε επανάληψη του χθες.

Πύρινα φιλιά

Φαίδρα Φις είπε...

Προμηθέα,
έχεις τον τρόπο σου στους "μεταβολιοσμούς"...
θα ήταν το χθες σ'επανάληψη?
καλύτερα όχι

ευχαριστώ

φιλιά κι από μένα

Ευαγγελία Πατεράκη είπε...

Φαίδρα,
έχεις πολύ καλές αναρτήσεις
και το κείμενο είναι καταπληκτικό!

Περιμένω κι άλλα!

Φαίδρα Φις είπε...

μεταβολισμούς εννοούσα βεβαίως

αφού περιμένεις κι άλλα,να μη σε απογοητεύσω
θα τα έχεις!

σ'ευχαριστώ πολύ