τότε τον είδα για πρώτη φορά





Η έκρηξη ήταν ακαριαία.Εκτυφλωτική.Εκκωφαντική.Αστραπές και βροντές.Τα μαύρα άλογα ξεχύθηκαν αφηνιασμένα στο χώρο.Τα όχι εκσφενδονίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις.Ούτε μπορούσα ούτε ήθελα να τα συγκρατήσω.Τα άφησα ελεύθερα.Ήμουν εξαγριωμένη.Ποδοβολητά,οπλές,όχι,αστραπές,βροντές,γκρέμιζαν τα πάντα.Τα πάντα.Σωριάζονταν οι τοίχοι,έσπαζαν τα τζάμια,ποδοπατιόντουσαν τ'αντικείμενα.Συντρίμμια και θρύψαλα.Θυμός και πόνος.Και θυμός.Ισοπεδώθηκε η Κοινή Μμήμη.Κατέρρευσε το αραχνιασμένο όνειρο.Αφήγηση με δύο φωνές.
Εγώ μαχόμουν.Ξιφασκούσα και πυροβολούσα με λύσσα.Ακινησία και σιωπή τέλος.Τελεία και παύλα.Εκείνος αιφνιδιάστηκε.Είχε προγραμματίσει μόνο την καθημερινή δόση βίας.Τον καθημερινό μικρό βιασμό.Δεν είχε προσέξει το περίστροφο ούτε το ξίφος.Η βία γεννά βία.Η βία εξωθεί.Το βλέμμα μου άστραφτε χρυσοκίτρινο.Το βλέμμα του ήταν σκοτεινό και ερεβώδες.Φως και σκοτάδι.Κίτρινο-μαύρο.
Βρισκόμουν εν μέσω ερειπίων.Η καταιγίδα είχε κοπάσει.Απόηχοι ποδοβολητών.Ο τόπος μύριζε βροχή και θάνατο.Το τέλος του πόνου.Του δικού μου πόνου.Χάθηκα πάνω σ'ένα μαύρο άλογο.
Είχα φύγει.
Ήμουν κιόλας πολύ μακριά.
Requiem.
Είχα πάει βόλτα στον κήπο.Καινούρια συνήθεια.Ανακάλυπτα ξανά την πόλη.Την ιστορία της,τους δρόμους της,τους ουρανούς της.Εκεί τον ξαναείδα.Με κοίταζε,καθισμένοςς σ'ένα παγκάκι.Έχωσα τα χέρια στις τσέπες του παλτού μου.Τον πλησίασα.Αστειεύτηκα.Με κοίταξε χαμογελώντας.Περπατήσαμε λίγο μαζί.Μου άρεσε να τον ακούω.Ο τόνος της φωνής του,το βλέμμα του,οι λέξεις του.Μου έλεγε ιστορίες για την πόλη.Τον άκουγα μαγεμένη.Το βλέμμα του άλλαζε τοπία και κτίρια.Χρωμάτιζε τα πάντα μ'ένα χρώμα απέραντης τρυφερότητας.Ένα πρωτόγνωρο τοπίο απλωνόταν μπροστά μου.
Ήταν μόνο ένα φιλί.Ένα ατέλειωτο,αξέχαστο φιλί.Μια μετάγγιση.Κυλούσε πια στις φλέβες μου.Αυτό που είχα κάποτε ονειρευτεί.Αυτό που είχα πάψει πια να ονειρεύομαι.
Τον είδα ακόμη μία φορά.Βλέμμα και λέξεις ασύμβατα.Δεν άκουγα τον ήχο της φωνής του.Χάιδεψα το περίστροφο στο βάθος της τσέπης μου.Το άφησα.Εμπιστεύτηκα το βλέμμα.Κοιταχτήκαμε βαθιά για κλάσματα δευτερολέπτου.Σιωπηλά αποχαιρετιστήκαμε.Πριν καν συναντηθούμε.Το πόρτο,κόκκινο και γλυκό,κυλούσε στις φλέβες μου.Κόκκινο σαν αίμα,γλυκό σαν έρωτας,καυτό σαν πόνος.
Σηκώθηκα.Τον άφησα να πληρώσει.Έφυγα μόνη.
Bleu.
Ο χρόνος μου ως τότε ήταν μια διαδοχή από σιωπές και εκρήξεις,πόνο και απώλεια.Αποδέχτηκα και τίμησα τον πόνο μου.Αποδέχτηκα και τίμησα την ιστορία μου.Ήταν ό,τι είχα και δεν είχα.
Κι έτσι πέρασε πολύς καιρός.
Πίστευα ότι κάποτε θα τον ξανασυναντούσα.Κάποτε.Πίστευα ότι θα τον περίμενα.Ένας άντρας,μια γυναίκα,είκοσι χρόνια μετά...Μια από τις συνηθισμένες κρίσεις ρομαντισμού μου.Έζησα την υπέροχη προσμονή μου στιγμή προς στιγμή για πολύ καιρό.Ή μάλλον έτσι μου φάνηκε.Δεν ήξερα ότι είχα χάσει οριστικά την ικανότητά μου να περιμένω.Ο ρευστός χρόνος,ο πιεστικός χρόνος.Άρχισα πάλι ν'ασχολούμαι με το χρόνο.

Στέλλα Παναγιωτοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: