ΔΑΧΤΥΛΙΔΑΚΙΑ ΓΑΛΑΝΑ...


"Ήταν η εποχή που μαθαίναμε τα ποιήματα από στήθους.Και το κάπνισμα.Πήγαινα απογευματάκι στη Ράχη του Νόπλου, για να μη με βλέπουν οι δικοί μου,ο πατέρας κυρίως,κάπνιζα και φώναζα ποιήματα στον αέρα.Γύρω βουνά.Μπροστά μου η Ταβέρα όλο πουρνάρια,δεξιά η Σταρόδα γυμνή κι ανάμεσά τους ο Κόζιακας,απόκρημνη χαράδρα,που στο βάθος της κυλούσε η Λαχοβίστα.Πίσω μου η Μουργκάνα, άλλοτε με χιόνια στην κορυφή κι άλλοτε με το πράσινο χνούδι του τσαγιού,αυτό που πουλούσαν στην Αθήνα σε ματσάκια και το λέγανε "τσάι του βουνού".

Έτσι ήμουν κι εγώ τότε,ένα μάτσο νεύρα,δεμένα με αόρατους σπάγγους,ένας "άνθρωπος του βουνού" στην πρωτεύουσα.Μιλάω για το 1962,μόλις είχαμε έρθει στην Αθήνα για σπουδές,εκ Φιλιατών Θεσπρωτίας ορμώμενοι,και αρχίζαμε μια επίζηλη καριέρα καπνιστή με εντυπωσιακές επιδόσεις.

Ο Θεόφιλος κάπνιζε SANTE.Η "θεά" του ωραίου κόκκινου πακέτου ήταν η μόνη γυναικεία παρουσία στη συντροφιά μας.Πολλά χρόνια μετά,είδα το ίδιο πακέτο στα λεπτά χέρια της Ζυράννας.Της ζήτησα ένα τσιγάρο και το κάπνισα μέχρι που κάηκαν τα δάχτυλά μου.Ιn memoriam.

Ο Γεράσιμος κάπνιζε "Άρωμα",είχαν κιτρινίσει κιόλας τα δάχτυλά του,τον ζήλευα όσο νά'ναι που έδειχνε θεριακλής στα 19 του.Μέναμε στο Μοναστηράκι.Ερμού 73.Μοιραζόμαστε ένα δυάρι-γραφείο,όχι διαμέρισμα-με κάποιον χρεωκοπημένο έμπορο.Ακούγαμε από την ξύλινη πόρτα που μας χώριζε απεγνωσμένα τηλεφωνήματα και τον πρωινό του τσιγαρόβηχα.Τι να κάπνιζε? Στον ίδιο όροφο,εκτός από την κοινόχρηστη τουαλέτα,υπήρχαν ένα ραφείο κι ένα μικρό ξυλουργείο.Η μυρωδιά του ξύλου γλυκιά,αλλά μας τρέλαινε το σκούξιμο της κορδέλας.Ο ξυλουργός Αιμίλιο τον λέγανε,Πειραιώτης,μας θαύμαζε."Α,ρε ηπειρωτάκια", μας έλεγε,"μπράβο σας".Δεν έμαθε ποτέ ότι αφήσαμε τις σπουδές μας σύξυλες κάπου στη μέση.

Εγώ καπνίζω "Άσσο" σκέτο από τότε.36 χρόνια καπνιστής και δε λέω να βγω στη σύνταξη.

Ο Γιώργος κάπνιζε "Special Hellas". O άλλος Γιώργος καπνίζει "Άρωμα",ανακατεύοντας συνεχώς τα πλόυσια μαλλιά του καθώς μιλάει.Είναι φορές που ο καπνός του τσιγάρου μοιάζει να βγαίνει από κει μέσα.Τώρα που το σκέφτομαι,μερικοί από τους καλύτερους φίλους μου καπνίζουν άφιλτρα.Είμαστε ποτισμένοι νικοτίνη,ασφαλτοστρωμένοι,μανιώδεις καπνιστές,που λέγανε παλιότερα.

Ο παππούς μου ξύπναγε τη νύχτα για να κάνει τσιγάρο,τό'κοψε στα 80,πέθανε στα 91,από γεράματα.Κοιτάζω το πακέτο μου και διαβάζω: Νικοτίνη 1.ο mg, Πίσσα 15mg, ενώ το υπουργείο Υγείας προειδοποιεί: Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία.

Ανάβω τσιγάρο και σκέφτομαι: Αν έβλεπα αυτή την προειδοποίηση σ'ένα κουτί μπισκότων, θα συνέχιζα να τρώω?Γιατί συνεχίζω να καπνίζω?Δεν έχω απάντηση.Έχω τα τσιγάρα μου,τον καφέ και το λευκό χαρτί μπροστά μου.Έχω ψίχουλα καπνού στα χείλη,κάτι που δεν υποφέρουν όσοι καπνίζουν αυτά με τα φίλτρα.Τα μασάω και γεύομαι την πικρή τους στιφάδα.Πίνω μια γουλιά καφέ και τραβάω βαθειά ρουφηξιά.Ο καπνός χαϊδεύει το αναπνευστικό μου,η ανάσα-περιέργως-πλαταίνει.Εκπνέω.Ένα μικρό άσπρο σύννεφο ανεβαίνει προς το ταβάνι και μπερδεύεται με το γαλάζιο νήμα καπνού που βγαίνει από την κάφτρα.Αναθρώσκω ολόκληρος.Κάιν και Άβελ μαζί,φονιάς και θύμα και ικέτης.Αποδημώ στον παράδεισο των μη καπνιζόντων.

Πίσω από καθετί που έχω γράψει υπάρχει πολύς καπνός.Πίσω από καθετί που έχω διαβάσει,που έχω ζήσει,υπάρχουν πολλά σπίρτα,πολλοί αναπτήρες που τους ανάβω,όπως οι νέοι στις συναυλίες,μικρές φλόγες που τρέμουν στον αέρα όσο κρατάει το αγαπημένο τραγούδι.Υπάρχουν πολλά φωτισμένα περίπτερα μέσα στη νύχτα που πουλάνε μόνο τσιγάρα.Γιατί όλα θέλουν τσιγάρο.Ο καφές θέλει δυο-τρία,το ποτό θέλει πακέτο,η μοναξιά θέλει κούτες,η παρέα κι αν θέλει...Στην κουβέντα,στο γλέντι,στον έρωτα,στη χαρά και στη λύπη,στο βουνό,στη θάλασσα,στον αέρα-μόλις σβήσει η φωτεινή επιγραφή-,στο σπίτι,στη δουλειά,στο γράψιμο,στο διάβασμα,μέρα και νύχτα,παντού και πάντα,άνθρωποι που αφήνουν τουλίπες καπνού στον αέρα.

Ο ι καπνιστές.Μια φυλή υπό διωγμόν,που στέλνει απεγνωσμένα μηνύματα,όπως οι Ινδιάνοι,ή ήρεμες προσευχές σ'ένα Θεό που πρέπει να καπνίζει πούρο ή πίπα..."


απόσπασμα,Μιχάλης Γκανάς

Δεν υπάρχουν σχόλια: