Η ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ


Αν ξέχναγε ο θεός για μια στιγμή ότι είμαι μαριονέτα πάνινη και μου'δινε ένα κομμάτι ζωής,

μάλλον δε θά'λεγα ό,τι σκεφτόμουν αλλά θα σκεφτόμουν ό,τι θά' λεγα...

θά' δινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που κοστίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν...

θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν περισσότερο, καταλαβαίνω ότι κάθε φορά που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εβδομήντα δευτερόλεπτα φωτός...

θα περπατούσα όταν οι άλλοι θα είναι σταματημένοι

θα ξύπναγα όταν οι άλλοι θα κοιμούνται...

θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλάνε και πώς θ' απολάμβανα ένα καλό παγωτό σοκολάτας...

αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωής, θα ντυνόμουν απλά, θά'πεφτα με τα μούτρα στον ήλιο, αφήνοντας ξεσκέπαστο όχι μόνο το σώμα μου αλλά και την ψυχή μου...

Θεέ μου, αν είχα μια καρδιά, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα τον ήλιο να βγει...

Θα ζωγράφιζα στ' αστέρια με ένα όνειρο του Van Gogh, ένα ποίημα του Benedeti, κι ένα τραγούδι του Serrat θα ήταν η καντάδα που θα έκανα στη Σελήνη...

θα πότιζα με τα δάκρυά μου τα τριαντάφυλλα για να νιώσω τον πόνο απ' τα αγκάθια τους και το κατακόκκινο φιλί των πετάλων τους...

Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωής...δε θ' άφηνα να περάσει καμιά μέρα χωρίς να πω σ'αυτούς που αγαπώ, ότι τους αγαπώ...

θα έπειθα κάθε γυναίκα ή άντρα ότι είναι οι αγαπημένοι μου και θα ζούσα ερωτευμένος με την αγάπη...

στους ανθρώπους θ' αποδείκνυα πόσο λάθος κάνουν όταν σκέφτονται ότι σταματούν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να ξέρουν ότι γερνούν όταν σταματούν να ερωτεύονται...

σ' ένα παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετά...

στους γέρους θα μάθαινα ότι ο θάνατος δεν έρχεται με τα γηρατειά αλλά με τη λησμονιά...

τόσα πράγματα έμαθα από εσάς τους ανθρώπους...

έμαθα ότι όλος ο κόσμος θέλει να ζει στην κορυφή, χωρίς να γνωρίζει ότι η πραγματική ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που ανεβαίνει την ανηφόρα...

έμαθα ότι όταν ένα νεογέννητο σφίγγει με τη γροθιά του το δάχτυλο του πατέρα του, τον κρατά αιχμάλωτο για πάντα...

έμαθα ότι ένας άνθρωπος έχει το δικαίωμα να κοιτάξει τον άλλο από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί...

είναι τόσα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από εσάς, αλλά τελικά δε θα μου χρησιμεύσουν και πολύ όταν θα με κλείσουν σ' αυτή τη βαλίτσα...

δυστυχώς θα πεθάνω...


Gabriel Garsia Marquez

o Gabriel Garsia Marquez, είναι σημαντικός σύγχρονος πεζογράφος από την Κολομβία. Γεννήθηκε το 1927. Το 1982 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.Σπουδαία έργα του: ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, το φθινόπωρο του Πατριάρχη, 100 χρόνια μοναξιάς.

5 σχόλια:

Hypocrite lecteur είπε...

Πάντα μου άρεσε αυτό το κείμενο. Και μια που η ομορφιά κινείται στο χώρο του θυμικού, δεν θα το χαλάσω αν πω ότι δεν το έχει γράψει ο Μαρκέζ, ε;

Φαίδρα Φις είπε...

όχι βέβαια...δε θα το χαλάσεις
το έχω από τον Μάρκες
αν αυτό είναι ανακρίβεια ή δεν ευσταθεί πληροφόρησέ με σχετικά και δως μου τα στοιχεία που θα πρέπει να το συνοδεύουν...αν θες

Φαίδρα Φις είπε...

σου παραθέτω και την πρωτότυπη επιστολή του ίδιου του Μάρκες,καθώς και τον μεταφραστή,έχω και το αυθεντικό κείμενο στη γλώσσα του...
"ἀποχαιρετιστήρια ἐπιστολὴ τοῦ
Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες
(Λίγο πρὶν τὸ τέλος, πρὸς φίλους:
Περὶ ἔρωτος, ἀγάπης καὶ ζωῆς)
«Ἕνα σπουδαῖο πνεῦμα μᾶς ἀποχαιρετᾶ»
Ὁ Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ἔχει ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὴν δημόσια ζωὴ γιὰ λόγους ὑγείας: καρκίνος στοὺς λεμφαδένες. Ἡ κατάστασή του μοιάζει νὰ ἐπιδεινώνεται μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Ἡ ἀποχαιρετιστήρια ἐπιστολὴ ποὺ ἀκολουθεῖ, ἐστάλη ἀπὸ τὸν συγγραφέα στοὺς φίλους του:
Ἂν ὁ Θεὸς ξεχνοῦσε γιὰ μία στιγμὴ ὅτι εἶμαι μία μαριονέτα φτιαγμένη ἀπὸ κουρέλια καὶ μοῦ χάριζε ἕνα κομμάτι ζωή, ἴσως δὲν θὰ ἔλεγα ὅλα αὐτὰ ποὺ σκέφτομαι, ἀλλὰ ἀσφαλῶς θὰ σκεφτόμουν ὅλα αὐτὰ ποὺ λέω ἐδῶ.
Θὰ ἔδινα ἀξία στὰ πράγματα, ὄχι γι΄ αὐτὸ ποὺ ἀξίζουν, ἀλλὰ γι΄ αὐτὸ ποὺ σημαίνουν.
Θὰ κοιμόμουν λίγο, θὰ ὀνειρευόμουν πιὸ πολύ, διότι γιὰ κάθε λεπτὸ ποὺ κλείνουμε τὰ μάτια, χάνουμε ἑξήντα δευτερόλεπτα φῶς. Θὰ συνέχιζα ὅταν οἱ ἄλλοι σταματοῦσαν, θὰ ξυπνοῦσα ὅταν οἱ ἄλλοι κοιμόταν. Θὰ ἄκουγα ὅταν οἱ ἄλλοι μιλοῦσαν καὶ πόσο θὰ ἀπολάμβανα ἕνα ὡραῖο παγωτὸ σοκολάτα!
Ἂν ὁ Θεός μου δώριζε ἕνα κομμάτι ζωή, θὰ ντυνόμουν λιτά, θὰ ξάπλωνα μπρούμυτα στὸν ἥλιο, ἀφήνοντας ἀκάλυπτο ὄχι μόνο τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή μου.
Θεέ μου, ἂν μποροῦσα, θὰ ἔγραφα τὸ μῖσος μου πάνω στὸν πάγο καὶ θὰ περίμενα νὰ βγεῖ ὁ ἥλιος. Θὰ ζωγράφιζα μ΄ ἕνα ὄνειρο τοῦ Βὰν Γκὸγκ πάνω στὰ ἄστρα ἕνα ποίημα τοῦ Μπενεντέτι κι ἕνα τραγούδι τοῦ Σερρὰτ θὰ ἦταν ἡ σερενάτα ποὺ θὰ χάριζα στὴ σελήνη. Θὰ πότιζα μὲ τὰ δάκρυά μου τὰ τριαντάφυλλα, γιὰ νὰ νοιώσω τὸν πόνο ἀπὸ τ΄ ἀγκάθια τους καὶ τὸ κοκκινωπὸ φιλὶ τῶν πετάλων τους...
Θεέ μου, ἂν εἶχα ἕνα κομμάτι ζωή... Δὲν θὰ ἄφηνα νὰ περάσει οὔτε μία μέρα χωρὶς νὰ πῶ στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἀγαπῶ, ὅτι τοὺς ἀγαπῶ. Θὰ ἔκανα κάθε ἄνδρα καὶ γυναῖκα νὰ πιστέψουν ὅτι εἶναι οἱ ἀγαπητοί μου καὶ θὰ ζοῦσα ἐρωτευμένος μὲ τὸν ἔρωτα.
Στοὺς ἀνθρώπους θὰ ἔδειχνα πόσο λάθος κάνουν νὰ νομίζουν ὅτι παύουν νὰ ἐρωτεύονται ὅταν γερνοῦν, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ὅτι γερνοῦν ὅταν παύουν νὰ ἐρωτεύονται! Στὸ μικρὸ παιδὶ θὰ ἔδινα φτερά, ἀλλὰ θὰ τὸ ἄφηνα νὰ μάθει μόνο τοῦ νὰ πετάει. Στοὺς γέρους θὰ ἔδειχνα ὅτι τὸ θάνατο δὲν τὸν φέρνουν τὰ γηρατειὰ ἀλλὰ ἡ λήθη. Ἔμαθα τόσα πράγματα ἀπὸ σᾶς, τοὺς ἀνθρώπους... Ἔμαθα πὼς ὅλοι θέλουν νὰ ζήσουν στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία βρίσκεται στὸν τρόπο ποὺ κατεβαίνεις τὴν ἀπόκρημνη πλαγιά.
Ἔμαθα πὼς ὅταν τὸ νεογέννητο σφίγγει στὴ μικρὴ παλάμη του, γιὰ πρώτη φορά, τὸ δάχτυλο τοῦ πατέρα του, τὸ αἰχμαλωτίζει γιὰ πάντα. Ἔμαθα πὼς ὁ ἄνθρωπος δικαιοῦται νὰ κοιτᾷ τὸν ἄλλον ἀπὸ ψηλὰ μόνο ὅταν πρέπει νὰ τὸν βοηθήσει νὰ σηκωθεῖ.
Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ πράγματα ποὺ μπόρεσα νὰ μάθω ἀπό σας, ἀλλὰ δὲν θὰ χρησιμεύσουν ἀλήθεια πολύ, γιατί ὅταν θὰ μὲ κρατοῦν κλεισμένο μέσα σ΄ αὐτὴ τὴ βαλίτσα, δυστυχῶς θὰ πεθαίνω.
Νὰ λὲς πάντα αὐτὸ ποὺ νιώθεις καὶ νὰ κάνεις πάντα αὐτὸ ποὺ σκέφτεσαι.
Ἂν ἤξερα ὅτι σήμερα θὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ θὰ σ΄ ἔβλεπα νὰ κοιμᾶσαι, θὰ σ΄ ἀγκάλιαζα σφιχτὰ καὶ θὰ προσευχόμουν στὸν Κύριο γιὰ νὰ μπορέσω νὰ γίνω ὁ φύλακας τῆς ψυχῆς σου.
Ἂν ἤξερα ὅτι αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ θὰ σ΄ ἔβλεπα νὰ βγαίνεις ἀπ΄ τὴν πόρτα, θὰ σ΄ ἀγκάλιαζα καὶ θὰ σοῦ ῾δινα ἕνα φιλὶ καὶ θὰ σὲ φώναζα ξανά, γιὰ νὰ σοῦ δώσω κι ἄλλα.
Ἂν ἤξερα ὅτι αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ θὰ ἄκουγα τὴ φωνή σου, θὰ ἠχογραφοῦσα κάθε σου λέξη γιὰ νὰ μπορῶ νὰ τὶς ἀκούω ξανὰ καὶ ξανά.
Ἂν ἤξερα ὅτι αὐτὲς θὰ ἦταν οἱ τελευταῖες στιγμὲς ποὺ σ΄ ἔβλεπα, θὰ ἔλεγα «σ΄ ἀγαπῶ» καὶ δὲν θὰ ὑπέθετα, ἀνόητα, ὅτι τὸ ξέρεις ἤδη.
Ὑπάρχει πάντα ἕνα αὔριο καὶ ἡ ζωή μας δίνει κι ἄλλες εὐκαιρίες γιὰ νὰ κάνουμε τὰ πράγματα ὅπως πρέπει, ἀλλὰ σὲ περίπτωση ποὺ κάνω λάθος καὶ μᾶς μένει μόνο τὸ σήμερα, θά ῾θελᾳ νὰ σοῦ πῶ πόσο σ᾿ ἀγαπῶ κι ὅτι ποτὲ δὲν θὰ σὲ ξεχάσω.
Τὸ αὔριο δὲν τὸ ἔχει ἐξασφαλίσει κανείς, εἴτε νέος εἴτε γέρος.
Σήμερα μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ βλέπεις τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾷς.
Γι΄ αὐτὸ μὴν περιμένεις ἄλλο, κάν΄ το σήμερα, γιατί ἂν τὸ αὔριο δὲν ἔρθει ποτέ, θὰ μετανιώσεις σίγουρα γιὰ τὴ μέρα ποὺ δὲν βρῆκες χρόνο γιὰ ἕνα χαμόγελο, μία ἀγκαλιά, ἕνα φιλὶ καὶ ἤσουν πολὺ ἀπασχολημένος γιὰ νὰ κάνεις πράξη μία τελευταῖα τους ἐπιθυμία.
Κράτα αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾷς κοντά σου, πές τους ψιθυριστὰ πόσο πολὺ τοὺς χρειάζεσαι, ἀγάπα τους καὶ φέρσου τους καλά, βρὲς χρόνο γιὰ νὰ τοὺς πεῖς «συγνώμη», «συγχώρεσέ με», «σὲ παρακαλῶ», «εὐχαριστῶ», κι ὅλα τὰ λόγια ἀγάπης ποὺ ξέρεις.
Κανεὶς δὲν θὰ σὲ θυμᾶται γιὰ τὶς κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα ἀπ΄ τὸν Κύριο τὴ δύναμη καὶ τὴ σοφία γιὰ νὰ τὶς ἐκφράσεις. Δεῖξε στοὺς φίλους σου τί σημαίνουν γιὰ σένα.
Gabriel Garcia Marquez
Ἀπόδοση στὰ Ἑλληνικά: Βασίλης Τερζῆ

squarelogic είπε...

Δεν εχει τοση σημασία αν είναι του Μαρκές ή καποιου άλλου,είναι μαγικό κείμενο...Απ'αυτά που αξιζει να τα τυπώσεις σε αφίσα και να τα κολλήσεις στην εξώπορτα,για να τα βλέπεις καθε μέρα πριν ξεκινήσεις για τον αγώνα της επιβίωσης.

Φαίδρα Φις είπε...

καλώς ήρθατε...
με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη η άποψή σας...
σας στέλνω χαιρετισμούς