ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ ΕΠΙΤΑΓΗ...


Είναι μέρες που ξυπνάω με κάτι παράξενους ήχους-φωνές, στο κεφάλι μου...σαν κάποιο αόρατο και εσωτερικό υποβολείο, να διανυκτερεύει και να "εργάζεται" ερήμην μου...Μου υποδεικνύει κάποιο "θέμα", ζητούμενο-κάθε φορά διαφορετικό-, με το οποίο οφείλω ν' ασχοληθώ λιγάκι παραπάνω, ως άνθρωπος σκεπτόμενος και προβληματισμένος. Και πιο πέρα, να το μοιραστώ με ανθρώπους έντιμους που και θέλουν και μπορούν να συμπάσχουν και να συμπράττουν σε προβληματισμούς,διλήμματα,αδιέξοδα...βασανιστικά κι επίμονα...

Σε καμιά περίπτωση, μην εκτιμήσει και συνδυάσει κάποιος αυτές τις φωνές που "ακούω" ,με κάποιου τύπου θεολογική αντίληψη-εννοώ κάποιες πνευματικές δυνάμεις, Ζαν ντ' Άρκ, κλπ, κλπ...,είναι η συνείδησή μου μάλλον που με οδηγεί εκεί που κάθε φορά κρίνει ότι "υπάρχει σοβαρός λόγος ν' ανταποκριθεί...)

Η φύση των θεμάτων αυτών άπτεται μιας περισσότερο διαχρονικής και λιγότερο επίκαιρης συνδηλωτικής σημασίας,(με την έννοια που συνηθίζουμε ν'αποδίδουμε στον όρο "επίκαιρος").

Κι επειδή φοβάμαι ότι τα "θέματα" αυτά,δεν θ' αποκτήσουν σημαίνουσα οντότητα,αν δεν καταγραφούν με κάποιο τρόπο,αν δεν αναλυθούν, οφείλω να τα "μεταμορφώσω" σε "ορατά",με μια ελεύθερη-θέλω να πιστεύω- διαύγεια, ώστε να τεθούν εν κινήσει και να εξορύξουν τις πιο ανήσυχες αρτηρίες, τα πιο ζωντανά κύτταρα όλων ημών και ν'αντιδράσουμε...

Είναι λοιπόν, κατά κάποιο μυστηριώδη τρόπο, επιβεβλημένο, να διαλευκάνουμε, έστω και μέσα από διαφορετικούς δρόμους, οπτικές, προσεγγίσεις, φίλτρα,βιώματα,αποχρώσεις, κάποιες θολές "μοίρες"(με την απόλυτα πραγματική και εύγλωττη έννοια του Πλάτωνα, δηλαδή, μερίδια, ) ανθρώπων που οι αντιφάσεις ενδεχομένως της ζωής τους, η ανασφάλειά τους και η αδυναμία τους, τους έκανε να πάρουν ένα δρόμο ανεπίστρεπτο...,μοναχικό,αβέβαιο και τους στοίχισε στιγμές ευδαιμονίας και ζωής ζώσας...

Από την άλλη, θ'ανατροφοδοτήσουμε το αισθητήριό μας, το πνεύμα και την ψυχή μας-πρέπει να θυμόμαστε πως είμαστε άνθρωποι-, και τα κριτήριά μας θ' αναφλεγούν για να εξάρουν τη σημασία του "ολοκαυτώματος"...

Χρειάζεται δύναμη κι εσωτερική ελευθερία και συνείδηση...Είμαστε και "πνευματικά όντα" εκτός από "φυσικά"...

Είναι ανώφελο να οχυρωνόμαστε πίσω από σιωπές, ψευδαισθήσεις και πλάνες που καταδεικνύουν "συναισθηματικές αναπηρίες" και ολιγωρίες και ωφελιμισμούς και επιπροσθέτως, μια μανιχαϊστική αντίληψη κάτω από τη σκέπη της οποίας, έχουμε αθωώσει και απενοχοποιήσει άπειρα "κακώς κείμενα" και ξεχάσαμε, περισσότερα, ιδανικά μας...

Μπορούμε να μιλήσουμε δυνατά, μπορούμε να μην αποσιωπούμε, κανένας φόβος μας δεν αξίζει την απαξίωση τόσων και τόσων-αμήχανων προς το παρόν-αντιδράσεων και "επαναστάσεων" που πήγαν χαμένες γιατί αγνοούσαμε πώς να τις διαχειριστούμε ή τις αφήσαμε να παγώσουν και να πέσουν στο κενό...Είναι απώλειες αυτές που δεν πρέπει να τις προσπερνάμε σφυρίζοντας ανέμελα...,απαθείς και ασυγκίνητοι, μπροστά σε τόσα "δράματα" καθημερινά και ατέρμονα...

Στερεότυπα,στεγανά και ρατσισμός, κάποτε πρέπει να λήξουν...


ΟΙ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ-ΔΙΗΓΗΜΑ


Τις Κυριακές η γιαγιά μου μ΄έπαιρνε από το χέρι και πηγαίναμε στην παλιά εκκλησία του χωριού. Ήταν πολύ όμορφη εκκλησία, πέτρινη, είχε κτιστεί επί Τουρκοκρατίας. Βρισκόταν δίπλα σ’ ένα τρυφερό ποταμάκι, που κυλούσε πάντα ήρεμο και γαλήνιο το νερό του και συχνά ο φλοίσβος του ανακατεύονταν με τις ψαλμωδίες και μ’ έβγαζε από την πραγματικότητα και με μετέφερε και με έβαζε σ’ ένα όνειρο με αγγέλους, αγίους και παραδείσους σαν παιδικές χαρές και λούνα παρκ.
Η γιαγιά μου ήταν πολύ θρήσκα. Πίστευε στο Θεό πολύ δυνατά και σε μερικούς αγίους ακόμη πιο δυνατά. Ένας από αυτούς ήταν και ο Άγιος Χαράλαμπος, τον οποίο ισχυριζόταν ότι τον έβλεπε συχνά, με λευκό μανδύα και ολοζώντανο μέσα στον ναό του, ειδικά κάποια απογεύματα που πήγαινε ν’ ανάψει το καντηλάκι στον τάφο του παππού μου, της μιλούσε και την καλησπέριζε ευγενικά και γενικώς, τα λέγανε οι δυο τους για ανέμους και ύδατα…
Οι Κυριακές για μένα είχαν μια πολύ ειδική ιεροτελεστία. Ξυπνούσα με το πρώτο κάλεσμα της καμπάνας και περίμενα να με ετοιμάσει η γιαγιά μου, να μου πλύνει το πρόσωπο, να μου πλέξει τα μαλλιά, να μου φορέσει τα καλά μαύρα λουστρίνια και να μου βάλει το κολαριστό φόρεμα με τα ροζ φιογκάκια και τους λευκούς γιακάδες, περνώντας πάντα από το λαιμό μου το βαφτιστικό μου ολόχρυσο σταυρουδάκι.
Εκείνη ξύπναγε πολύ νωρίτερα, από τις πέντε παρά αχάραγα. Το’χε τάμα να μην κάνει καμιά δουλειά την Κυριακή, παρά μόνο σηκωνόταν νωρίς και ζύμωνε τα καθιερωμένα σμυρνέικα κεφτεδάκια της, τα μυρωδάτα, με δυόσμο που έκοβε κατευθείαν από τον κήπο και μοσχοβολούσε ολόκληρη όταν ερχόταν να με σκεπάσει γιατί συνήθως μου γλίστραγε η κουβέρτα.
Τους κεφτέδες τους τηγάνιζε μετά τη Λειτουργία και μυροβολούσε όλη η γειτονιά γιατί η γιαγιά μου ήταν η καλύτερη μαγείρισσα του χωριού και ολόκληρου του κόσμου.
Μετά πλενόταν, έπιανε κότσο τα μακριά λευκά μαλλιά της και φόραγε την καλή της φορεσιά. Γαντζωνόμουν από το ζεστό της χέρι και την ανάσα της που μύριζαν και τα δύο δυόσμο, και παίρναμε τον κυριακάτικο δρόμο μας για την εκκλησία.
Πιο πολύ το έκανα για να την ευχαριστήσω-πάντα καμάρωνε που πηγαίναμε οι δυο μας πιασμένες από το χέρι στην εκκλησία- αλλά και για να τέρψω κάποιες από τις δικές μου αισθήσεις, όπως εκείνη που περιέγραψα πριν με το γλυκό νανούρισμα του ποταμού, των ψαλτάδων και του θροίσματος των φύλλων των πλατανιών, αλλά και για κάτι ακόμα. Για τη στιγμή που ο παπάς έβγαινε με το μύρο και ράντιζε τους πιστούς. Ορκίζομαι πως αυτό το μύρο, γλύκαινε και ημέρευε τόσο πολύ την καρδιά μου, όσο και η γεύση από το γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο που έφτιαχνε η γιαγιά μου κάθε Απρίλη από τις εκατόφυλλες και πιο φουντωτές τριανταφυλλιές της, ίσως και λίγο περισσότερο…Περίμενα και τη στιγμή του αντίδωρου, ο επίτροπος στο παγκάρι, έπαιρνε κάθε φορά από το πανέρι περισσότερα από ένα αντίδωρα και μου τα έβαζε κρυφά στη χούφτα γιατί με συμπαθούσε.
Μόνο μια σκιά βάρυνε αυτή την κατάνυξη: οι φυλακισμένοι.
Το χωριό μου είχε αγροτικές φυλακές ανηλίκων. Κάθε Κυριακή, οι τρόφιμοι των φυλακών εκκλησιάζονταν σ’αυτή, τη μοναδική εκκλησία του χωριού, ντυμένοι με γκρίζες στολές εργασίας και παρατεταγμένοι σε σειρές, στο πίσω πίσω μέρος του ναού, πιο υπερυψωμένο, που τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας λειτουργούσε σαν γυναικωνίτης. Έμεναν εκεί, ακίνητοι, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά, για όση ώρα διαρκούσε η Κυριακάτικη Λειτουργία.
Στέκονταν τόσο ακίνητοι, τόσο ασάλευτοι, σαν μαρμαρωμένοι και μαραζωμένοι, πολλές φορές μάλιστα μου φαινόταν ότι δεν ανοιγόκλειναν ούτε τα βλέφαρά τους, σαν κάποιος να τους τα έραβε πρωί πρωί, κοντά στα φρύδια ή σαν να είχαν πάρει τέτοια διαταγή που, αν την παρέβαιναν, θα επέφερε βαριά τιμωρία. Κι άλλες φορές μου φαινόταν πως είχαν κλάψει τόσο πολύ όλο το βράδυ, αφού τα μάτια τους ήταν κουρασμένα με μαύρους κύκλους και κατακόκκινα όπως των βρυκολάκων, σαν να ήταν έτοιμα να στάξουν σταγόνες από αίμα…Εκτός από τις φορές που κοινωνούσαν, και τότε παρατάσσονταν ο ένας πίσω από τον άλλον, ξέχωρα από τους υπόλοιπους πιστούς, κι έφτιαχναν μια μακριά αράδα σαν ουρά δεινόσαυρου, μέχρι να φτάσουν στο κόκκινο πανί και στο χέρι του ιερέα και να γευτούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και μ’ αυτόν τον τρόπο να γίνουν «καλύτεροι άνθρωποι». Ποτέ μου δεν το πίστεψα αυτό. Μου φαινόταν απάτη και υποκρισία πως κάποιος γίνεται καλύτερος άνθρωπος μόνο και μόνο επειδή θα καταπιεί μια γουλιά μαυροδάφνης και ένα ψίχουλο «λειτουργίας». Μακάρι, εδώ που τα λέμε να ήταν τόσο απλή κι εύκολη αυτή η διαδικασία.
Αυτά τα πράγματα όμως, έχω την εντύπωση, ότι δε γίνονται ούτε τόσο εύκολα, ούτε τόσο ανώδυνα. Δεν μπορείς με μια μεταλαβιά ν’ αναληφθείς στην εξαίσια βασιλεία των ουρανών…Σίγουρα είναι κάτι πιο δύσκολο, πιο περίπλοκο και πιο χρονοβόρο αυτό.
Όσο κι αν μου άρεσε η Κυριακή στην εκκλησία, δεν μπόρεσα ποτέ ή σχεδόν ποτέ, να συμφιλιωθώ μ’ αυτήν την εικόνα των κρατουμένων, όχι γιατί φοβόμουνα, ιδίως επειδή με πλάκωνε μια στεναχώρια με την υποσυνείδητη αίσθηση του εγκλεισμού τους, η οποία δεν συμβάδιζε στο ελάχιστο με την άλλη αίσθησή μου, την ευχάριστη και ήρεμη. Ήταν δε, τόσο μεγάλη αυτή η αντίθεση, αυτή η διάσταση των δύο αισθήσεων, που όσο κι αν προσπαθούσα με το παιδικό μου μυαλό, να τις φέρω κοντά, να τις φιλιώσω, οι προσπάθειές μου αποτύγχαναν και μέσα μου άπλωνε και διογκωνόταν αυτή η διαφορά κι αυτό ήταν κάτι που μ’ έκανε να νιώθω και άβολα και ίσως μου προξενούσε και κάποια απροσδιόριστη κι αδιευκρίνιστη ενοχή…

Οι κρατούμενοι έμοιαζαν πάντα σαν ξεφλουδισμένοι. Κάθε Κυριακή, ακόμα πιο ξεφλουδισμένοι. Σαν να τους έλειπαν κομμάτια δέρματος και σάρκας, σε άλλους, σαν να έλειπαν δόντια, σε άλλους μαλλιά, σε άλλους τα μάτια. Στην αρχή και όσο περνούσε η ώρα της Λειτουργίας, γύριζα και τους έριχνα κλεφτές ματιές, λαθραίες, κυρίως την ώρα που η γιαγιά μου έσκυβε στα γόνατά της για να κάνει μετάνοιες- μια και είχα πάρει ρητές και σαφέστατες οδηγίες από κείνη, να μη γυρίζω να τους κοιτάζω γιατί είναι αδιάκριτο και δεν είναι καθόλου σωστό. Την «έκλεψα», πολλές φορές τη γιαγιά μου, σ’ αυτό το «παιχνίδι». Κι εκείνη το καταλάβαινε, ήμουν σίγουρη, αλλά ποτέ δεν με μάλωσε ούτε μου είπε τίποτα σχετικό.
Γύριζα λοιπόν και τους κοίταζα και όχι τόσο από περιέργεια, όσο από διάφορες απορίες που κάθε τόσο επωάζονταν στο μυαλό μου…
Υπήρχαν φορές που όλο αυτό το γκρίζο από τις πανομοιότυπες στολές τους, μαζεύονταν, μαζεύονταν, και γίνονταν ένα πράγμα, ένα γκρίζο, μια μάζα, μια μεγάλη και σκοτεινή και γκρίζα σπηλιά, ένα τεράστιο στόμιο, που ρούφαγε και τον παφλασμό του ποταμού και τις ψαλμωδίες και τον ήχο από τις καμπάνες, τα ρούφαγε όλα, ρούφαγε και το «κακό και το δαιμονισμένο» και το ξέρναγε σαν φωτιά και χιόνι μαζί και σαν λάβα και σαν χειρότερο κακό…
Τότε πραγματικά φοβόμουν, έτρεμα κι έσφιγγα πιο πολύ το χέρι της γιαγιάς μου. Η παλάμη μου ίδρωνε, κι εκείνη έβγαζε από την τσέπη της το λευκό κεντημένο μαντηλάκι και σκούπιζε τον ιδρώτα μου στο πρόσωπο και μου έδινε κι ένα φιλί στο μέτωπο. Όταν συνέβαινε αυτό, ποτέ δεν γύριζα ξανά το βλέμμα μου πίσω. Αντίθετα κοιτούσα ίσια μπροστά και δίπλα από τον ιερέα που στεκόταν αγέρωχος στην Ωραία Πύλη, και κάρφωνα τα μάτια μου, στην εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους και τον ικέτευα μυστικά να σταματήσει αυτό το μαρτύριο της παραίσθησής μου…
Και σταματούσε…Από τότε πίστευα κι εγώ περισσότερο σ’αυτή την δυναμική αγιοσύνη και μαγαλοψυχία του συγκεκριμένου αγίου…
Ποτέ δεν αντιπάθησα ούτε μίσησα κανέναν από τους κρατούμενους. Μόνο που το πρόσωπό τους, καμιά φορά, φάνταζε περισσότερο σκούρο από το κανονικό. Περισσότερο μαύρο. Σαν να είχαν τρίψει σ’ αυτό κάρβουνο.
Ήμουν σχεδόν βέβαιη ότι αν γύριζα να κοιτάξω τα πόδια τους-κάτι που ποτέ παρά την παρακινδυνευμένη τόλμη και την παιδική μου αφέλεια δεν κατάφερα να πράξω- ότι θα ήταν δεμένοι με βαριές αλυσίδες κατέργων και από κει θα έσερναν σιδερένιες μπάλες. Αυτό το είχα δει και στο σινεμά πολλές φορές, και στους « Άθλιους» και στις « Μεγάλες Προσδοκίες».
Περίμενα με λαχτάρα τη στιγμή που ο παπάς θα έβγαινε με το μπακιρένιο μπουκαλάκι του μύρου και θα μας ράντιζε με τις ευδαιμονικές του σταγόνες. Και στάλα στάλα, τριαντάφυλλο, γιασεμί και φρέζες και γαζίες, θα έπεφταν λίγο λίγο και στην δική μου καρδιά, να τη μαλακώσουν και να γλυκάνουν την ψυχή μου. Τότε έστρεφα το κεφάλι μου ολόκληρο και καθόλου διστακτικά και τους χαμογελούσα και μου χαμογελούσαν κι αυτοί. Κι ένιωθα τόσο μεγάλη ανακούφιση, ικανοποίηση και περηφάνια από αυτή τη μυστική μας συνεννόηση. Σαν να είχαμε βρει μεταξύ μας έναν κρυφό κώδικα επικοινωνίας που δεν χρειαζόταν ούτε λόγια ούτε χειρονομίες παρά μόνο αυτά τα βλέμματα τα ραντισμένα από τις μαγικές και εξιλαστήριες σταγόνες του «αγιασμένου μύρου»…
Αυτό-τι κρίμα!- δεν κρατούσε για πάντα, γιατί την επόμενη Κυριακή, έπρεπε πάλι να περιμένω την ώρα του « ραντίσματος», για να καταλαγιάσει αυτό το τρέμουλο και το ρίγος το εσωτερικό, να πάψει να με ταλανίζει αυτή η αίσθηση, για να αρχίσω να χαμογελώ απαλλαγμένη από αυτήν την παράξενη θηλιά…
Μερικές Κυριακές τόσο δεν άντεχα να περιμένω την ώρα του μύρου, που προφασιζόμουν πονόκοιλο, δεν σηκωνόμουν από το κρεβάτι, η γιαγιά μου μάλλον καταλάβαινε και δεν επέμενε ποτέ. Μου έφτιαχνε μόνο ένα ζεστό χαμομήλι και μου το έφερνε στο κρεβάτι και μετά έφευγε για την εκκλησία μόνη της. Την περίμενα εναγωνίως να γυρίσει, να τη ρωτήσω, μήπως έγινε κάτι διαφορετικό, κάτι παράδοξο, μήπως κάτι άλλαξε από όσα ήξερα. Τίποτα, μου αποκρινόταν, όλα τα συνηθισμένα, τα γνωστά.
Εκείνο που δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ και πάντα το ανασύρω σαν ανάμνηση με την ίδια ένταση, στο αίσθημα και στις λεπτομέρειές του είναι τα βράδια της Ανάστασης. Πώς έκαναν τότε, Θεούλη μου, οι κρατούμενοι! Όταν άκουγαν το « Χριστός Ανέστη», και χτυπούσαν δυνατά και χαρμόσυνα οι καμπάνες, κι έσκαγαν εδώ κι εκεί στον ουρανό τα πυροτεχνήματα, αγκαλιάζονταν, έδιναν σταυρωτά φιλιά και γελούσαν γελούσαν σαν μικρά παιδιά. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν, γίνονταν φωτεινά, σχεδόν διάφανα! Τα μάτια τους ήταν πεντακάθαρα και ξάστερα και αστραποβολούσαν σαν να τα είχε ξεπλύνει μια πολύ δυνατή ανοιξιάτικη μπόρα. Ποτέ δεν τους έβλεπα τόσο χαρούμενους κι ευτυχισμένους, ποτέ ποτέ ,καμιά Κυριακή του χρόνου, παρά μόνο τα βράδια των Αναστάσεων!
Γελούσαν γελούσαν δυνατά και μετέδιδαν αυτό το γέλιο σε όλους τους πιστούς και τότε γελούσαμε όλοι μαζί, με την πιο μεγάλη χαρά του κόσμου και την πιο αισιόδοξη ελπίδα, πως όλοι κάποτε θα «αναστηθούμε», πως όλοι κάποτε θα ζήσουμε ελεύθεροι, χωρίς δεσμά, ζυγούς και τυραννίες, που κρατούν την ψυχή και το μυαλό μας φυλακισμένα και δεν τ’ αφήνουν να πετάξουν…
Και όλους μας ένωνε αυτό το « Χριστός Ανέστη», σαν σπίθα, σαν φλόγα που ανάβλυζε από τον εσωτερικό ουρανό μας, αδέσμευτη και ανέβαινε πιο ψηλά και πιο ψηλά, μέχρι που έφτανε στο Θεό, που μας συγχωρούσε κρίματα και αμαρτίες και μικρότητες, και μας παρέδιδε εξαγνισμένους και καθαρούς στον πιο παιδικό του παράδεισο…

4 σχόλια:

Παράξενος Ελκυστής είπε...

Καλησπέρα, καλησπέρα! Πολύ τρυφερό το ταξίδι σου στο παλερλθόν, τις μυρωδιές και τις αναμνήσεις. Είσαι πολύ τυχερή που έχεις τέτοια βιώματα. Καλό μήνα

Φαίδρα Φις είπε...

γεια γεια...
πολύ χαίρομαι που σε συναντώ επιτέλους εδώ...ήθελα πολύ να περάσεις...εσύ? δεν είχες παρεμφερή βιώματα?
καλό μήνα κι από μένα
να έρχεσαι...

faraona είπε...

Μου αρεσε πολυ εκει που περιγραφεις τους φυλακισμενους.''Σαν να τους ελειπαν κομματια''
Εχω αντιστοιχη εμπειρια εκκλησιασμων κατα την διαρκεια της χουντας με το γυμνασιο(ΕΞΑΤΑΞΙΟ ΤΟΤΕ)και παρ ολο που ποτε μα ποτε δεν προσεχα τη θεια λειτουργια μετα απο πολλα χρονια, δοθησης ευκαιριας ,εψαλα ολους τους υμνους απ εξω!
Σαν να μπηκαν μεσα μου με τροπο μαγικο, να καθησαν σ ενα στασιδι και να περιμεναν την ωρα τους να ξαναβγουν στο φως.Ηταν ωραια στιγμη!

Φαίδρα Φις είπε...

faraona μου,σπάνια το κάνω αυτό,να γυρίζω πίσω στις αναρτήσεις μου,γιατί δεν υπάρχει χρόνος.Με ξάφνιασε ευχάριστα που βρήκα το τρυφερό σχόλιό σου εδώ.
οι εικόνες αυτές δε θα φύγουν ποτέ από το μυαλό μου,όσα χρόνια κι αν περάσουν.
σ'ευχαριστώ

φιλιά