κάνε το σταυρό σου.-





ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ ΚΑΙΝΑ

Κρύσταλλοι-ριπές στα μάτια
Αυτόδηλα σύρματα, κενά αποχρωματισμένα
Αδιέξοδα αυτοάνοσα
Τρικυμίες υπέργειες και κυκλώνες δύστροποι
Μπορούν και κλίνουν το ρήμα και συντάσσουν ανέμελα το υποκείμενο της δράσης...
Τρίζει η θλίψη στα στενά κρεβάτια,
Με τη βραδύτητα του αποδιοπομπαίου δόγματος
Στα μέταλλα της αιφνιδίου εξαίρεσης
Ατιμάζοντας εικόνες παράλληλες βίων τετελεσμένων
Και ναυαγίων συντελεσμένων ψυχών

Αφόρητα κενός ο άτλαντας. Γυρίζει αλλού τα μάτια η τύχη.
Αυτή η άχραντη και νοθευμένη μαζί πόρνη
Μια νύχτα με δήμιους τ’ άστρα
Και μιας μυρωδιάς από ελιά άγουρη
Μας ξαναξυπνάει στον παράδεισο, νομίζουμε...

Μην ακουστεί φοβάται Εκείνος
Μη μιλήσει, ενώ δε θέλει
Κι αφήσει από τη γλώσσα όσα ονομάζουν βέλη,
Οι θεράποντες των δηλητηρίων στα διυλιστήρια
Της μαύρης φθοράς...

Μήπως κι εκεί δε βρίσκεται μια ποίηση ανεικόνητη
Κι ίσως ούτε κλεμμένη ούτε αδιάφορη?

Κομμάτι φαίνεται θαμπό,
Προαιώνιας κρυφής τροφού
Κι η προσευχή του τελευταίου γλάρου της Κιβωτού,
Εκεί, στο ηλιοτρόπιο ακούμπησε μια τύχη όλο φτερά
Όλο φτερά...
Κοινωνούσε πιο κρυφά το ασημένιο οινόπνευμα
Σε κύπελο από γιασεμιά...
Άλλοτε που γινόταν κόμπιασμα μιας βαριάς ευθύνης
Κι εγώ παρέδιδα εγκώμια γραπτά
Σε μιας σκουριάς το τέμενος κι εγχειρίδια απτά
Καθώς Εκείνη έτρεμε, μη βγει από το σκοτάδι-την άγνοια, αυτή εννοώ-
Κι αφήσει άγρια θεριά,
Και την παρακαλούσα
Μήπως την πάρει κάποιο φως αδέσποτο και κόκκινο, πέταλο παπαρούνας...
Κα τη στολίσει ολόγυρα μ’ ένα καινούριο στέμμα
Και βέλος απαγίδευτο τη βρει,
Σαν άστρο κοιμισμένο που από χρόνια
-τη φτάσει σ’ένα τέρμα-
Έψαχνε σκαρί ή σώμα να πιστέψει,
Να κατεβεί απ’ τον ουρανό, απ’ το χρόνο, απ’ τον καιρό
Μα πάλι εκεί να επιστρέψει.

Κι εγώ κι Εκείνη είμαστε χώματα
Ή άραγε χρώματα σπαρμένα, πληγωμένα
Απ’των χαρτιών τις έρημες πληγές,
Από των δέντρων τις ξυλοκοπές.

Κι Εκείνη μια σταχτιά μουντζούρα είναι,
Στη μέση μιας φλογισμένης θάλασσας με διλήμματα.
Κι είναι μια αυλή πεσμένη από τα σύννεφα
Και κάποιοι τη χειροκροτούν στον πανικό και στην οχλοβοή των «δεξαμενών»
Που στοιβάζονται δήθεν οι πιο αθώες μας ευχές,
Που στριμώχνονται οι πιο άδολες επιθυμίες.

Βρήκα το ένα της μάτι και κάηκα από το φως του
Και το φως καυτερό και το σκοτάδι
Υπέμενα τον πόνο γιατί ήταν ή έμοιαζε κάπως,
Σαν του Απρίλη τις άγνωστες μέρες που έψαχνα...
Και τις βρήκα εκεί στο μάτι Της το κυκλώπειο,
Να περιμένουν σαν, το αντάμωμα...

Έτρεμα μη σβήσει η σκηνή
Κι ακουστούν ψίθυροι τολμηροί
Από μπάντες πολέμου
Άπειρο ήταν το σύμπλεγμα κι όλο πιο μπερδεμένο

Κι εγώ κι Εκείνη δυο στιγμές που πάλευαν το Χρόνο
Η κάθε μια για το δικό της απρόοπτο άγχος

Κι όσοι σαν μια φωτιά μας είδαν,
Αιχμάλωτοι βρέθηκαν
Στης κατάμαυρης απύθμενης κόλασης το σωρό οι σοροί τους
Σ’ένα στερέωμα καυτό και υγρό
Ακούστηκε μια άπληστη, στο τέλος, φθαρμένη ελπίδα.
Η πιο ύπουλη.
Δεν είχαμε ασπίδα.
Αίματα μόνο τρέξανε, σαν άλογα αφρισμένα
Από πληγές και μάτια άδεια και ξένα...

Μάτια θολά, άγρια και ξένα...
από τη συλλογή μου το ράμφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: