Ανίκητο αγκάθι, λήθη..


Όσο το αίμα δεν μιλιέται
Θα τρέχει απ’ την πληγή
Μαύρο αίμα
Ανάμνηση πηχτή
Βασιλιάς η επίφαση

Όσο φασκιώνεις τα μωρά του πόνου
Τόσο κλαίνε

Οι μητέρες του Πολέμου
Τα παιδιά του Πολυτεχνείου
Τα εγγόνια του Φροντιστηρίου
Τα δισέγγονα του Φατσοβιβλίου

Σε τρείς γενιές το τραύμα απλά και μόνο έγινε αόρατο. Δεν λέω, λάδωσε τ’ αντεράκι μας πατριώτες, αλλά το τραύμα της ψευδοζωής στο οποίο υποχρεώνει η πρώτη και σημαντική στέρηση, στρεβλώνει και αναισθητοποιεί τόσο πολύ το κριτήριο της ευαισθησίας σ’ αυτό που ονομάζουμε αληθινή ζωή και εμπειρία που σε βάζει σε περίεργα μονοπάτια σκέψης και πειρασμούς επιλογής:στερημένη ζωή ή ψευδοζωή;

Σίγουρα υπάρχουν μειοψηφίες που «σκαρφαλώνουν μέσα σε σκοτάδια απόλυτα» που λέει κι ο ποιητής..όπως επίσης φτηνά την γλιτώνουμε όλοι μαζί κι o καθένας χωριστά μιας και «ωχ αδερφέ, τι τα σκέφτεσαι τώρα;τι τα θες τι τα γυρεύεις, σάμπως και να σπαζοκεφαλιάζω, εγώ αποφασίζω;αλλάζει τίποτα;» και άλλα πολλά.

Το σημείο όμως όπου όλη η προηγούμενη παράγραφος παρρακάμπτεται και όλα τούτα παύουν να ισχύουν ως αυτονόητα και αναλαμβάνεις την ευθύνη της ζωής σου εξ ολοκλήρου, και όλων των άλλων ταυτόχρονα, δεν είναι πολύ μακριά για κανέναν.
Είτε το λένε ατύχημα, προδοσία, αποτυχία, απογοήτευση, κοινωνικό καθήκον, δάνειο, κρίση, καψούρα, καύλα ή τρέλα, η στιγμή που το πρωτότυπο έγγραφο φτάνει στα χέρια σου και είσαι εσύ που υπογράφεις ή απλά το πασάρεις στον επόμενο, φτάνει.

Κι εκεί είναι που σπας.
Ή δεν σπας.
Πάντως, μάγκα μου, σου φεύγει όλος ο τσαμπουκάς μαζεμένος.
Και σου ξανάρχεται.
Ή όχι


Τώρα, τι από τα δύο θα κάνεις ή τι τελικά ήδη κάνεις, μην τη πολυψάχνεις. Κανείς δεν ξέρει από πριν, είναι μέχρι να σου συμβεί. Όποιος το έχει πάθει μόνο, καταλαβαίνει τι εννοώ. Και θυμάται πάντα,αυτή την ήττα, αυτή τη νίκη του εαυτού.

Το θέμα πάντως είναι ότι το μαύρο, θέλουμε, δεν θέλουμε, έχει πήξει στον τόπο। Κι εμείς κάνουμε ταξίδια εις Παρισίους. Δεν αγαπάμε τον τόπο μας, γιατί δεν αγαπάμε την πληγή μας γιατί δεν αγαπάμε τον εαυτό μας γιατί δεν αγαπάμε τη μαμά μας γιατί δεν μας αγαπάει κανείς, γιατί;
Εδώ συνοψίζεται το παράπονο, ο καημός, του έλληνα, σήμερα.
Δεν αγαπάει τα άντερά του γιατί τα άντερά του δεν τον αγαπάνε. Λογικό.
Όλοι είναι μαλάκες γιατί ο καθένας κρίνει από τον εαυτό του. Βέβαια.
Όλοι θα του την φέρουν γιατί σε όλους την έχει φέρει. Έτσι είναι.
Όλοι τoν εχθρεύονται γιατί μισεί τους πάντες. Φυσικά.
Και πάνω από όλα το ένδοξο παρελθόν του που τόσο ψυχαναγκαστικά του μαθαίνουν να λατρεύει σαν πιπίλα, χωρίς να ξέρει ποτέ το γιατί. Συμφωνούμε.
Η σκέψη γεννήθηκε εδώ κι εδώ θα γυρίσει για να πεθάνει. Εννοείται.
Κάθε μέρα, κάτω από τους τόνους ψυχαναγκαστικής ευφορίας και δήθεν ευ ζην καλοπέρασης θετικής σκέψης εθελοντισμού και εξόφθαλμης εθελοτυφλαμάρας.
Και μη νομίζετε ότι έχω να προτείνω κάτι νέο, ως γνήσιο τέκνο της ελλάδας, αυτό μόνο:μην προσποιείστε άλλο την ειρήνη.χουμε πόλεμο, απλήρωτους λογαριασμούς, έχουμε κατοχή. Δεν είμαστε πλούσιοι, στερούμαστε τα πιο ουσιώδη. Είμαστε φτωχοί, απαίδευτοι, κακόμοιροι.

Ακόμα δεν τα «πήρες»;
Θύμωσε, κλάψε, φώναξε, δράσε. Κάνε κάτι. Εσύ. Τώρα. Για σένα. Σταμάτα να υποκρίνεσαι.
Προσπάθησε να αγαπήσεις ή να χαστουκίσεις κάποιον. Τουλάχιστον να αποδεχτείς κάποιον. Εγώ δεν θέλω τίποτα. Άρχισε με σένα.
Πες ένα μπράβο, ένα ευχαριστώ. Ή ένα άντε γαμήσου. Αλλά σταμάτα να με κοιτάς μ’ αυτό το ηλίθιο χαμόγελο κάθε φορά που θες να με βρίσεις ή να μου πετάξεις κάτι. Βαλέ σε κάτι όλη σου την καρδιά ή ότι έχει απομείνει απ’ αυτήν. Επιτέλους, χτύπα.

*σ' όσους "κάηκαν" και θα "καούν" για να μας ζεστάνουν..

#η φωτό είναι από τις πρώτες ανασκαφές στην Αρχαία Μεσσήνη

2 σχόλια:

pandiony είπε...

εσύ μιλάς και γαζώνεις χάσματα.
ρουφάς για να ξεκινήση η ροή απο ψηλά. σαν με σφήνα να χαράζεις γραφές σε κρανία. σταθερά και συνοφριωμένα.
δεν θες τίποτα, αλλα κύμα έδωσες, κύμα να λάβεις.

Penny είπε...

Διάκι
τα κύματα είναι βουνά, η θάλασσα
είναι έρημος, συχνά.
εσύ το ξέρεις.
έχουμε ανταμώσει σε χάσματα και σε κρανία..