Ο μπάρμαν που ζει μες το κεφάλι μου κερνάει λέξεις «Οσα δεν μπορείς θα σου τα πω τώρα. Δεν μπορείς ν’ αγγίξεις ένα δέντρο δίχως να νιώσεις πως είναι μέσα σου το άγγιγμα. Πώς μπορείς ν αγαπήσεις όταν φεύγουνε όσα αγαπάς;» Είπε πως πέθανες, πέθανες, πέθανες, πάει πέθανες, τέρμα. Έπειτα το μετάνιωσε κι έβγαλε την ομπρέλα απ’ το ποτήρι.
Το πρωί θα ξυπνάς το μεσημέρι. Θα πλένεις το μοναδικό σου πιάτο. Δεν θα σε ευχαριστούν τα λόγια. Θα κατουράς. 2 με 3 ώρες, ή και παραπάνω. Θα φοράς τις παντόφλες σου. Ένα βρώμικο μπλουζάκι. Χωρίς βρακί. Δεν θα σε νοιάζει. Θα γεμίζεις αργά τα δοχεία με νερό. Κι ας βρέχει. Εσύ θα τα ποτίζεις. Έπειτα θα ρχεται η νύχτα. Θα χτυπά επίμονα το τζάμι. Θα γραντζουνάει με τα νύχια της. Δεν θα της ανοίγεις. Θα της βγάζεις στο μπαλκόνι το μοναδικό σου πιάτο να φάει και νερό. Καλόμαθε τώρα και σου ρχεται κάθε βράδυ να την κοιμίζεις στο κρεβάτι σου.Ορίστε μας!
Ζόρικος κρεμανταλάς ο καιρός που κουβαλάς,
η ζωή σου μια νταλίκα με μπαγάζια και με IKA.
Τώρα απόχτησες καβούκι και αμάξι σπορ μοντέλο
τώρα σκάλωσες στο λούκι κι είσ' αλλιώτικο καπέλο.
Η ζωή σου ντούμπλε-φας, μέσα κι έξω τη φοράς,
η καρδούλα σου γκαζιέρα δίχως γκάζι και αγέρα.
Μες στο κόλπο είσαι χωμένος και γλυτώνεις παρά τρίχα,
τώρα είσαι βολεμένος και σου κόψανε το βήχα.
Κι αν θυμάσαι τα παλιά, ψέματα και μπλα μπλα μπλα,
η μαγκιά σου ναφθαλίνη με κασμίρι και λουστρίνι.
Τώρα κάνεις μαύρη πλάκα κι όλο τρως απ' την κουτάλα,
τώρα μάγγωσε η φάκα και σε κλείσανε στη γυάλα.