αυτόκλητος μεσσίας
…μετάλαβε το άλλο σώμα το παγιδευμένο σε ασκό
Έντομο μαυριδερό,σχισμένο στην κοιλιά
Νυμφίος πολύφερνος άτρακτος από κλωστές σημαδεμένες που
Μεταγγίζουν αντίλαλο χρόνου παρελθόντος
Προπορευόμενου σε εξόδους στις εξαίσιες εξώσεις καραβιών
Από μάτια γερμένα πάνω στον απόπλου που πριν σαλπάρουν αγκυροβολούν σε κάλυκες σφαιριδίων από ερείπια
Εξισώσεις σε ακρόπρωρα με σκαλιστές γοργόνες αφού πάντα η θάλασσα θα πνίγει θαύματα στον κεκαρμένο οίνο της και ο ουρανός θα καίει ομοιώματα χιονιού έρποντας στη νοσταλγία της σκουριάς
-σάπιος αφρός και μεθυσμένο αίμα-
Απόκληρος σωτήρ που πυροβολεί σκιάχτρα θλιβερά
Στην τροχιά της αφορμής -πιστή η νόσος-
Η σαύρα που σεληνιάζεται και ό,τι πληγώνει
Ακρωτηριάζει παλάμες και δάχτυλα
Γράφω με τους καρπούς και αγκώνες
Ζω με μια γλώσσα μεταλλική που αρθρώνει επιθέματα
Μέσα στην αταξία του αναποδογυρισμένου γαλαξία
Με τους χάρτες σπασμένους και στις ρωγμές
Ένας χείμαρρος από μαλλιά και
κουτάβια ανήμπορα να δρασκελίσουν αγκύλες
Μόνο τις δροσιές από τριαντάφυλλα γλείφουν
Γλυφές είναι οι σταγόνες
Σιωπηρές συμφωνίες λουλουδιών
Και υπομονετικά δοχεία χεριών που τα κόβουν
Σε μια πίστα από πάγο και όνειρα μαγεμένα
Με κλειστά χείλια λέγονται οι πιο μεγάλες αλήθειες
Και οι αναπνοές τους εξαργυρώνονται
Σε βλέμματα που ματώνουν από μια μωβ ανεμώνη
Και ό,τι φυλακίζει στην ανωνυμία την αμφιθυμία των προσκυνητών
Των ασκητών την αμέλεια να ζυγιάσουν θαύματα στον αέρα
Θαύματα χαρταετούς που μας ξανακάνουν ανθρώπους
Και αθώους μνήμονες της σιωπής
Τη φόρα του μετεωρίτη που ζαλίζεται και ο ίλιγγος είναι η σκόνη του
Που θα σκορπιστεί στα κεφάλια μας αστρόσκονη με λογική και τρέλα
Να γίνονται θρύψαλλα στην περιπλάνηση της αγρύπνιας στο αίμα
Στην ομίχλη σκιές μπερδεμένες με τους πιο μεγάλους συμβιβασμούς
Όπως κάθε τι που θυσιάζει πτήσεις για είδωλα και τοτέμ
Αφαιρώντας το χώρο και το χρόνο τον πραγματικό
Απολογείται για την περιουσία μιας ζωής αλλά χίλιες ζωές δε φτάνουν για ομολογίες και αφέσεις
Όπως η λεύκα θροίζει τα Ακλόνητα μυστικά της ύπαρξής της
Και ραντίζεται έτσι το χώμα από τα ανείπωτα
που ταράζουν το λήθαργό του και ριζώνουν μέσα του
Έτσι οι μεγάλες καμπύλες απλανείς και αθώες
Σε μια ενοχή που αναβλύζει από την άβυσσο μιας νάρκης
Μέσα μου είναι ζωγραφισμένο ένα αηδόνι
Που ξυπνά ή γεννιέται ή ανασταίνεται κάθε Μεγάλη Παρασκευή
Και πέφτει στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ
Τραγουδώντας τον αφαιρετικό του διάλογο
Με το κλαδί
Μέχρι να λιώσει μέσα του ο πόνος και
Να γίνει ανοηματικός
Και αναστάσεις δε θέλω τις μισώ
Στον αθάνατο θάνατο αφήστε με
Και να’ναι σκοτωμένα όλα
Ό,τι κινείται,μιλάει έχει χρώμα
Και ομορφιά…
Σ’έναν κήπο με ροδιές και κερασιές
Και αυτοδιαψεύσεις
Να νιώθω άγγελος των τύψεων
Να αλαφρώνω από την ομορφιά και τη δίψα μου
Σ’έναν κήπο απόρθητο
Με ξόβεργα μόνο τον πόνο
Ένας νάνος άγγελος με νυστέρι
Να εκβιάζω το λυκαυγές
Σε μια φωλιά να τυλιχτώ από κλαδιά χλωρά
Και πέτρινα γιασεμιά
Κλείνοντας έξω από το θάνατό μου
Την αιωνιότητα της μνήμης και της φθοράς
Αχ,πόσο μ’ελαφρώνει το αμετάκλητο
Τέτοιων επιλογών…
Όταν οι ακτίνες του φεγγαριού
Φτάνουν ως τις ρίζες των μαλλιών και τα κόκαλα
Και στο μεδούλι που προλαβαίνει κι ονειρεύεται
Αερόστατα σύννεφα
Και κόσμους που κρατώ στα χέρια σαν αποχωρισμούς
Πιο μαύρους από το μαύρο
Πιο λευκούς από το λευκό
Πιο αβέβαιους κι από τη μεγαλύτερη σιγουριά
Και ράμφη δίστομα ανεξέλεγκτα που όπου ραμφίζουν
Αναβλύζει χλόη ενός άκυρου παραδείσου
Ανανεώνοντας τους όρους του θανάτου μου
Κι εκβιάζοντας όλες τις αγιότητες
Με τη δικαίωση της θλίψης των φαντασμάτων
Πώς να πιστέψω κάποιον που περιγράφει
Το Σταυρό όταν δεν έχει καρφωθεί πάνω σ’αυτόν
Όταν δεν έχει ο ίδιος χαρακώσει το πρόσωπό του
Με μια καταδίκη άφυλη και ψηλαφητή…
μόνη μου
Στα αφρισμένα αστέρια να περπατώ
Να κοινωνώ δηλητήρια
Μέσα από των φθόγγων την ανεπάρκεια
Και την απαλλαγή τους από απεχθείς συναισθηματισμούς
μπορώ και μόνη μου αναχωρήσεις
Η ψυχοσωματική μεσολάβησή του
Με θολώνει και πιο πολύ με μπερδεύει
Ξέρω πώς θάβονται οι ανεπάρκειες
Σε μάτια που κοιτάζουν κόντρα τον ήλιο
Σε σώματα που καρφώνονται με ασπάλαθους
Στα ξύλινα φάσγανα σταυρών
Ξέρω πώς διυλίζεται η σφαίρα του πόνου
Μέσα από δόντια ουρανίσκο λάρυγγα
Φωνητικές χορδές
Μέχρι που φτάνει στα σπλάχνα
Οριστικά κι απειλητικά
παγιδευμένος κρότος ασήκωτος και σιωπηλός
ασυγκίνητος με προσπερνά
Δε θέλω κανέναν να με συνοδεύει
Σ’αυτή την περιπέτεια του εγκλεισμού μου
στον γκρεμό μιας μονίμως άπιαστης στιγμής…
Νυμφίους και μεσσίες τους έχω όλους σκοτώσει
Λίγο πριν τη στιγμή του έσχατου μαρτυρίου
Της αιώνιας γραφής
εκείνων που πολύ εκράτησαν και δε μιλούσαν
face a la mer-les negresses vertes
θα επιστρέφουν πάντοτε αυτοί που άδικα,σε χρόνους άλλους,λησμονήθηκαν.
από δρακόντων κοίτες,θύρες άρπαγος,από τα παρεκκλήσια των απείρων φόνων,
με χαλασμένα πρόσωπα θα επιστρέφουν ως ναυμάχοι,ελόβιοι άλλοτε,με σκοτεινή
ενδυμασία αιρετικού ή επίορκου,και στις ανήλιαγες διόδους καίγοντας,
όπως επαίτης ύπουλος πρίν των τειχών,καλύπτει επιμελώς με το μανδύα του πληγές
που άνθισαν με κάποιο θαύμα,κι όπως ο αρχαίος γεωμέτρης λάμνοντας,νεκρώνει πίσω του
τεράστιες εκτάσεις κι αναβλύζει.
Τζένη Μαστοράκη
ΓΥΝΑΙΚΑ,ΠΕΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ
Το παράπονο του Άκη Πάνου
Δανείζομαι από το αρχείο του Οδυσσέα Ιωάννου ένα αστραφτερό σκωπτικό στιχούργημα.Πριν από χρόνια,κάποιος ακροατής του "Μελωδία FM100"το έστειλε στον Οδυσσέα ανώνυμα,γράφοντάς του ότι ο Άκης Πάνου το είχε απευθύνει στον Μάνο Χατζιδάκι το 1975,όταν ο τελευταίος ήταν διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος.Εκείνη την εποχή ο Άκης Πάνου είχε στείλει επιστολή διαμαρτυρίας γιατί τα τραγούδια του δεν μεταδίδονταν από το Τρίτο Πρόγραμμα.Ο Χατζιδάκις είχε απαντήσει ότι δεν γνωρίζει ούτε αυτόν ούτε τα τραγούδια του.Χολωμένος ο Άκης Πάνου σκάρωσε έμμετρα έναν κομψό και ομοιοκατάληκτο λίβελλο,ο οποίος καταλήγει στην κοινοποίηση του "αναστήματός του":18 εκατοστά(ο ανδρισμός του...)και 1,70(το ύψος του).Δικαιούται να υποθέσει κανείς ότι ο Χατζιδάκις,άνθρωπος με αποδεδειγμένη αίσθηση του χιούμορ και ανοικτός,εκτίμησε τη στάση του λαϊκού τραγουδοποιού,εφόσον μάλιστα-πολύ αργότερα,το 1989-στων αυστηρών καλλιτεχνικών επιλογών "Σείριο" φιλοξένησε το δίσκο με τις ζωντανές εμφανίσεις του Άκη Πάνου στο "Επειγόντως".Συνεπώς,ας μη θεωρηθεί καθόλου ότι ο έμμετρος αυτός λόγος εκφράζει την πραγματική ανθρώπινη σχέση των δύο ανδρών.Μια σχέση σύντομη και περιστασιακή,αλλά βασισμένη-εν τέλει-σε μία αλληλοεκτίμηση "από μακριά".
"ομολογώ πως τάχασα και ντράπηκα λιγάκι/παίρνοντας την απάντηση του Μάνου Χατζιδάκι/εκ της οποίας φαίνεται σαφώς πως δεν υπάρχω/ή ότι ψύλλους στ'άχυρα επί ματαίω ψάχνω/δεν είναι αλήθεια και μικρό μία φυσιογνωμία/της μουσικής της διεθνούς,όπως ο κατωτέρω/να σου δηλώνει καθαρά εν πάση συντομία/"σας θεωρώ ανύπαρκτο,ποιος είστε,δεν σας ξέρω..."/βεβαίως είναι φυσικό ο Μάνος Χατζιδάκις/να αγνοεί τ'ασήμαντο καθ'όλα άτομό μου/ομοίως είναι φυσικό σαν άνθρωπος πολλάκις/να βρίζω τη μικρότητα και το φιλότιμό μου/όμως δεν απευθύνθηκα στο Μάνο Χατζιδάκι/αλλά εις την Διεύθυνσιν και επανειλημμένως/αν μ'αγνοεί ο μουσουργός πικραίνομαι λιγάκι/αλλά και ο διευθυντής,τι λέει το ανθρωπάκι?/υπάρχουνε τραγούδια γνωστά και ουκ ολίγα/που τά'γραψα όσες φορές με τσίμπησε η μύγα/τραγούδια που εμπήκανε στου καθενός το στόμα/και μόνο η Διεύθυνσις τα αγνοεί ακόμα/τα ράφια του αρχείου σας αν ψάξετε λιγάκι/θα βρείτε εκεί τα τραγούδια μου τα ταλαιπωρημένα/εκεί στα "ακατάλληλα" στο πίσω το ραφάκι/όχι εκεί,λίγο πιο κει,αυτά,τα αραχνιασμένα/αλλά μια και είμαι άγνωστος να συστηθώ μου μένει/ελπίζω εις δικαίωσιν όσο κι οι πεθαμένοι/γεννήθηκα μεγάλωσα και μένω στην Αθήνα/είμαι υιός του Στέφανου και της Ελευθερίας/τα παιδικά παιχνίδια μου μπουζουκομαντολίνα/επάγγελμά μου:μουσικός,μηδέν κατηγορίας/οι αριθμοί ταυτότητας και διαβατηρίου/μητρώου στρατολογικού και απολυτηρίου/νομίζω δεν χρειάζονται και δεν τους παραθέτω/στεφανοχάρτι τό'χασα και άντε γύρευέ το/οι οφθαλμοί μου γαλανοί και το ανάστημά μου 18 εκατοστά/ή ένα κι εβδομήντα."
του Γιώργου Ι. Αλλαμανή
γιατί το αηδόνι κελαηδάει όλη νύχτα
Μια φορά,Απρίλης ήταν,το αηδόνι κοιμήθηκε σ'έναν φράχτη.Τη νύχτα όμως,η αγράμπελη και τ'αγιόκλημα φούντωσαν,άπλωσαν τα κλωνάρια τους και το περιτύλιξαν.Το πρωί,σαν ξύπνησε το αηδόνι,είδε κι έπαθε για να ξεμπλέξει και παραλίγο να πνιγεί.Από κείνο το βράδυ ορκίστηκε να μην ξανακοιμηθεί νύχτα του Απρίλη,και για να μην το πάρει ο ύπνος κελαηδάει...
Από την παράδοση της Ηπείρου
Ζωή Βαλάση
τσάι με τον Καβάφη-Κατερίνα Καριζώνη
άντρες...
Του Έρωτα Μέγα Κακό...
Επιστρέφω σπίτι,με περιμένει έξω από την πόρτα.Καθισμένη πάνω στη βαλίτσα της και περιμένει.Τρεις μέρες πριν την αποχαιρέτησα.Σχετικά εξημμένη,έφευγε με κάποιον για τα νησιά.Της το είχα επισημάνει.Όχι δεσμεύσεις πρόωρες.Μείνε για λίγο μόνη σου.Ασφαλίσου.Και αν νιώσεις μοναξιά,τις νύχτες όποιον θέλεις.Αλλά για λίγο.Χωρίς κουβέντες.Δυο ώρες-μετά αρχίζει η λύπη.Λίγο να σου πει ο μικρός πως είναι ορφανό,τέρμα.Αυτά είναι για δεσμούς.Δεν έχει άλλες δυο ώρες το μεθεπόμενο βράδυ.Εκτός κι αν έχεις κέφια για λυπημένες,τρυφερές αγκαλιές.Νά την τώρα.Έξω από την πόρτα.Την κερνάω Σαπόρο και ασπιρίνες.Φτιάχνω κάτι να φάμε.Μίλα μου,της λέω.Τι συνέβη έξω από όσα ξέρω.Αγκαλιάζει τους ώμους της.Ποστάρει τη φωνή της.Ακόμα και μπροστά στην καλύτερή της φίλη προετοιμάζεται.Για έναν καθωσπρέπει μονόλογο.Αδιόρθωτη.Διακοπές,λέει.Έσφιξα τα δόντια.Πήγα.Δίπλα μου,σώματα ωραία,αρχαίων ηρώων.Ανώφελο.Μόνο αυτός υπήρχε.Πρωί στην παραλία.Κανένα νόημα.Μόνο αυτός.Και να τον σκέφτομαι κάθε δέκα δευτερόλεπτα...[...]Το λάγνο ψέμα του και η πιο σκληρή αλήθεια του.Το ίδιο βράδυ.Τον αγαπώ.Δωμάτιο ξενοδοχείου.Έξω μια σκέτη ζωή.Χωρίς αυτόν,κανένα νόημα.Τόχου μπόχου το λένε στα Εβραϊκά.Κόσμος χαοτικός,ασυνάρτητος.Σκότη και άβυσσος.Κοντά δυο χρόνια.Μόνο αυτός.Λεπτός,κορδόνια λυμένα.Ώμοι σκυφτοί,πού και πού το θυμόταν,έστρωνε την πλάτη του.Μπαίνει με ένα φως απίστευτης πραότητας στο σπίτι μου.Φωταγωγεί.Τον ερωτεύομαι.Τον στέφω.Τον εξοργίζω.Τον θέλω.Δεν τον θέλω.Δεν τον μπορώ.Ακραία,απόλυτη βία ο έρωτας.Πληθύνων πληθύνω τας λύπας σου.[...]
Προσπάθεια για πρόβα ζωής μακριά του.Μακριά του.Φιλότιμη προσπάθεια.Επί ματαίω προσπάθεια.Χωρίς αυτόν πρόβα βυθού,θα προσπαθήσω κι άλλο[...]
Στρίβω στη γωνία,ακούω.Το πρώτο τραγούδι της αδέξιας κασέτας που του χάρισα."Σκύβεις λύνεις τα κορδόνια μ'ανοιχτό πουκάμισο και η αύρα σου με στέλνει μέχρι τον παράδεισο...".Συνωμοσία.[...].Ακυρωμένη από ασάφεια και τον έψαχνα.Τι ήμουν γι'αυτόν.Γιατί μου άργησε τα χατίρια μου και τώρα έρχεται και μου λέει.Αφού του τα ζήτησα στην ώρα τους.Για να αποκλείσω το δρόμο.Όπως υποψιάστηκε.Και άξεστα το είπε.Δεν του τα ζήτησα?Τι δεν πήγε?Ό,τι και σε όλη την ανθρωπότητα.Οι κώδικες.Άλλους αυτός,άλλους εγώ.[...]Παντού να το πω.Φώναξέ τες όλες.Να μάθει όλος ο χορός τα λόγια.Και πως το μεγαλειωδέστερο πράγμα στον κόσμο της γυναίκας είναι να διεκδικεί και να εκτίθεται.Τα έκανα και τα δύο.Μου άργησε το χατήρι μου.Δεν θα τον ξαναδώ ποτέ.Κάποιος άλλος.Που δεν θα τον αγαπώ.Που θα μπορώ να κάτσω μαζί του δέκα χρόνια.Γιατί έτσι γίνεται όταν δεν αγαπάς.Μπορείς και μένεις.Αυτό είναι όλο.[...]Και ένα βράδυ θα κρυφτώ μόνη μου στο κρεβάτι,θα είμαι ήρεμη σαν πεθαμένη.Τότε θ'ανοίξω τα κλειστά του γράμματα.Αδύνατον ακόμα.Η παιδική του φωτογραφία στο κομοδίνο μου.Θα τη γυρίσω για λίγο ανάποδα.Να μη με δει να κλαίω.[...]
Της έφερα δεύτερη μπίρα.Της έβαψα τα νύχια των ποδιών.Ξάπλωσε στο κρεβάτι,αγκάλιασε τους ώμους της.Κι αυτό είναι το αγκάλιασμα εκείνης που δεν έχει αυτόν,δεν έχει κανέναν.
Μαλβίνα Κάραλη.
Αφιερωμένο στη φίλη μου Ελένη...-έχω κι εγώ εκπλήξεις Ελενάκι...-
δύο κείμενα για τις αντιφάσεις
Η αποθέωση των αντιφάσεων/1
Σαν τραγική λιτανεία επαναλαμβάνεται η ανόητη μνήμη.Απεναντίας,η ζωντανή μνήμη γεννιέται κάθε μέρα,επειδή αρχίζει απ'ό,τι συνέβη και ενάντια σε ό,τι συνέβη.
Aufheben ήταν το ρήμα που προτιμούσε ο Χέγκελ απ'όλα τα ρήματα της γερμανικής γλώσσας.Aufheben σημαίνει,συγχρόνως,διατηρώ και καταργώ.Έτσι αποτίει φόρο τιμής στην ανθρώπινη ιστορία,η οποία γεννιέται θνήσκοντας και δημιουργεί καταλύοντας.
Ο μικρός θάνατος
Δεν μας χαρίζει γέλιο ο έρωτας,όταν φτάνει στα βάθη του ταξιδιού του,στα ύψη της πτήσης του:στα βάθη,στα ύψη,μας αποσπά βογκητά και στεναγμούς,φωνές πόνου,ακόμη κι αν είναι πόνος χαρούμενος,και,αν το καλοσκεφτεί κανείς,δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο,γιατί η γέννηση είναι μια χαρά που πονάει.Μικρό θάνατο αποκαλούν στη Γαλλία την κορύφωση του αγκαλιάσματος,που μας ενώνει θραύοντάς μας και μας σμίγει χάνοντάς μας και μας αρχίζει τελειώνοντάς μας.Μικρό θάνατο τον αποκαλούν,μέγας όμως,παμμέγιστος πρέπει να είναι,αν μας γεννάει σκοτώνοντάς μας.
Εδουάρδο Γκαλεάνο
επενδυτής
"Πολύ ανησυχώ",είπε ο επενδυτής και κάθησε κοντά στην αναμμένη σόμπα,
"όχι μην εκραγεί,μα τουναντίον μήπως τελικά δεν εκραγεί η πυρηνική βόμβα.
Σ'αυτήν όλους μου τους φόβους και τις ελπίδες τόσα χρόνια έχω σοφά επενδύσει
θάβοντας μια και καλή τους τίμιους ανταγωνιστές μου
δίνoντας την πρέπουσα που να συμφέρει λύση.
Φορώντας τη χρόνια μισανθρωπία μου τους παρασέρνω μες στους σκοτεινούς σταύλους
έτσι που με βλέπουν φορτωμένο όνειρα στόχων κι όχι φονικούς πυραύλους.
Εξάλλου και με τ'άλλα όνειρα εξίσου ασχολούμαι ψάχνοντας πού η αλήθεια και το ψέμα
ακούγονται ευχάριστα,προσφέρονται και παφλάζοντας βάφουν την υδρόγειο με αίμα
δεν έχει καμιά πρόσθετη σημασία που σας μιλάει μια τρισχιλιόχρονη μούμια..."
Λέω να βάλω τα φτερά που άφησε ο άγγελος να πεταχτώ ως του χρόνου τα λαγούμια.
Κρέμομαι ανάποδα με τα πόδια στην οροφή σαν γριά νυχτερίδα.
Ψηλά κανένας δεν κοιτάζει ούτε το εκθαμβωτικό κορίτσι που ήταν μούμια.
Και τώρα στέκει εκεί και με δελεάζει,στήνει τα θέλγητρά της μπρος στα μάτια μου
και με δικά μου μάτια με κοιτάζει.
Υπνωτίζομαι και γέρνω να κοιμηθώ πάνω στο σομιέ της βόμβας.Έντρομη με φωνάζει...
Αιώνες μετά επισκέπτομαι τον τόπο της έκρηξης.Οι φόβοι του επενδυτή μεμιάς
κρεμάστηκαν ανάποδα σαν νυχτερίδες που τσίριζαν απαίσια στην ακτινοβολία της ερημιάς.
Νίκος Γρηγοριάδης
από το "και στρεβλές ρίμες"
ερωτόκριτος
...μια κάποια λίγη πεθυμιά εσήκωσε το νου μου
και δυο φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου:
τούτες την πεθυμιά πετού,στον ουρανό την πάσι
κι όσο σιμώνου τση φωτιά,τσι καίγει εκείνη η βράση,
και πάραυτας γκρεμνίζομαι,απείς φτερά δεν έχω,
γιατί ηφηκά τα χαμηλά και τα ψηλά ξετρέχω.
και πάλι εκείνη η πεθυμιά δε θέλει να μου λείψη,
πάραυτας κάνω άλλα φτερά,πάλι πετώ στα ύψη,
και πάλι βρίσκω τη φωτιά,πάλι ξανακεντά με
κι απ'τα ψηλά που βρίσκομαι με ξαναρίχτει χάμαι,
κι όσες φορές εις τα ψηλά σώσω,φωτιές ευρίσκω
και καίγουνται οι φτερούγες μου και πέφτω και βαρίσκω
και τούτη η πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει
και πάγει τσι φτερούγες μου εις τη φωτιά,όντε βράζη
κι ώστε οπού νά'μαι ζωντανός,παίδαν έχω μεγάλη:
μαγάρι να μ'ολόκαψε,να μ'έκαμεν αιθάλη.
απόσπασμα από τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου
στίχοι,331-346,
εκδ.Εστία
Στην Αθήνα οι Φαραώ...
το γράμμα
το τραγούδι αυτό το επέλεξα,γιατί από την πρώτη στιγμή που το άκουσα μου έκανε εντύπωση η εισαγωγή του,κατόπιν έμαθα γι'αυτό,ότι ο Σωκράτης,καθόταν κάποια νύχτα στο μπαλκόνι του,καπνίζοντας ,την ίδια ώρα,κάτω στο δρόμο πέρναγε ένα ασθενοφόρο,
ακούγοντας τον ήχο της "σειρήνας" του, εμπνεύστηκε τη μουσική του τραγουδιού...
(Σωκράτη, αν σφάλλω ή αποτελεί ανακρίβεια αυτό που γράφω,διόρθωσέ με,
ευχαριστώ)