η νύχτα


δεν καταφέρνω να κοιμηθώ.έχω μια γυναίκα σφηνωμένη στα βλέφαρα.αν μπορούσα,θα της έλεγα να φύγει.μα έχω μια γυναίκα σφηνωμένη στο λαιμό.

απάλλαξέ με δέσποινα από τα ρούχα και τις αμφιβολίες.
γύμνωσέ με γλίτωσέ με

αποκοιμιέμαι στην όχθη μιας γυναίκας:αποκοιμιέμαι στο χείλος μιας αβύσσου

αποσπώμαι από τ'αγκάλιασμα,βγαίνω στο δρόμο.στον ουρανό,που ήδη αχνοφέγγει,διαγράφεται λεπτούτσικο το φεγγάρι.
το φεγγάρι είναι ηλικίας δύο νυχτών.
εγώ,μιας.

Ο Καταβροχθισμένος Καταβροχθιστής

Το χταπόδι έχει τα μάτια του ψαρά που το καμακώνει.Χωμάτινος είναι ο άνθρωπος που θα τον φάει το χώμα που του δίνει να φάει.Το παιδί τρώει τη μάνα κι η γη τον ουρανό,κάθε φορά που δέχονται τη βροχή από τα στήθη τους.Το άνθος,το λαίμαργο,κλείνει γύρω από το ράμφος του πεινασμένου για τους γλυκούς χυμούς του πουλιού.Δεν υπάρχει αναμένων που να μην είναι αναμενόμενος,μήτε εραστής που να μην είναι στόμα και μπουκιά,καταβροχθισμένος καταβροχθιστής:οι εραστές αλληλοφαγώνονται από την κορυφή ως τα νύχια,παντελώς,πανίσχυροι,παμφάγοι,δίχως να περισσέψει ούτε η άκρια ενός αυτιού ή το δάχτυλο ενός ποδιού.


Εδουάρδο Γκαλεάνο

γιατί να μην είμαι εσύ?

Αυτή τη στιγμή που σου γράφω είναι νύχτα και καλοκαίρι,και στο πικάπ παίζει το Never enough των Cure-σε παρακαλώ,ψάξε να το βρεις και άκουσέ το.Δηλαδή "ποτέ δεν είναι αρκετά",και συγνώμη για τη μετάφραση.Αλήθεια,όμως ποτέ,ποτέ δεν είναι αρκετά-και μόνο εσύ μπορείς να με καταλάβεις.Μόνο ΕΣΥ.Όμως εσύ δεν είσαι πιά κοντά μου,είσαι μακριά.Δε μας χωρίζουν μόνο τα χιλιόμετρα πια.Αυτά εμείς τα καταπίναμε-θυμάσαι?Όχι μη θυμάσαι,δε θέλω να θυμάσαι.
"Why can't i be you?"
Μοιάζω με τον Ψαλιδοχέρη ή τον τραγουδιστή των Cure.Έχω,όπως αυτός,βαμμένα μάτια με μαύρο μολύβι,βαθύ μαύρο,για να κρύβεται το πένθος.Έχω βάψει κόκκινο το στόμα μου.Για να μη φαίνεται το αίμα που ήπια.Για να μη φαίνεται το αίμα μου που ήπιες.Το σημάδι απ'το κόκκινο φιλί.
Μας χωρίζει αυτή η γνώση.Γνωρίζουμε σε τι κούπα-χρυσή κούπα-κολυμπήσαμε.Χρυσή,καυτή,όπως ο ήλιος του Ιουλίου που τρυπάει τη σάρκα.
Νόμιζες πως θα με φας,και σ'άφησα να το πιστέψεις.Αφού κι εγώ ο ίδιος κάποια στιγμή το πίστεψα.Λέω,πάει,αυτή τη θέλω τόσο,που με κατασπάραξε.Με τρώει ολόκληρο.Τι λίγωμα είναι αυτό,δε φοβάμαι τώρα να πεθάνω,είναι μαύρο κόκκινο και χτυπάει δυνατά και μπάσα.
Με σκότωσες και ξύπνησα πιο ζωντανός.
-Τι τρέχει?ρώτησα.Σε ποιο νησί βρίσκομαι τώρα?
Και βλέπω ξαφνικά εκείνον το στενό επαρχιακό δρόμο που ανεβήκαμε πέρσι το καλοκαίρι στα Άπτερα,πάνω απ'τη Σούδα,λίγο έξω απ'τα Χανιά.Κόκα κόλα με λεμόνι ήπιαμε μετά κάτω στο χωριό.Σε λίγο θα φεύγαμε από την Κρήτη με το πλοίο "Άπτερα",και από περιέργεια πήγαμε να δούμε και το χωριό Άπτερα.Αύγουστος και ταυτοπροσωπία.
Στην Κρήτη,όπου βρεθώ κι όπου σταθώ,πάντα βλέπω απέναντί μου κάτι που με αφορά προσωπικά.Είδα το πρόσωπό σου εκεί ψηλά,πάνω στο εγκαταλειμμένο κάστρο, με θέα όλη τη θάλασσα του κόλπου της Σούδας.
Στεκόμουν όρθιος,κι εσύ καθιστή ανάμεσα στα πόδια μου,και μου έγραφες μια τουριστική κάρτα.Δε θα μου την έστελνες ταχυδρομικώς.Θα μου την έδινες επιτόπου.Είδα το προφίλ σου από ψηλά και από πίσω.Το θυμάμαι ολοκάθαρα,σαν καλοτραβηγμένη φωτογραφία.Μια πανέμορφη κούκλα γιαπωνέζικη-με ευαίσθητες μικρές παλάμες και πατούσες-,που ζητάει να με κατασπαράξει.Να βάψει τα ρυζάκια δόντια της στο αίμα μου.
Έσκυψα πάνω σου και σε δάγκωσα στο στήθος.Το φίδι και το γάλα.Όλα πάντως με το γυναικείο στήθος έχουν να κάνουν.
Μη με πιστεύεις που λέω ότι πήγες να με φας.Είμαι ψεύτης.Πάντα ήμουν.Με πιάνει μια τρομερή μανία μερικές φορές και μεγεθύνω τα πράγματα.Το 2001 θα είμαι δύο χιλιάδων τετρακοσίων ενός χρονών.Το 2007 θα είμαι λαμπάδα,κι όμως ακόμα λέω ψέματα.Μια μύγα στο ταβάνι δεν λέει ψέματα-εγώ γιατί λέω?
Η αλήθεια είναι πως κόπηκα στα δύο.Ήσουν τόσο κόκκινη που σ'ερωτεύτηκα παράφορα και τρόμαξα.Όμως,παρ'όλες τις προβλέψεις σου,δεν έπεσαν τα μαλλιά μου,ούτε ξύρισα τα γένια του μυαλού μου.Δεν έπαψα να πιστεύω.Δεν έσπασα.
Πιστεύω σ'εσένα ακόμη-αυτό είναι το πιο σημαντικό και θέλω να το ξέρεις.Το ξέρεις.Μην κλαις.Κι εγώ,πίσω απ'τα βαμμένα με μαύρη γραμμή μάτια μου,δεν κλαίω σ'αγαπάω κλαίω έκλαψα.
Θα μας σώσουν και πάλι οι κόκκινοι.
Kωστής Γκιμοσούλης

PTH,ευχαριστώ που μου το θύμισες.


λούζεται η αγάπη μου



Λούζεται η αγάπη μου
στο Γουαδαλκιβίρ,
και τ' άνθη παίρνουν ευωδιά
απ'το γλυκό κορμί της

Τρέξε πέτα χελιδόνι
φέρ' της Βενετιάς βελόνι
να κεντήσει στο μαντίλι
τη χαρά της να μου στείλει

Μεταξωτά η αγάπη μου
μαντίλια μου κεντά
κι όλο φιλάει την κλωστή
και βυσσινιά τη βάφει

ποίηση:Federico Garcia Lorca και Λευτέρης Παπαδόπουλος
μουσική:Χρήστος Λεοντής

αξίωμα


Αχ,
Πώς πας μπροστά με το λοφίο
Αξιωματικέ της αλήθειας
Μυτούλα,πνοή
Στήθη στητά
Τα βέλη ένα παιχνίδι για τα δάχτυλα

Ξέφυγες
Και βλέπω από μακριά
Τη σκόνη και το πλήθος
Με μαγικό αυλό
Και υποστήριξη της συντεχνίας
Το σχέδιο προωθείς
Μα έχεις τις τσέπες
Γεμάτες μπαρούτι
Κι ανατινάζεις

Αχ,
Γιατί να μην μπορείς στιγμή
Να σταματάς
Δεν μπορούν οι άνθρωποι
Αχ,
Δεν μπορούν ν'ακολουθήσουν
Τόση ορμή
Χωρίς να ξέρει πού τους πάει
Δεν το κατάλαβες ακόμα
Αχ,μικρέ με το λοφίο
Και πας ολόισια

Αυτό που ανατινάζεις είσαι εσύ
Μπουμ η μια πληγή
Μπουμ το χέρι
Μ'αυτά κρατάνε
Και κομμένα τον αυλό
Που κανέναν δε μαγεύει
Αχ,
Να μην μπορείς να δεχτείς
Πόσο αρτιμελείς θέλουμε να'μαστε
Και πόσο μας τρομάζεις
Με τα χάσματα και τους γκρεμούς σου

Μπαίνεις στ'αεροπλάνα
Στα τρένα
Από βαγόνι σε βαγόνι
Στα πλοία που βυθίζονται
Με το'να χέρι κολυμπάς
Μπροστά
Και τα αναγγέλλεις

Αχ,
Αξιωματικέ με το λοφίο
Αγαπάς.
Κι αγαπάς την αλήθεια.
Μα η αλήθεια δε φτιάχνει αγάπη
Φτιάχνει πόνο
Και πληγωμένα μέλη

Αχ,
Αξιωματικέ με το λοφίο
Οι τόποι της ευτυχίας
Δε φέρνουν ευτυχία
Πώς το ξέρεις
Και διαφεύγεις των φωτογραφιών?
Παρότι παρελαύνεις
Μ'όλο το στράτευμα των αναζητητών
Φροντίζοντας τους πληγωμένους απ'την αλήθεια

Με πολύ λιγότερα μπορούμε
Δίχως τίποτα όμως,όχι.

Η Στρατιά

Οι άντρες νιώθουν στεγνοί
γιατί εκείνη θέλει να δει μόνο τη θάλασσα
που βρίσκεται ακριβώς πίσω τους
απλωμένη σα δίχτυ
ακριβώς σαν αυτούς
κι ακούει το αλάτι μέσα από τα στεγνά αυτιά τους
και τα μαλλιά τους εμποδίζουν τα χέρια της
και δεν περνάει τίποτα σαν αγέρας
μια όμορφη φυλακή βιβλίου
με πουλιά και κλαδιά και κελαηδίσματα
στην οθόνη ακριβώς πίσω τους
εκείνη που βλέπει,ξέρει
τι προσπαθούν να κρύψουν
τι προσπαθούν να μην αντικρίσουν ποτέ
εκείνοι,οι μηροί
οι κούροι
οι άκαμπτοι μύες
οι μύτες,οι κόμες
το λείο μα σκληρό δέρμα
άκοπο αλάτι
το τόσο εμφανές που τέλος κρύβει
σαν σκάφανδρο
σαν πουκάμισο
καρδιές και όργανα
κόκκινα μαλακά δυνατά
που πάλλονται σαν μηχανές,σαν ζεμένα ζώα
πώς να περάσω ένα τέτοιο δάσος
με πουλιά και κλαδιά και κελαηδίσματα?
θα περιμένω η θάλασσα
να διαλύσει τούτους τους βράχους
να τρυγήσει αργά τα κορμιά του πολέμου
αιώνες κι αιώνες
και να φανεί
μέσα από μια κόγχη του ματιού τους λευκή
μέσα από μια ραγισματιά στο γύρισμα του βοστρύχου
πίσω από ένα λυγισμένο γόνατο
στην τρύπα της γροθιάς τους
μικρή αλμυρή σταγόνα
αιώνες κι αιώνες
θα κελαηδώ γονατιστή
μπροστά στην αγκαλιά τους
το κύμα που έρχεται και μας σκορπίζει
να μας ενώσει

Πέννυ Μηλιά



Γιώργης Παυλόπουλος-Τι είναι η ποίηση


Κείμενο που διαβάστηκε από τον ίδιο τον ποιητή στην εκδήλωση του περιοδικού "Γράμματα και τέχνες" που έγινε προς τιμήν του στο "Σπίτι της Κύπρου" στις 8/12/1997.


"Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει,και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε".


Κυρίες και Κύριοι

Φίλες και Φίλοι


Παραλλάζοντας αυτή τη σημείωση του Πωλ Βαλερύ, η οποία παραπέμπει αμέσως στον Ποιητή και στην Ποίηση, θα λέγαμε: "Αν ένας ποιητής μπορούσε να πει με ακρίβεια τι γράφει, γιατί γράφει και τι είναι αυτό που τον κάνει να γράφει, δεν θα έγραφε".

Κι εγώ τώρα δεν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίηση και γιατί γράφω ποιήματα. Πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει η Ποίηση και ποιος είναι ο σκοπός της.

Το μόνο που ξέρω είναι πως ο Ποιητής ήταν πάντα ένας αφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της.Τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή δεν έχει άλλο τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει κυρίως αυτό που κρύβει η ζωή. 'Οπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους.Η Ποίηση λοιπόν είναι πράξη ερωτική; 'Η μήπως πράξη απόγνωσης; 'Η μήπως και τα δύο; Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης.Για την ποιητική πράξη έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα. Και από τους ιδιους τους τεχνίτες και από τους θεωρητικούς. Πολλές φορές οι Ποιητές προσπάθησαν να διατυπώσουν τον ανύπαρκτο ορισμό της Ποίησης, σα να κοίταζαν σ' έναν καθρέφτη όπου δεν έβλεπαν το πρόσωπό τους, αλλά το απόλυτο κενό.Σταχυολογώ πρόχειρα:

Η ποίηση είναι η αναζήτηση του ανεξήγητου
Στήβενς

Η ποίηση αρχίζει πάντα, όταν κάποιος που πρόκειται να γίνει ποιητής, διαβάζει ένα ποίημα.
Μίλτον
Η ποίηση μας δημιουργεί την εντύπωση, όχι πως ανακαλύψαμε κάτι καινούργιο, αλλά πως θυμηθήκαμε κάτι που είχαμε ξεχάσει.
Μπράντλεϋ
Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Καρυωτάκης
Η ποίηση είναι ένας φασιανός που χάνεται στους θάμνους
Στήβενς
Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.
Σεφέρης
Η ποίηση υπαγορεύεται από ένα δαιμόνιο, αν και θα ήταν υπερβολή να το χαρακτηρίσει κανείς αγγελικό.
Ζεζλάβ Μίλοζ

Η ποίηση είναι έκφραση, αν ένας στίχος είναι έκφραση, αν καθένα από τα μέρη που απαρτίζουν ένα στίχο, κάθε μία λέξη, είναι εκφραστικά μόνα τους.
Κρότσε
Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.
Αναγνωστάκης

Η ομορφιά καραδοκεί. Αν είμαστε ευαίσθητοι, θα την αισθανθούμε μέσα στην ποίηση όλων των γλωσσών.
Μπόρχες
Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου.
Εμπειρίκος
Η ποίηση αρχίζει με την επίγνωση εκ μέρους μας όχι της Πτώσης, αλλά του ότι πέφτουμε.
Μπλουμ
'Οταν διαβάζουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως κι εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας.
Μπόρχες

Η ποίηση ένα πράγμα ανάλαφρο, ιερό και φτερωτό.
Πλάτων

Η ποίηση δεν είναι ένα ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά απόδραση από τη συγκίνηση. Δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα.
Έλιοτ
Η ποίηση είναι η πιο πυκνή μορφή προφορικής έκφρασης.
Πάουντ

Η ποιότητα ενός μεγάλου ποιητή είναι πανταχού παρούσα και πουθενά ορατή σαν μία ξεχωριστή συγκίνηση.
Κόλεριτζ ή Ντε Κουίνσυ

Αν κάποιος μάθει καλά ελληνικά, μπορεί να βρει σχεδόν "ολόκληρη την ποίηση" στον Όμηρο.
Πάουντ
Είναι παράξενο πως γράφει κανείς ποιήματα.
Σεφέρης
Οι ποιητές όλων των εποχών έλαβαν μέρος στη συγγραφή ενός Μεγάλου Ποιήματος αενάως εν εξελίξει.
Σέλλεϋ

Στην ίδια την ουσία της ποίησης υπάρχει κάτι το απρεπές: Φανερώνονται πράγματα που δεν ξέραμε πως τα κρύβαμε μέσα μας και τρομάζουμε σα να είχε ξεπηδήσει μια τίγρης και στεκόταν μπροστά μας στο φως τινάζοντας την ουρά της.
Σέσλαβ Μίλοζ

Όλη η ποίηση είναι ποίηση πειραματική.
Στήβενς
Η ποίηση είναι η αιτία που φθείρει το κάθε τι από το μη είναι στο είναι.
Πλάτωνας
"Διο ευφυούς η ποιητική εστιν ή μανικού. Τούτων γαρ οι μεν εύπλαστοι οι δε εκστατικοί εισίν".
Αριστοτέλης


Ο κατάλογος είναι ανεξάντλητος όπως ανεξάντλητες είναι οι άπειρες αισθήσεις που μας υποβάλλει η Ποίηση. Θα σταματήσω εδώ. Και θα τον κλείσω με μια φράση του Πεσόα: Ο άνεμος φυσάει έτσι όπως τον άκουσε ο Όμηρος ακόμα κι αν δεν υπήρξε ποτέ .Ανέφερα τον Πεσόα, αλλά δεν σας αποκάλυψα τα ονόματα εκείνων που έγραψαν αυτούς τους στοχασμούς για την Ποίηση. Καλύτερα έτσι.'Ισως αυτός ο τρόπος μας φέρνει πιο κοντά σε Κείνον που αποσβύνοντας ολοένα το πρόσωπό του μέσα στο έργο του, γίνεται ο άλλος, γίνεται οι άλλοι, γίνεται ο Κανένας. Θέλω να πω μας φέρνει πιο κοντά στον Ποιητή και στο Ποίημα.Και τι είναι τελικά το Ποίημα; 'Ισως είναι το νόμισμα που σφίγγει στα δόντια του ο Ποιητής για να μπει στη βάρκα του Θανάτου. Με αυτό θα πληρώσει για το μέγα θαύμα που αξιώθηκε και που δεν είναι άλλο από την ίδια τη ζωή.Έχω γράψει τούτο το χάι-κου: 'Ολοι χωράμε οι ζωντανοί κι οι νεκροί σ' ένα ποίημα.Αλλά και όλη η μνήμη του κόσμου χωράει μέσα στην Ποίηση. 'Η τουλάχιστον αυτή τη μαγική εντύπωση μας δίνει η τέχνης της Ποίησης. Πως όσα έχουν χαθεί και κείνα που θα έρθουν και θα περάσουν και θα χαθούν θα μείνουν για πάντα μέσα στην Ποίηση.Θα μείνουν για πάντα μέσα στην Ποίηση "όσα κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται" όπως θα έλεγε ο Αλεξανδρινός.Θέλω τώρα να ευχαριστήσω το περιοδικό "Γράμματα και Τέχνες", τον εκδοτικό οίκο Σοκόλη και το πολύ αγαπητό μας φιλόξενο σπίτι της Κύπρου για τη διοργάνωση αυτής της βραδιάς. Να ευχαριστήσω όσους μου έκαναν την τιμή ν' ασχοληθούν με τα ποιήματά μου, τη φίλη μου Ελένη Κεχαγιόγλου που θα διαβάσει, όπως εκείνη ξέρει να διαβάζει, κάποια απ' αυτά.Να ευχαριστήσω επίσης εσάς που μας τιμήσατε απόψε με την παρουσία σας. Βεβαίως θα σας διαβάσω κι εγώ μερικά από τα δικά μου και θ' αρχίσω με εκείνα που, θα μου επιτρέψετε να το πω, προσπαθούν να εκφράσουν κάτι από την παραξενιά, την αγωνία και την ανάγκη του να γράφεις ποίηματα.


Η κόρη της Αβύσσου

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμοστα βάθη της λογοτεχνίας
χάνεταιχωρίς επιστροφή,
χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»τα παίζει όλα,
η θεατρίνα,με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύωτην άπιαστη ομορφιά της
με θλίψη καρχαρίασε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου
σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.
Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.

Γιώργης Παυλόπουλος

Ρίγος-Fabio Pusterla


Σ'αυτή την απέραντη θλίψη των χειμώνων,
ενώ η ζαρωμένη γη συστρέφεται
και κάτι τελειώνει,που κάποιοι το ονομάζουν αιώνα
ή με αδικαιολόγητο καμάρι χιλιετία,
και ο κύριος Swatch προτείνει έναν καινούριο χρόνο
παγκόσμιο,επαναστατικό,που να χωρίζει
τη μέρα σε χίλιες μονάδες ίδιες για όλους
και όλοι τελικά θα είναι στην ώρα τους
στο δίκτυο,στην ερημιά,στην κατευθυνόμενη
καταστροφή,ευτυχώς άδειοι από χρόνο ή παρελθόν,

ανώφελα προσανατολισμένοι σε ένα μέλλον εικονικό
παγκόσμιο και ανύπαρκτο,χάρη στο οποίο
η γη του παρόντος θα είναι ελαφριά,


σ'αυτή την απέραντη θλίψη των χειμώνων,


η νονά μου Ιντέλμα Φορμέντι Μπουσσολίνι
ενενήντα εννέα χρόνων,σχεδόν τελείως κουφή,
ξέφυγε από την επιτήρηση,βγήκε στο μπαλκόνι
και τους κοιτά και ρητορεύει.

Μπροστά
βρίσκει γειτονιές πάνω σ'ένα φόντο από σύννεφα,
παράθυρα με γυναίκες,των οποίων αγνοούσε
το όνομα,τις αγωνίες,τις χαρές.Κινήσεις
ακατανόητες γρήγορων τραίνων,
κάρτες μαγνητικές πάχους μιας όστιας,
κεραίες παραβολικές και συμπλέγματα καλωδίων.

Και κει ψηλά,πάνω στην οθόνη των νεφών
ανάμεσα σε ίχνη από τζάμπο και δορυφόρους,
ένας αιώνας της τρέχει
σε ασπρόμαυρη εικόνα:κάρα
με πεθαμένους που περνούν στους δρόμους του Λουγκάνο,
ο πατέρας που αγάπαγε το τυρί και το καλό κρασί,
η τσιγγουνιά των πλουσίων,ρολόγια
με ελατήριο κουρδισμένα και ξεκούρδιστα,μια μυρωδιά χώματος

και κότες.Ρανταμές,Ριγολέττο,της διφθερίτιδας
ο πυρετός,ο τύφος,δύο πόλεμοι,ο θείος Λάμπο,
το Μπέργκαμο και τα υπερατλαντικά,μια κήλη,
το καφέ της σελήνης,σύνορα,πρόσφυγες
και μια ακολουθία προσώπων
ξεχασμένων τώρα πια και χωρίς όνομα.
Θεωρεί τον εαυτό της ξεχασμένο στο μπαλκόνι.Εάν είχε διαβάσει
Ezra Pound θα νόμιζε ότι είναι ο Ezra Pound,
γερμένος στην Πίζα,
όμως είναι μονάχα αυτή,το μικρό
θραύσμα,μια σαύρα
πολύ γριά για να περπατάει πάνω στον τοίχο.

Και λέει πράγματα παράλογα.
Ξεσηκώνει τους γείτονες.
Φωνάζει τον αέρα.
Το παραλήρημά της χάνεται το βράδυ.
Τα λόγια της θα τα διηγείται για πολύ καιρό
γελώντας.Μονάχα άνεμος
κίνηση του ανέμου.Κενός.Όμως εάν ένας αργοπορημένος
τρελός ή η πρώτη νυχτερίδα του λυκόφωτος
συγκέντρωνε αυτές τις δονήσεις
μεταδίδοντάς τες αλλού,σαν ένα άμορφο
βόμβο.Εάν αυτός ο βόμβος,ο αδύνατος
παλμός του καιρού της προκαλούσε

με ύποπτες μεθόδους ελαφρές παραμορφώσεις
ηλεκτρομαγνητικές,ίσως ακόμη και
μια πολύ σύντομη δόνηση τάσης,


εάν αυτό,που δεν μπορεί ν'αποκλειστεί,συνέβαινε,
μπορούμε να ελπίζουμε ότι σε ένα πολύ ακαθόριστο σημείο
του διαστήματος,του καινούριου χωροχρόνου,ένας τερματικός
σταθμός
ανώνυμος,στο βάθος ενός δωματίου
ή ενός γραφείου,που φαίνεται ή όχι,βουητά
σε μια λάμψη αλαφρογάλαζη,
θα έλαμπε για μια στιγμή ο παράξενος
ειρωνικός χαιρετισμός της:"και τώρα,αγαπητοί,
σας αφήνω την καληνύχτα μου".


Από τη συλλογή Pietra sangue(Πέτρα αίμα)
Μετάφραση:Γιάννης Παππάς.

μένω εκτός


Αυτή τη στιγμή πονάω αφόρητα.Ίσως θα πρέπει να γίνω κυνικός για να αποφύγω τέτοιου είδους δοκιμασίες,το έχω ξανακάνει,το σκέφτομαι,το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτό που γυρεύω τώρα βρίσκεται λίγο πέρα από τον κυνισμό.Ο κυνισμός προστατεύει,ενδεχομένως,αλλά δεν σε πλουτίζει.Γιατί σου γράφω και γιατί σ'τα γράφω όλα αυτά?Γιατί πρέπει να είμαι σαφής,όχι μόνο προς εσένα,και θέλω να το ξέρεις.Γιατί είσαι η άλλη άκρη αυτού του μπλεγμένου κουβαριού και θέλω επίσης να ξέρεις τι σκέφτομαι και τι αισθάνομαι.Οι σκέψεις και τα αισθήματά μας προσδιορίζουν τις αντιδράσεις μας.Γιατί πρέπει να υπάρξει μια λύση.Γιατί δεν σκοπεύω να τρελαθώ.Γιατί τα πράγματα έχουν πάντα και μια άλλη διάσταση,μη προσδιορίσιμη,που συχνά όμως είναι και η πλέον ενδιαφέρουσα.

Θανάσης Βαλτινός


Αργά το Σάββατο παρατηρώ το θάνατο
όπως αποτυπώνεται στα παλιά πράγματα,στα ξύλινα
ταβάνια,στα πρόστυχα κρεβάτια,στα βαμμένα με κίτρινη ώχρα ξύλινα πατώματα.
Η σκιά του πόλεις στο Μεξικό,στη Χαιρώνεια,στο Μπάγκλα Ντες.Στα σοκάκια τους πουλάνε
ζεστή λάσπη και φωτογραφίες από τη στέψη του αυτοκράτορα.

Γιώργος Χρονάς



τρίτο στεφάνι-post love



είναι η αγάπη χίμαιρα-αν βγουν αλήθεια



αν μ'αγαπάς θα σ'αγαπώ

Γκαίτε


υπάρχουν άνθρωποι που μπορείς να ζεις μέσα τους χωρίς να ζεις μαζί τους
όπως και άνθρωποι που ενώ ζεις μαζί τους είναι αδύνατο να ζεις μέσα τους


η πράξη

Η ανασκαφή είναι,χωρίς αμφιβολία,η κορυφαία στιγμή του ερευνητή στη σχέση του με το αντικείμενό του,και ίσως το σημαντικότερο και στη σχέση του με το χρόνο.Δεν κατάλαβα ποτέ μου τους αρχαιολόγους που δεν έκαναν ή δεν πήραν ακόμα μέρος σε μια ανασκαφή,που μου φαίνονται λειψοί,σαν κάποιους γιατρούς που δεν έπιασαν ποτέ τον σφυγμό ενός ανθρώπου.Δικαιολογώ βέβαια αυτούς που φοβούνται τις κακουχίες και προτιμούν την ήσυχη γωνιά μιας βιβλιοθήκης,αλλά και τους άλλους,κάποιους ξένους,που δεν είναι εύκολο από την άκρη του νέου κόσμου να βρίσκονται συχνότερα στον παλιό.Εύλογα όμως ο κοινός άνθρωπος,όταν ακούει για αρχαιολογία,σκέπτεται την ανασκαφή και όχι τη μελέτη.Είναι αυτή η πράξη,όπως θα δούμε,που δεν περιορίζει την αρχαιολογία με τη θεωρητική μελέτη στην υπηρεσία της Ιστορίας και μόνο,όπως συχνά νομίζεται.Η ανασκαφή,αντίθετα,εξυψώνει τον ερευνητή,αφού τον υποχρεώνει να γίνει ιστορικότερος του ιστορικού,ως εμπειρότερος.
Η ανασκαφή είναι μια αναντικατάστατη εμπειρία.[...]Η ίδια η ανασκαφή,ως πράξη.Πράξη με την αρχαία έννοια της λέξης,όπως το εννοούν πάλι κάποιοι γιατροί σε άλλες χώρες,που έχουν στην πόρτα τους την αλλόγλωσση γι'αυτούς πινακίδα "Praxis".Όχι για τη σχέση του όποιου ερευνητή με το αντικείμενό του,που είναι τελικά άψυχο.Αλλά γι'αυτή τη μοναδική σχέση του μ'έναν άνθρωπο.Αυτήν τη μυρωδιά του φρεσκοσκαμμένου χώματος,μέχρι να ξεπροβάλει δειλά κάτι,κάτι που ξαναβλέπει το φως,μια θαμμένη,χαμένη για λίγο,ανθρώπινη μνήμη.
Δεν γίνονται τυχαία τόσοι συσχετισμοί με την ιατρική.Κάθε ανασκαφή μου θυμίζει και μια εγχείρηση.Όχι τόσο για τις εξωτερικές συνθήκες,για την πιο μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια του καθαρισμού ενός αντικειμένου ή ενός οργάνου από κάποιο ρύπο,ένα τελετουργικό που μπορεί να είναι τελικά κοινό για οποιαδήποτε έρευνα.Ούτε για τη γενική καθαριότητα του χώρου και των εργαλείων,που ίσως θα έπρεπε,και στην περίπτωση της ανασκαφής,να είναι αποστειρωμένα.Ούτε και για την τόλμη που απαιτούν αυτά τα εγχειρήματα.Αλλά ακριβώς γι'αυτή την έμψυχη σχέση του ερευνητή με το αντικείμενό του,που δεν είναι βέβαια μόνο κάποιο ανθρώπινο έργο αλλά και ό,τι κρύβεται από την ψυχή αυτού που το δημιούργησε,κι ακόμη του άλλου,που το χρησιμοποίησε.Γιατί τι σημαίνει ως εύρημα σε έναν τάφο ένα παιδικό παιχνίδι ή και ένα ζάρι μέσα σ'ένα κατεστραμμένο σπίτι?Κι έχει ακόμα κάτι συγκλονιστικό αυτή η σχέση του ανασκαφέα με τη γη,που δεν υπάρχει,νομίζω,σε καμία άλλη έρευνα.Οι μύθοι όλου του κόσμου,που τους ξεχάσαμε,δίδασκαν άλλοτε πως η γη περιέχει τα πάντα στους κόλπους της,γι'αυτό άλλωστε και τα γέννησε.Και ο χειρουργός-ανασκαφέας δεν ψαύει ένα και μόνο ανθρώπινο σώμα,τόσο πολύτιμο για την ανεπανάληπτη,ατομική όμως ζωή του,αλλά,στην ανασκαφή,ένα άλλο,μεγαλύτερο,ζωντανό κι αυτό,κομμάτι του όλου.Μήπως και μια νεκροτομή είναι λιγότερο σοβαρή υπόθεση για τους συγγενείς από οποιαδήποτε τρέχουσα χειρουργική επέμβαση μόνο και μόνο επειδή ένα σώμα έπαψε ν'αναπνέει?Γι'αυτό και η ανασκαφή γίνεται για τους μεγάλους αρχαιολόγους "εξόχως επικίνδυνον έργον"και γι'αυτό ο ανασκαφέας οφείλει να αναστείλει κάθε " άσκοπον περιέργειαν" και "κενόδοξον σπουδήν".
Τα λόγια αυτά του Μανόλη Ανδρόνικου υποδηλώνουν όχι μόνο τη στάση του ερευνητή αλλά και κάποιες άθλιες προοπτικές της έρευνας,που θα πρέπει βέβαια ν'αποκλεισθούν.Γιατί πρέπει να γίνει αμέσως αντιληπτό ότι ταυτόχρονα μια ανασκαφή ισοδυναμεί με μια καταστροφή,για ό,τι πάλι αυτή η γη φύλαξε για χρόνια στοργικά.Δεν καταστρέφει πάντα ο χρόνος,όπως νομίζουμε,αλλά οι όποιες αλλαγές από το ζεστό στο κρύο και από το υγρό στο στερεό.Τα μαλλιά των νεκρών και τα ξύλινα σκεύη τους διατηρούνται το ίδιο καλά στους πάγους της Σιβηρίας ή στην ξερή άμμο της Αιγύπτου.Και μόνο λοιπόν,η απότομη επαφή,από το εσωτερικό περιβάλλον της μήτρας γης στον αέρα της ανασκαφής,ενοχλεί το καθετί,όπως το νεογέννητο βρέφος που κλαίει επειδή οι πνεύμονές του δεν γνωρίζουν τον αέρα.Και όλα στην ανασκαφή αποβλέπουν σ'αυτό το μοναδικό στόχο:τη λιγότερο δυνατή καταστροφή των πραγμάτων,την καλύτερη δυνατή καταγραφή των συνθηκών στις οποίες βρέθηκαν.

Γιάννης Σακελλαράκης-Ανασκάπτοντας το παρελθόν.

υποκατάστατο


Σκορπίζουν
των δακρύων οι μεγάλες συγκεντρώσεις.
Μνήμη και παρόν ψάχνουν να κρυφτούν
από τη διαύγειά τους.
Αραιά και πού καμιά τουφεκιά
πότε από κείνο το ευκρινές
χαράκωμα η λύπη πότε από αμυδρότερο.
Στρατηγική να δείξει τάχα
ότι έρχονται ενισχύσεις.
Ας παραδοθεί.


Έχει σχεδόν επικρατήσει η φωτογραφία σου.
Εξαπλώθηκε όπου βρήκε άμαχη επιφάνεια
αποδεκατισμένη αίσθηση πρόθυμη για γαλήνη.
Ανεμίζει στων βλεμμάτων τα υψώματα
όχι σαν έθιμο αδρανές μελαγχολικό
μα ως γενναίος συκοφάντης της απώλειάς σου.
Μέρα τη μέρα πείθει πως τίποτα δεν άλλαξε
ότι ήσουν πάντα έτσι,από χαρτί
εκ γενετής φωτογραφία σε συνάντησα
ανέκαθεν πως έτσι σ'αγαπούσα γυρολόγα
από εικόνα σε απεικόνιση
κι από απεικόνιση σε εικόνα σου αρκέστηκα.
Μνήμη και παρόν πρέπει να κρυφτούν
από τη διαύγειά τους.
Αραιά και πού καμιά τουφεκιά αμυδρή
μαρτυρία υπέρ σου η λύπη
ας παραδοθεί.


Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε
είναι η απουσία μας.


Κική Δημουλά-Χαίρε Ποτέ.

νυχτολογία

Τελειωμένες μέρες.
Μέρες που δεν ξημέρωσαν ποτέ.
Σακάτηδες ονειροπόλοι ακροβατούν σε κοφτερές λεπίδες
μου δείχνουν το δρόμο με τα γερασμένα χέρια τους.
Μέσα στις φλέβες τους ταξιδεύουν οι φιγούρες που με γέννησαν.
Τις δύσκολες νύχτες μου κρατούν συντροφιά
για να μη φύγω.
Στέκονται σιωπηλοί στο περβάζι του παραθύρου μου,
δίχως να φοβούνται το κενό.
Φυλάνε το σύνορο του μέσα με τον έξω κόσμο.
Όταν χαράξει φεύγουν
κι αυτό είναι το αιώνιο λάθος τους.
Νομίζουν πως μετρώ τις μέρες με το φως.
Τις νύχτες με ξυπνούν οι ψίθυροί τους.
Δίπλα μου στέκονται λυπημένες οι μέρες μου,
ρίχνοντας με το θρήνο τους τ'αστέρια.
Γι'αυτό και ο ουρανός με μίσησε.
Λένε πως όσοι λησμονήθηκαν από αγαπημένα πρόσωπα ξεχωρίζουν εύκολα
η σκιά τους είναι πιο μαύρη απ'το σκοτάδι.
Ίσως γιατί κατάπιαν μέσα τους,τα βράδια που τους ξέχασαν.
Τώρα ξέρω
γιατί η νύχτα λιώνει από τρόμο
κάθε φορά που έρχεται να με συναντήσει.


Χρήστος Μαυρίκιος

είναι επικίνδυνο ν'ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές

Θα παίξω την παρθένα πάλι
μ'αθώες καστανές αφέλειες
στρωτά σαντάλια
και λευκό μπλουζάκι
άοπλη,άμωμη δεκατριάρα
σε παραδόσεις γαλλικών
και διαλέξεις για τον Εμπειρίκο
Όλο και κάποιος σαραντάρης
θα βρεθεί
με τάσεις διαστροφής
και λίγο εξεζητημένα γούστα.


έχω λεπτά
ωραία
δάχτυλα
πιανίστας
μα όμως παίζω
ακορντεόν
μια
που το πιάνο
είναι ακριβό
κι εξάλλου
έχουμε
μικρό
σαλόνι


Τώρα μπορώ
να σου τηλεφωνώ σε ώρες
ακατάλληλες
να δικαιούμαι δεύτερο κλειδί
και να διαλέγω
τις γραβάτες σου
είτε το θέλεις
είτε όχι
σ'έχω στριμώξει για καλά
και έπεται συνέχεια

στον Ελύτη,πάλι
και συνεχίζω να
κυκλοφορώ με γιαγιά απ΄την
Προύσα και βέρο Θεσσαλό
παππού μαύρα μαλλιά
και μόνιμη αφηρημάδα
φανατική καπνίστρια των γκολουάζ με
κλίση στην ορειβασία
ούτε Μαρίνα,ούτε Ελένη
αλλά με κάποια αξία
τέλος πάντων


Με χαρακτήρα ασταθή
και τάσεις διαστροφής
παίρνεις τηλέφωνο
τρεις το πρωί
να πεις
πως χιόνισε
στη Σαλονίκη
(Δεν σου θυμώνω όμως
και το ξέρεις)


Το να με φουντάρεις στη θάλασσα
δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να με
ξεφορτωθείς

τώρα υποτίθεται πως
πρέπει να του δίνω
και να μη σκάσω
μύτη
για τα επόμενα
διακόσια χρόνια
όμως δε
θα το κάνω
έτσι,για να σκάσεις
Γλυκερία Μπασδέκη

Κατερίνα Γώγου


Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστό στο δωμάτιο ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά τις δολιοφθορές
που δεν θα παίρνω μέρος μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ... τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει
και αυτόν αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...

Δελφικό Συμπόσιο


Κοιμόμασταν τέσσερις
Φθηνό ξενοδοχείο
Φθηνά νυχτικά
Νιάτα ακριβά ζυγίζαν τα σεντόνια
Σάβανα να μετρούν,δεν το πιστεύεις.
Μόνο σώματα,μυαλά αλλότριας πόλης.
Κι ο τόπος
Ένα σφιχτό ψαλίδι για το φως
Σακιά γεμίζεις
Νομίσματα,αντίτιμα παντού
Μα δε σκεπάζουν τίποτα
Ένα ασκέρι μύγες σ'ένα ξερό σύκο
Δημόσιοι υπάλληλοι της τέχνης
Γνώση και γνώση
Κι ούτε ένας στοχασμός
Γέρικες φωνές,όχι παλιές
Σαχλοί προβολείς πάνω σ'ό,τι απέμεινε
Επιφωνήματα επί ονείρων από καιρό θανόντων θνητών
Σκυλεύουν το όνειρο κάποιου
Δεν έχει εδώ τροφή και κατοικία
Δεν έχει θέα
Κι η πόλη πουθενά
Γιατί την πόλη,οι άνθρωποι την κάνουν
Κι η άδεια πόλη,ανθρώπους δεν γεννά.



Πέννυ Μηλιά

Καρλ Γκούσταφ Γιουνγκ


Συνήθως η ανάπτυξη του ταλέντου είναι δυσανάλογη προς την ωριμότητα της υπόλοιπης προσωπικότητας,και συχνά έχουμε την εντύπωση πως η δημιουργική προσωπικότητα αναπτύσσεται εις βάρος της ανθρώπινης.Μερικές φορές μάλιστα υπάρχει τέτοια διαφορά ανάμεσα στην ευφυία και στην ανθρωπιά,που μας κάνει ν'αναρωτιόμαστε μήπως ήταν προτιμότερο λιγότερο ταλέντο.Τι να την κάνουμε τη μεγάλη ευφυία με ταυτόχρονη ηθική κατωτερότητα?Δεν είναι λίγοι οι ταλαντούχοι,η ωφελιμότητα των οποίων εξαλείφεται και διαστρέφεται ακόμη και από την υπόλοιπη ανθρώπινη αχρηστεία τους.Το ταλέντο δεν είναι οπωσδήποτε αξία.Είναι μόνο,εφόσον η υπόλοιπη προσωπικότητα συμβαδίζει.
Τα μεγάλα ταλέντα είναι τα ωραιότερα και συχνά πιο επικίνδυνα φρούτα στο δέντρο της ανθρωπότητας.Κρέμονται στα πιο αδύνατα κλαδιά που σπάζουν εύκολα.
Ο υγιής άνθρωπος δεν είναι οπωσδήποτε βασανιστής.Συνήθως βασανίζει ο βασανισμένος.(Επαρκής λόγος για τον οίκτο μου.)
Όταν δεν καταλαβαίνουμε κάποιον ,τον θεωρούμε κατά κανόνα κουτό.
Η παραγνώριση και η προβολή των δικών μας σφαλμάτων στέκει στην αρχή των περισσότερων φιλονικιών και αποτελεί την ισχυρότερη εγγύηση για το ότι δεν εξαλείφονται η αδικία,η μοχθηρία και η καταδίωξη.
Το μίσος του ανθρώπου συγκεντρώνεται πάντα σε εκείνο το κάτι που του φέρνουν στη συνείδηση οι κακές του ιδιότητες.
Τέλος,

από τίποτα άλλο δεν μπορούμε να ζήσουμε εκτός από αυτό που είμαστε.(εκτός και αν αυτό που είμαστε μπορεί να επιβιώνει σκοτώνοντας τους ανθρώπους)

αφιερωμένο σ'εκείνους που έχουν καταπιεί τόσο δηλητήριο και το έχουν αφομοιώσει σε τέτοιο βαθμό που είναι σαν να πιπιλίζουν-το γλείψιμο,αναπόφευκτο σε κάθε περίπτωση- μια γλυκιά καραμέλα...



την άλλη φορά


Εκείνη κρατάει στο χέρι μια ομπρέλα,ενώ δεν βρέχει. Όταν φτάνει στον "φανταστικό τάφο",την κλείνει αργά και την ακουμπά πάνω του,με τελετουργική κίνηση.Σαν να αποθέτει χοές.

Κι ύστερα,όταν έφυγες, βρέθηκα καταμεσής σε μια τύψη.
Στρογγυλή και άβυσση.
Ξαφνικά,μια κύκλια κίνηση,ακατανίκητη,μ'έφερνε στο ίδιο σημείο.
Ώσπου,ένα πρωί(ανοίγει την ομπρέλα αποφασισμένη)πήρα το δρόμο για τους ανοιχτούς κήπους σου.Εκεί όπου περισσεύει η ψύχρα του πρωινού.Η μοναξιά και η ψύχρα.Σε περονιάζει ως το κόκαλο.Και δεν έχεις εκλογή.Αφήνεσαι με τους πόρους του σώματός σου ανοιχτούς.Να μπούνε οι άλλες φωνές.Οι άλλες πνοές.
Τα μηνύματα από το άγνωστο.
Αναριγείς.
Φοβάσαι ίσως.
Μα δεν έχεις εκλογή,όχι.
Το μάρμαρο είναι φρέσκο.
Το αγγίζεις με τα δάκτυλά σου.
Παραμιλάς.
Παραμιλώ.
Λέω.Είμαι εδώ τώρα,εδώ κοντά σου,και θα μείνω με τις ώρες.
Μόνο που δεν μιλάς,δεν μιλάς πια,τούτη η σιωπή με βαραίνει.
Μπαίνει με την ψύχρα και τη μοναξιά,παγώνει το αίμα.
Όμως,είμαι εδώ,όπως και να'ναι,είμαι κοντά σου και θα μείνω πολλή ώρα,θα έρχομαι κάθε πρωί,ώσπου να σωθούν τα λόγια,να νιώσω το χέρι σου στον ώμο μου,ώσπου να μου πεις,φτάνει πια,κουράστηκες.Και τότε θα φύγω.Και η τύψη τούτη κύκλια,η κυλιόμενη,που μ'έσωζε σαν άβυσσος,θα μαλακώσει,θα μεταμορφωθεί σε λευκές μαργαρίτες του κήπου μας,θα λιώσει την τραχύτητά της,όπως τοπίο που λιώνει σε νύχτα φεγγαριού.
Τότε θα ξέρω πως με συγχώρεσες.
Πως η ψυχή σου λευκάνθηκε από τα δάκρυά μου.
Λοιπόν,εγώ θα μιλώ,μόνο εγώ,κι η φωνή σου η παλιά,γεμάτη ικεσία,μείνε λίγο ακόμα,λίγο μόνο...Κι εγώ να κοιτάζω το χρόνο.Πού τον κοίταζα?Πάνω στις ρυτίδες των χεριών σου ή πάνω στο γυμνό δέντρο του δρόμου?Ποτέ δεν το έμαθα.Μα έπρεπε να βιαστώ.Και δεν άκουγα το παρακάλιο σου,μείνε ακόμα,ακόμα λίγο,να πούμε τις αναμνήσεις της πατρίδας,να πούμε για το διωγμό και την εξορία...
Μα εγώ ήμουν κιόλας αλλού.
Την άλλη φορά,σου έλεγα.Σίγουρα,την άλλη φορά,θα μείνω πολύ,όσο θέλεις,θα τα πούμε όλα.Κι έμενες με το χέρι σου απλωμένο.
Την άλλη φορά.
Και περίμενες.
Μα την άλλη φορά ήταν το ίδιο.
Πάλι ο χρόνος,ο δικός μου χρόνος,μια έννοια διάχυτη,τυραννική.Εσύ να μιλάς τις ιστορίες του διωγμού,για την πατρίδα,εκείνη την άλλη πατρίδα,που ήταν ο δικός σου χαμένος παράδεισος,κι εγώ να ψάχνω να βρω το δικό μου χρόνο.Πού τον γύρευα?Μέσα στη βροχή,στα κλάξον των αυτοκινήτων,στο μισοτελειωμένο ποίημα,δεν ξέρω πια,μια αίσθηση από βιασύνη αόριστη,από ανάγκη να ζήσω το παρόν,τούτο το παράφορο παρόν,από αγωνία του τίποτα.
Υπήρχαμε σ'ένα διαφορετικό χρόνο.Σε μιαν άλλη πυκνότητα,σε μιαν άλλη παράλληλο.Δεν σε άκουγα όταν μιλούσες.Τα λόγια σου έπεφταν μέσα μου,περνούσαν σαν από διάτρητο μεσημέρι,έρρεαν με τον ήλιο ή τη βροχή,με το θαμπό κρύσταλλο της ομίχλης,και τώρα τα μαζεύω ένα ένα,τα συναρμολογώ σαν πολύτιμα ψηφιδωτά,τα χαϊδεύω.Τώρα ο χρόνος ο δικός μου έγινε αφαίρεση,έγινε η δική σου απουσία,εκεί υπάρχω,εκεί σε βρίσκω.Και κάθομαι με τις ώρες,βλέπεις?
Εσύ να σιωπάς,κι εγώ ν'ανασέρνω απ'το βυθό τα λόγια εκείνα,τα παλιά,τα ευτυχισμένα.
Ποιος να το'ξερε.
Πάντα σου έλεγα την άλλη φορά.Ήταν βολικό.Κι όταν δεν υπήρξε πια "άλλη φορά",τότε κατάλαβα.Τότε μόνο.Μα ήταν αργά.
Πάντα είναι αργά όταν καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει.
Και πάντα δεν δίνουμε στον άλλον τόση αγάπη,τόσο χρόνο,τόση προσοχή,όση χρειάζεται για την τύψη.Γιατί,σίγουρα,τούτη η τύψη είναι που μεταλλάζει το χρόνο σε αφαίρεση,τον κάνει τυραννία.
Και τώρα έρχομαι εδώ και κάθομαι με τις ώρες στην "ψύχρα των ανοιχτών κήπων".Αγγίζω με τα δάχτυλα το φρέσκο μάρμαρο κι αναρωτιέμαι ποιος είναι ο χρόνος ο δικός μου,ποιος ο δικός σου,πού είναι η διαχωριστική του μυαλού,που μετατρέπει το άγνωστο σε μια κύκλια κίνηση εξουθενωτική,σε μια νύχτα κυλιόμενη που με μετατοπίζει σ'ένα διάστημα λείο και αβέβαιο σαν την επαύριο της ζωής μου.
Κάθομαι εδώ κι αναρωτιέμαι ποιον χρόνο αναζητούσα τότε,ποιον τώρα,και τι σημαίνει αυτό?Γιατί με βαραίνει το τοπίο,σάμπως να'ναι αβάσταχτα πυκνό,με βαραίνει η εγκοσμιότητά μου,πού είμαι?λέω.
Τι σημαίνει ο χρόνος του δέντρου και της πέτρας?Από πού αναδύεται?
Από ποια βαθιά,σκοτεινά νερά ανεβαίνει τούτη η τυραννία της σιωπής,τούτη η δύναμη της αφαίρεσης που με παρασύρει,με συμπαρασύρει ως τα όρια,εκεί όπου η αγωνία αγγίζει τη δική σου μοναξιά,αγγίζει το σπαραγμό της ελπίδας.
Και τότε γαληνεύω.
Την άλλη φορά λέω,ίσως το μάθω την άλλη φορά.
Και ξέρω πως η μέρα θα κυλήσει,κι αυτή η μέρα,χωρίς να πω αυτό που είχα να πω,χωρίς να κάνω αυτό που είχα να κάνω...Και ο χρόνος άδειος θα με τυλίξει και πάλι,σαν το χρόνο της Ουίννυ.
Μίλα πιο δυνατά...
Δεν σ'ακούω...
Τι λες?
Η σιωπή σηκώθηκε όρθια,σαν φωνή που χορτάριασε στην υγρασία.
Τι λες?
Ανοίγει ήσυχα την ομπρέλα και κινεί να φύγει...

Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου

θέλω να ξενυχτήσω τη μοναξιά μου απόψε


Ας δώσουμε λοιπόν τον τελευταίο όρκο μας,όρκο μιας νέας συνάντησης,ας τον χαράξουμε πάνω στο σώμα μας,έτσι που να τον βρούμε ακέραιο στην περιπλάνηση της νέας χιλιετίας.Έναν όρκο που να περιέχει την ψυχή μας,με τη μελαγχολία του βροχερού απογεύματος και την ανάμνηση της αγάπης μας.Σε λίγο θα σκεφτόμαστε μέσα από μικρά θαυματουργά τσιπάκια φυτεμένα στο μυαλό μας,το άκουσες κι εσύ?Σε λίγο θα ζούμε τη μελαγχολία μας ή τη νοσταλγία των αγαπημένων μας προσώπων,πατώντας ωραία χρωματιστά πλήκτρα ή μοντέρνα κουμπιά,το άκουσες κι αυτό?Και κάποιος μαγικός προγραμματισμός θα μας "σώζει",λέει,κάθε που είναι να ζήσουμε μια ακόμα μέρα.Όμως,θα είναι δύσκολο να σε βλέπω μέσα στις κινήσεις των υπολογιστών,δύσκολο να σε αγγίζω,θα μας χωρίζουν οι χαμένες διαστάσεις μας,αυτές οι ατροφικές καμπύλες της ύλης,που θα παραμορφώσουν το χώρο,το άκουσες?Θα καταργήσουν το χρόνο,θα τον περιορίσουν στη μία του διάσταση,το άκουσες,το άκουσες?Σαν να μας πάτησαν ξαφνικά πάνω στο χαρτί,θα έχουμε τις διαστάσεις μιας ζωγραφιάς πάνω στο χαρτί,και δεν φτάνει να πούμε δεν θέλω,δεν φτάνει να πούμε όχι,εγώ προτιμώ να περπατώ σ'ένα δρομάκο,πλάι στη θάλασσα και να ψιχαλίζει,δεν φτάνει σου λέω.Πρέπει να το φωνάξουμε από τώρα,εμείς τη συνάντησή μας τη θέλουμε σ'ένα δρόμο αληθινό,με δέντρα στις άκρες,με πουλιά αληθινά,με νότισμα βροχής,όχι,να μας πατάνε σαν μαγικό πλήκτρο ή σαν κρυφό κωδικό,για να περιπλανηθούμε στη φαντασία κάποιων τρελών,μια φαντασία σχεδιασμένη με όλες τις φαντασμαγορικές παγίδες του ανατέλλοντος κόσμου!Σκέτη ψευδαίσθηση,άκουσέ με,σκέτη απάτη.Γι'αυτό σου λέω,να χαράξουμε τον όρκο πάνω στη σάρκα μας,μας ανήκει ακόμα,να τον χαράξουμε ανεξίτηλα,έτσι που ν'αντισταθούμε στη μαγεία των "εντολών",να φυλάξουμε ένα δικό μας κωδικό που να μας σώζει,save as...save as...Πρέπει να σώσουμε τις αναμνήσεις μας,το βράδυ εκείνο που γνωριστήκαμε,που αγαπηθήκαμε,μου κρατούσες το χέρι,δίπλα μας φλοίσβιζε το κύμα,δεν μπορούν να πατούν delete στη ζωή μας έτσι ξαφνικά,στις μνήμες μας,να μας μεταμορφώνουν σε απουσία,δεν θέλω,μ'ακούς?Έχω ανάγκη να σε βλέπω,όταν μου μιλάς,να νιώθω την οσμή της σάρκας σου,τα κύματα της φωνής σου,αρνούμαι να ζήσω την περιπέτειά μας στους μοναχικούς διαδρόμους των micros,σαν ένα μόριο κι εγώ,σαν μια ελάχιστη μοριακή ύλη,που θα περιπλανιέται ανάμεσα στα save και τα delete,θα περιπλανιέται απρόσωπο και ρέμπελο και θα σε αναζητά.Εγώ θέλω να ζήσω το φόβο μου απόψε,να ξενυχτίσω τη μοναξιά μου,τις ρυτίδες μου,παραμονή αυτής της μαγικής χιλιετίας που αύριο ξημερώνει.Θέλω να δω πόσο περίσσεψα από τις διαστάσεις της ζωής μου,πόσο χωρώ στην αγωνία μου,σ'αυτή τη μεγάλη αγρύπνια του πόνου,μ'ακούς?Θέλω να ζήσω τα χαμένα μου όνειρα,να κλάψω,ύστερα να σου απλώσω το χέρι και να ξέρω πως κάπου θα βρω το δικό σου,όσο ακόμα είνα καιρός.Γι'αυτό σου λέω,πρέπει να βιαστούμε,οι διαστάσεις μας στενεύουν,λένε πως ο καινούριος αιώνας θ'αλλάξει τον κόσμο,όμως εγώ αγαπώ την αγριοπρουνιά που φαίνεται απ'το παράθυρό μου,ελπίζω να μη μου την ξεριζώσει αυτός ο νέος αιώνας που ανατέλλει ακάθεκτος,σέρνοντας όλες τις προφητείες και τις αλχημείες σαν πελώρια ουρά,όλες τις εξαγγελίες του τρόμου.Ελπίζω να μου αφήσει την αγριοπρουνιά και τις αναμνήσεις μου.Και να σεβαστεί τη μελλοντική μας συνάντηση,όταν οι χαμένες μας διαστάσεις εξεγερθούν-γιατί θα εξεγερθούν,θα το δεις,θα είναι η εξέγερση του χάους,η εξέγερση των Αριθμών που κοιμούνται μέσα σ'αυτό το υπνοφόρο χάος,και τότε θα περπατάει στο δρόμο γυμνή η παραφροσύνη.[...]

Έχω ανάγκη να δω κάπου το πρόσωπό μου,όταν όλοι οι καθρέφτες θα κείτονται σπασμένοι στα πόδια μας.Να δω αν θα μοιάζω με δέντρο ή με πουλί.Ή αν θα είμαι ένα θλιμμένο μόριο ριγμένο στην τύχη μέσα στο κενό.Μόνο που δεν ορίσαμε ακόμα τον τόπο και τον χρόνο,λοιπόν,να θυμάσαι,ραντεβού στο σημείο που το λουλούδι γίνεται πιο μεγάλο απ΄το βουνό,εκεί θα σε περιμένω,στο σημείο που ο άνθρωπος γίνεται πιο μικρός απ'το λουλούδι-για να πούμε παραλλαγμένο και το στίχο του ποιητή-μια και οι αναλογίες όλες θ'ανατραπούν από φόβο μπρος στο νέο αιώνα,οι αναλογίες και οι διάρκειες.Να θυμάσαι,λοιπόν,ακριβώς στο σημείο και στην ώρα που το λουλούδι γίνεται πιο μεγάλο απ'το βουνό,γιατί το θαύμα,ξέρεις,δεν το τρομάζει καμιά καινούρια χιλιετία,όσες ουρές κι αν κουβαλά πίσω της.Καληνύχτα.Το θαύμα είναι η δική μας αναρχία,μια αναρχία υπαρξιακή,μεταφυσική,ερωτική,γι'αυτό να θυμάσαι τον όρκο μας.Καληνύχτα σου λέω.Και όσα σου πουν περί ευημερίας και ευταξίας,μην τα πιστέψεις.Ευχήσου μόνο να είναι ο δρόμος που θα συναντηθούμε πραγματικός και να σου κρατώ το χέρι,ξημερώνει θαρρώ.
Καλημέρα.
Τα πουλιά κρυώνουν σήμερα.
Βρέχει.


Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου.

δρόμοι του Βερολίνου



Αντίο δρόμοι του Βερολίνου
τον χωρισμό σας στα μάτια μου πίνω
μη με ξεχάσετε
κι εγώ ας ρωτώ
υπήρξα κάποτε στ΄αλήθεια εδώ

Σε μια πλακόστρωτη γωνιά
βρες τε μου, βρες τε ένα μπαρ
που αγόρια όμορφα του κόσμου
να συχνάζουν
όμως εγώ δεν το μπορώ
πάνω από μέρα ν΄αγαπώ
σ΄αυτήν την πόλη είν' αρκετό
κάποιον μια μέρα ν΄αγαπώ

Βρες τε μου, βρες τε ένα παιδί
να 'ν' η ματιά του ωκεανή
και ξεριζώστε του τα μάτια
δίχως λύπη
βγάλτε τα μάτια του γιατί
δεν τα χρειάζεται να δει
αυτή την πόλη το χτικιό
που όλοι σε τρώνε ζωντανό

Αντίο δρόμοι του Βερολίνου
θα κλάψετε άραγε που σας αφήνω
θα κλάψετε άραγε αν χαθώ
στη συννεφιά και στον καπνό

λόγια:Μάνος Ελευθερίου
μουσική:Γιάννης Σπανός

Εύα


Ναυάγια σχεδίων
Ματωμένες οπλές
Ιππότες της τύχης
Σκισμένα του ήλιου πανιά
Ανεμίζουν στη λάσπη

Ξέθαψε τούτη τη μουσική
Τη φωνή μου
Μα στέκει βουβή
Σε τούτη την έρημη γη
Δεν μπορεί να'ναι αλήθεια
Τόση άμμος
Ένας αχνός θάνατος
Σκεπασμένος ως το λαιμό της εγκατάλειψης

Το φίδι που περνά
Γνέφει φιλικό στη γυαλάδα του
Θα το πάρω, σαν φάρμακο
Έχω ακόμα ταξίδι



Πέννυ Μηλιά

το τραγούδι πείσμα είναι αφιερωμένο στην Αμαλία και στην Πέννυ

o ερασιτέχνης


Ρουφώντας τη ζωή μου άφιλτρο τσιγάρο
με πνιγηρούς καπνούς το παγερό δωμάτιο
και τα πνευμόνια μαύρα από τη θλίψη


Δεν είμαι ο αρειμάνιος
που καίει τα δευτερόλεπτα
με τα σκληρά χιλιάρικα του κέρδους
Μα ο χλιαρός ερασιτέχνης που ξεκίνησε
να ξεγεννήσει αέρινες φιγούρες
απ'το σταχτί μολυβδοκόντυλο
του τίποτα.
Χρόνια τώρα προσπαθώ να κόψω τη ζωή.


Αντώνης Φωστιέρης

στάχτη στα μάτια


Δίκιο είχες.Ναι,είμαι δειλός.Γι'αυτό είμαι σοβαρός κι ανεξιχνίαστος σαν εβραίος.Τα θαύματα έχουν όλα την αιτία τους,έτσι νόμιζα.Ένας μάγος που συκοφαντεί την τέχνη του την ίδια.Α,και κάτι άλλο που πρέπει να ξέρεις.Είμαι βίαιος τύπος,πολύ βίαιος.Μη γελάς.Ποτέ σου δεν το πίστεψες.Αμφέβαλες τουλάχιστον.Ίσως επειδή δε σε χαστούκισα εκείνο το βράδυ.Με πρόσβαλες μέσα στο δρόμο,μ'έσπρωξε με δύναμη η φωνή σου,με τίναξε στον τοίχο.Φραγκίσκοοοοο!Σου γύρισα κάτι μάτια κίτρινα,αντανάκλαση από ταξί που φρενάρισε απότομα μπροστά μας.Βλέπεις το φόνο μέσα στα μάτια μου?
Δεν σε χαστούκισα όμως.Μια μεγάλη γροθιά ήθελες μέσα στα μεγάλα μάτια σου.Τι ωραία που με προκαλούσες!Άμα φοβηθώ πάρα πολύ,όταν φοβηθώ στα σπλάχνα,γίνομαι εξαιρετικά βίαιος.Δεν μου αρκεί να φαντάζομαι το τι θα μπορούσα να είχα κάνει σε κάποιον,να πλάθω ένα μεγάλο,τόσο μαύρο κακό,πράσινο πράσινο κίτρινο καφέ μίσος,να τον ξεσκίζω,φαντάζομαι,τρέμω ολόκληρος,ολόκληροι διάλογοι,λόγια κοφτερά που δεν τα είπα τη στιγμή που έπρεπε,να πονάνε.
Μ'όλο αυτό το άχτι που σου'χα,όλο το γαμώ το που κατάπινα και μ'έσκιζε,σ'αγάπησα,με τη σκέψη πότε θα μου δοθεί η ευκαιρία να σε πνίξω ή,ακόμα καλύτερα,να σε περιφρονήσω,να σε ξευτελίσω,να σε κάνω να υποφέρεις,ακόμα και με κάτι τόσο ασήμαντο όσο μια κίνηση του χεριού μου μες στο σκοτάδι,ανεπαίσθητη αλλά τόσο οδυνηρή στα μάτια σου,και τέλος να σε πετάξω από πάνω μου,αδιάφορος για την τύχη σου,στον επόμενο ηλίθιο εραστή σου.
Τώρα που τα σκαλίζω,το βλέπω καθαρά,πως όλα τα ελαττώματά σου,εκείνα που στην αρχή σ'έκαναν ανυπόφορη στα μάτια μου κι έλεγα μέσα μου,τελείωνε γρήγορα!-του τύπου,ρίξ'τη στο κρεβάτι και μετά το σκας-αυτά με τραβούσαν στη συνέχεια σαν μαγνήτης ισχυρός.
Εντάξει, ο τρομαγμένος προς τον τρόμο του βαδίζει.
Κοντά σου ξύπνησε η βία μου,γινόμουν τρελλός από λύσσα,πολλές φορές σε σιχαινόμουνα σε υπερβολικές ποσότητες,πράγμα που μ'ερέθιζε πολύ,σου έκανα έρωτα με πείσμα,να σε τρυπήσω,να σου δείξω,μα κι αυτό δεν με ικανοποιούσε ,δεν μού'φτανε,πεινούσα για το μυαλό σου,για το σπασμό στις φλέβες σου,πράγματα που υποψιαζόμουνα,έστηνα αυτί.[...]
Μα τι καταγωγή έχει ο πόνος όταν έρχεται μ'αυτόν τον τρόπο,με τον έρωτα αφορμή,από τόσο μακριά και πυκνός,να περιέχει το κλάμα τόσων ανθρώπων που'χουν πεθάνει,τόσων που δεν πρόλαβαν να τον δακρύσουν?Τη στιγμή που εσύ,ο επιλεγμένος,ξεσπάς,ραγίζεις,αλλάζουν πλευρό μέσα στο μνήμα τους,γυρνάνε μπρούμυτα σαν τα μικρά παιδιά με τα μάτια κρυμμένα στις παλάμες και κλαίνε μαζί σου την ίδια ώρα εκατοντάδες,χιλιάδες άνθρωποι,σε διαφορετικά μέρη,μέχρις εκεί που φτάνει το αίμα σου,με λυγμούς μαζί σου.


Κωστής Γκιμοσούλης