Μπάρμαν



Ο μπάρμαν που ζει μες το κεφάλι μου
κερνάει λέξεις
«Οσα δεν μπορείς
θα σου τα πω τώρα.
Δεν μπορείς ν’ αγγίξεις ένα δέντρο
δίχως να νιώσεις
πως είναι μέσα σου το άγγιγμα.
Πώς μπορείς ν αγαπήσεις
όταν φεύγουνε όσα αγαπάς;»
Είπε πως πέθανες, πέθανες, πέθανες, πάει πέθανες, τέρμα.
Έπειτα το μετάνιωσε
κι έβγαλε την ομπρέλα απ’ το ποτήρι.

Το νησί



Έφευγε το νησί

Δεν το πιστεύεις;

έφευγε, γλίστραγε σα φόρεμα

εντάξει, ήταν και καλοκαίρι

η ζέστη όσο να πεις

η μεσημεριανή ζαλάδα από τον ήλιο.

Αυτό δεν ήταν όμως το παράξενο.

Ήταν που αυτός ερχόταν.

Ερχόταν ολοένα και πιο συχνά.

Στον ύπνο, στον ξύπνιο, στο τραγούδι

Στο τραπέζι, ναι στο τραπέζι

Καθόταν δίπλα μου. Δεν μίλαγε. Δεν έτρωγε. Δεν κοιτούσε.

Στην αρχή ήταν μόνο ήλιος

Μόνο ένα αγκάθι στα μάτια

Ένα σπλάχνο που το’βρισκα πέτρινο στην αυλή,

¨Έπειτα στο παραθύρι, στο κεφαλόσκαλο, στο προσκεφάλι.

Μετά ήρθε το τραγούδι,

Μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο

νότα νότα

σα βρύση που σταλάζει

σα μικρά μπουμπούκια που σκάνε, το να δω τα άλλο εκεί

και σα να περπατάνε

ανεβαίνουν κι ανεβαίνουν τη πλαγιά

σα λιτανεία

και αμυδρά διακρίνεις το Μέλος

χωρίς όμως τα λόγια.

Αυτά ήρθανε μετά.

Μια ανάσα, κι άλλη, κι άλλη

Ώσπου αρχίζεις να τις ακούς

Δεν καταλαβαίνεις

μα είναι συλλαβή-συλλαβή

ό,τι υπάρχει.

Ένα κολιέ που γιγαντώνει και σιμώνει και κάθεται πάνω στη γλώσσα σου

Σαν αρχαίος τύραννος

Γεννάει λέξεις και λέξεις

Απογόνους κι επιγόνους

Κι έχει γερούς προγόνους και σοι ισχυρό

Μα πιο πολύ κατάλαβα πως ήρθε

Όταν με φώναξε η μητέρα να μου πει πως όπως η γιαγιά,

Έτσι κι η προγιαγιά και όλες οι γιαγιάδες

Φεύγουν.

Και μίλησε η μικρή γιαγιά μου και είπε και αυτή

Να μη φοβάμαι είπε γιατί πάντα είπε έρχεται αυτός

Και πως όταν φεύγουν οι γιαγιάδες,

Φεύγει και το νησί,

Φεύγει και το τραγούδι και το Μέλος και τα λόγια

Μα έρχεται αυτός

Να μη φοβάμαι λέει

Ας έρθει λέει

Και στην αυλή, στην πόρτα, στο προσκεφάλι μου να τον κοιμίζω

Όσο εγώ νομίζω στο καθένα

Κι ας είναι από ήλιο, από πέτρα.

να γίνει σπλάχνο μου, είπε.

Αργά-αργά

Θα φέρει λέει αυτός νέο τραγούδι και άλλα λόγια.

Και όταν έφευγε το νησί

Αυτός ερχόταν

Έτσι όπως το’πε,

Κι έφευγε, γλίστραγε το νησί

γλίστραγε το φόρεμα.



τι ειΠε ο ΑνθρΩπος..

Κ α τ Ω οι ν ι κ ε Σ



Τι φοβερό
να είσαι άλογο
και να σε δαμάζουν

κατοικίδιο


Το πρωί θα ξυπνάς το μεσημέρι.
Θα πλένεις το μοναδικό σου πιάτο.
Δεν θα σε ευχαριστούν τα λόγια.
Θα κατουράς.
2 με 3 ώρες, ή και παραπάνω.
Θα φοράς τις παντόφλες σου.
Ένα βρώμικο μπλουζάκι.
Χωρίς βρακί.
Δεν θα σε νοιάζει.
Θα γεμίζεις αργά τα δοχεία με νερό.
Κι ας βρέχει.
Εσύ θα τα ποτίζεις.
Έπειτα θα ρχεται η νύχτα.
Θα χτυπά επίμονα το τζάμι.
Θα γραντζουνάει με τα νύχια της.
Δεν θα της ανοίγεις.
Θα της βγάζεις στο μπαλκόνι
το μοναδικό σου πιάτο να φάει
και νερό.
Καλόμαθε τώρα και σου ρχεται κάθε βράδυ
να την κοιμίζεις στο κρεβάτι σου.Ορίστε μας!

κατοικίδιο
και ξερό ψωμί

στο έλεος του οαεδ


Ζόρικος κρεμανταλάς ο καιρός που κουβαλάς,
η ζωή σου μια νταλίκα με μπαγάζια και με
IKA.
Τώρα απόχτησες καβούκι και αμάξι σπορ μοντέλο
τώρα σκάλωσες στο λούκι κι είσ' αλλιώτικο καπέλο.

Η ζωή σου ντούμπλε-φας, μέσα κι έξω τη φοράς,
η καρδούλα σου γκαζιέρα δίχως γκάζι και αγέρα.
Μες στο κόλπο είσαι χωμένος και γλυτώνεις παρά τρίχα,
τώρα είσαι βολεμένος και σου κόψανε το βήχα.

Κι αν θυμάσαι τα παλιά, ψέματα και μπλα μπλα μπλα,
η μαγκιά σου ναφθαλίνη με κασμίρι και λουστρίνι.
Τώρα κάνεις μαύρη πλάκα κι όλο τρως απ' την κουτάλα,
τώρα μάγγωσε η φάκα και σε κλείσανε στη γυάλα.

* στίχοι:Κώστας Τριπολίτης


μέτρα, άκου, σώπα