αποσπάσματα...
[...]Ημερομηνία θανάτου: 1η Μαίου του 1976,καλυμένη με το μανδύα ενός τροχαίου ατυχήματος...
Τι σημαίνουν όλα αυτά?Ας πούμε έναν άψυχο ξύλινο σκελετό.Το κρίσιμο είναι η σάρκα και το αίμα-η λάμψη στα μάτια.Γιατί ο Παναγούλης δεν είναι μήνυμα-ο Παναγούλης είναι κάποιος που περπατάει στα τρίστρατα.
[...]Με αυτούς τους όρους μιας διαρκώς διογκούμενης τραγωδίας προσπαθώ να μιλήσω για τα ποιήματα του Παναγούλη.Λέω προσπαθώ-γιατί στην περίπτωση του,είναι δύσκολο να διαλέξεις τι είναι ποίημα και τι δεν είναι.Ας πούμε,δεν είναι λίγοι αυτοί που λογαριάζουν για καλύτερο ποίημα την απολογία του στο Έκτακτο Στρατοδικείο,στις 8 Νοεμβρίου του 1968.Οι τελευταίες φράσεις ετούτης της απολογίας ανήκουν ήδη στη σφαίρα του θρύλου-είναι η πιο χαρακτηριστική δημόσια δήλωση του Παναγούλη που έδειξε σε όλους πως ήταν για να πάει τα πράγματα μέχρι το τέλος:
(...)γνωρίζω ποιές είναι οι ποινές που προβλέπονται από το νόμο,και γνωρίζω και ότι αυτές οι ποινές που προβλέπονται από το νόμο θα επιβληθούν,αλλά δεν υποχωρώ,διότι,κύριοι δικαστές,γνωρίζω ότι το ωραιότερο κύκνειο άσμα ενός πραγματικού αγωνιστή είναι ο επιθανάτιος ρόγχος του μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα μιας τυραννίας και αυτή τη θέση την αποδέχομαι.
Άλλοι πάλι,περισσότερο θεωρητικοί,πως το καλύτερό του ποίημα είναι αυτό:
ΘΕΛΩ
Θέλω να προσευχηθώ
με την ίδια δύναμη που θέλω να βλαστημήσω
θέλω να τιμωρήσω
με την ίδια δύναμη που θέλω να συγχωρήσω
θέλω να προσφέρω
με την ίδια δύναμη που ήθελα στο ξεκίνημα
θέλω να νικήσω
αφού δεν μπορώ να νικηθώ
Ο τότε αυτοεξόριστος Βασίλης Βασιλικός προλογίζοντας στα 1971 το "Πρώτο Μπογιάτι",την πρώτη συλλογή ποιημάτων του τότε φυλακισμένου θανατοποινίτη Αλέκου Παναγούλη,έπιασε από την αρχή την κρίσιμη φράση:σε αυτό το δεν μπορώ να νικηθώ συνοψίζεται όλη η τραγική μοίρα του Αλέκου.[...]Πράγματι ο Παναγούλης ήταν κάποιος που δεν μπορούσε να νικηθεί-ήταν τέτοια η φύση του και τέτοια η τραγωδία του.Το μόνο που είχε ήταν να πάει την τραγωδία μέχρι την έξοδο.Αλλιώς,αυτό που έγραψε ο Θεοδωράκης στα "Τραγούδια του Αγώνα":
Όταν χτυπήσεις δυο φορές
κι ύστερα τρεις και πάλι δύο,Αλέξανδρέ μου,
θα δω το πρόσωπό σου
σε βλέπω σε κελί στενό,
να σέρνεις πρώτος το χορό,
πάνω στο θάνατό σου.
Ο Παναγούλης είναι ο μεγαλύτερος τραγικός ήρωας της μεταπολεμικής Ελλάδας-για μένα,και φαντάζομαι,και για πολλούς άλλους.Τούτο,τουλάχιστον για τη δική μου οπτική,είναι λογοτεχνική αίσθηση,και όχι,επ'ουδενί ιστορική αξιολόγηση-θαρρώ πως θα ήταν αδικαίωτη έπαρση να στήνουμε από την αναιδή μας ανασφάλεια ζυγαριές ηρωισμού για να απονείμουμε τέτοιους τίτλους[...]
ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ
Κέρδιζα μια ζωή
ένα εισιτήριο για το θάνατο
και ταξιδεύω ακόμη
κάποιες στιγμές
νόμισα πως έφτανα
στου ταξιδιού το τέλος
μα έκανα λάθος
εκπλήξεις ήταν μόνο
της διαδρομής.
Είναι δύσκολο να μιλήσεις με όρους φιλολογικούς για ποιήματα που έχουν γραφτεί με το αίμα ενός ανθρώπου.Το σχεδόν αποκλειστικό σώμα των ποιημάτων του Παναγούλη έχει γραφτεί μέσα στις φυλακές.[...]
[...]Για χρόνια δεν μπορούσα να αξιολογήσω μέσα μου τα ποιήματα του-προφανώς με λόγχιζε η υποψία πως τα αγαπούσα επειδή ήταν δικά του κι όχι επειδή με συγκλόνιζαν ως ποιήματα αυτά καθ'αυτά.Χρειάστηκα δεκαπέντε χρόνια για να κατασταλάξω:ο Παναγούλης γράφει τα ποιήματά του για να βρει ηθικό και συναισθηματικό σημείο έναντι του οποίου να μπορεί να σταθεί. Με άλλα λόγια,έγραφε τα ποιήματά του για να επιβιώσει-κι αυτά μοιραία ορίζονται από τις ανάγκες του-,αν είναι το χαρτάκι μικρό,θα βγουν μικρά,αν είναι μεγάλο,θα βγουν μεγαλύτερα,αν τα γράφει με αίμα και σπιρτόξυλο θα αποφύγει το μεγάλο στίχο,αν έχι μολύβι θα τον επιλέξει πιο εύκολα.Λένε πως οι μεγάλοι ποιητές είναι αυτοί που σβήνουν-ο Παναγούλης δεν είχε σβηστήρα,μήτε τη δυνατότητα να χαλαλίζει το μελάνι του.Το ύφος του είναι σαφώς ρητορικό-οι λέξεις που αρχίζουν με κεφαλαία γράμματα είναι αναμενόμενο καταφύγιο.Κάποτε εκφράζεται σχηματικά,κάνει ακροστοιχίδες,συχνότερα λειτουργεί με δυϊκά σχήματα.Κάποτε γίνεται απλοϊκός-κάποτε χάνεται σε εικόνες που δεν ολοκληρώνονται σε ποίημα.Άλλοτε πάλι,καλοί στίχοι ναυαγούν σε ένα ρητορικό σύνολο[...]
Ο έγκλειστος Παναγούλης χρησιμοποίησε τα ποιήματά του ως έναν καθρέφτη για να πειστεί πως υπάρχει,πως είναι εκεί.
Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥ
Ένα σπιρτόξυλο για πέννα
αίμα χυμένο στο πάτωμα για μελάνι
το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί
μα τι να γράψω?
τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω
παράξενο και πήζει το μελάνι
μεσ'από τη φυλακή σας γράφω
στην Ελλάδα.
[...]
Στον καθρέφτη των ποιημάτων του ο Παναγούλης είχε μονάχα το πρόσωπό του-συχνά θέλησε να υποδυθεί ρόλους,αυτό κάνουμε όλοι μπροστά στον καθρέφτη(ακόμα κι όταν δε βρισκόμαστε στην απομόνωση).Από την άποψη αυτή βρέθηκε ως προς την προθετικότητα(και μόνο ως προς αυτή)κοντά στον Κάλβο-μα δεν είχε τη γλώσσα,μήτε τη λυρική τόλμη του Ζακυνθινού.Ωστόσο είχε έμπυρη ορμή:όταν κάποτε κοίταξε τον καθρέφτη δίχως να συλλογιστεί πως πρέπει να κρύψει την τραγωδία του,προκειμένου να γίνει καθολικότερος,τότε έδωσε πραγματικά διαμάντια,ποιήματα παλίντονα και πυρωμένα που,αν τα διαβάσεις δεν τα ξεχνάς ποτέ:
τρία βήματα μπροστά
και τρία πίσω πάλι
χίλιες φορές την ίδια διαδρομή
έξη χιλιάδες βήματα...
ο σημερινός περίπατος με κούρασε
ίσως γιατί τα βήματα μετρούσα
τώρα σταμάτησα
μα αύριο
αντίθετα θ'αρχίσω να βαδίζω
(η ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή)
και κάτι άλλο σκέφτομαι
μικρότερα βήματα αν κάνω
τέσσερα-τέσσερα μπορεί να τα μετρώ!
καλά το σκέφτηκα
πιο όμορφη να γίνει η διαδρομή...
Η Διαδρομή είναι ένα από τα 27 κρίσιμα ποιήματα που έχω διαλέξει,η Σκιά είναι ένα άλλο.Τα βάζω πλάι πλάι γιατί είναι δύο σπαρακτικά αριστουργήματα-και γιατί και τα δύο απαντούν με όρους υπαρκτικούς του Καβάφη.
Αγάπησα το Φως πολύ
έτσι κατόρθωσα ένα κερί ν'ανάψω
και το θαμπό,το λιγοστό του φως,το κέρναγα
μα πριν χαρά να νιώσω και γι'αυτό
με απελπισία είδα βαρύ
να ρίχνω αλλού και το σκοτάδι
αφού το ίδιο φως που εγώ κρατούσα
με του κορμιού μου τη Σκιά
σκοτάδι γέμιζε τις στράτες που περνούσα.
Το τρίτο καβαφογενές ποίημα είναι η Ιθάκη από το "Δεύτερο Μπογιάτι"
Οδυσσέα σαν βγήκες στην Ιθάκη
τι δυστυχία θα ένιωσες
αφού κι άλλη ζωή μπροστά σου είχες
γιατί τόσο νωρίς να φτάσεις?
Χωρίς σκοπό έμεινες πια
από μεγάλος έμεινες μικρός
"πιο μακρυνή ας ήταν η Ιθάκη"
πιστεύω πως ψιθύρισες
και πως δε θέλησες
καινούρια πια Ιθάκη να ζητήσεις
γιατί φοβήθηκες
πως και σ'αυτή νωρίς θα φτάσεις
Απ' την αρχή έπρεπε
αλλιώτικη Ιθάκη να ζητούσες
Ιθάκη όμορφη και μακρυνή
που να τη φτάσει
δεν ζητά μονάχα ένας
Τέτοια δεν ήταν η δική σου
αφού μονάχος την ποθούσες
κι αν όμορφοι την είδαν οι πολλοί
στην πέννα ενός Ομήρου το χρωστάει.
[...]
...του έβαζαν πυρωμένες βελόνες στην ουρήθρα,του σβήνανε τσιγάρα στους όρχεις,του έκαναν φάλαγγα,τον δέρναν ομαδικώς,του κάνανε εγχειρήσεις δίχως αναισθησία,του στερούσαν για μήνες τον ύπνο,τον κρατούσαν για μήνες σιδηροδέσμιο,τον χτίζανε ζωντανό σε τάφους,εκείνος τους έβριζε,τους έλεγε "παπαδοπουλάκια",καμωνόταν πως δεν καταλάβαινε τον πόνο ή πως γαργαλιόταν,έκανε συνεχείς μπλόφες,όποτε έβρισκε την ευκαιρία τους χτυπούσε ή τους δάγκωνε για να τους αποσυντονίσει,απήγγειλε φανταστικές περιγραφές για το πώς τους είχε πηδήξει το προηγούμενο βράδυ ή πώς είχε πηδήξει τις γυναίκες τους.Μονάχα ένα περιστατικό από τα δεκάδες μαρτυρημένα: μια μέρα,ενώ τον έδερναν ομαδικά,αυτός έξυνε με μανία τους αστραγάλους του,όταν τον ρώτησαν γιατί,αυτός απάντησε:"δεν με τρώνε οι αστράγαλοί μου,με τρώνε τ'αρχίδια μου που είναι μεγάλα και φτάνουν μέχρι τους αστραγάλους".Κι όταν τελείωναν όλοι αυτοί,αφήνοντάς τον πεσμένο,σαν ένα σάρκινο σάκο,αναλάμβανε ο επί των ψυχολογικών βασανιστηρίων Χατζηζήσης που τον προσφωνούσε ειρωνικά Ω Σώκρατες-ο ματωμένος και τσακισμένος Παναγούλης του απαντούσε άλλοτε ως εταίρος σε Πλατωνικό διάλογο κι άλλοτε υποδυόμενος τον Ιησού Χριστό.[...]
Μίλησα για τα βασανιστήρια του Παναγούλη για να δείξω το πώς γράφτηκαν τα ποιήματά του-για να μιλήσω για τον τρόπο που αυτός ο παράφορος δεσμώτης γονιμοποιούσε τον πόνο και τον έκανε άνθος,έπαιρνε τη φρίκη και την έκανε ποίημα.Να το πω αλλιώς,αναγκάστηκε να κάνει την εντάφια ζωή ποίηση για να την αντέξει.Η Μπογιά θαρρώ πως είναι το πιο ακραίο δείγμα τούτης της ανάγκης-κι ούτε μπορώ να φανταστώ ανάλογο ποίημα.Αν το είχε γράψει ο Χέμινγουει ή ο Τσε Γκεβάρα,θα ήταν στα στόματα εκατοντάδων εκατομμυρίων σε όλο τον κόσμο
Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά.
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν
να μάθουνε πού βρήκα την μπογιά.
Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
όμως μπογιά δε βρήκαν
γιατί στιγμή δε σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν
[...]
Στην πραγματικότητα το τέλος του θα ερχόταν όπως το είχε προκαλέσει ο ίδιος.Όταν του κόβαν τα χέρια,θα δάγκωνε το πλοίο του Μεγάλου Βασιλιά,ένας μόνος του,με τα δόντια.
Έτσι ώστε: απάντηση να πάρουν πάλης βοή/ για να βρουν ανάπαυση οι πρώτοι νεκροί.
Ο Παναγούλης ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον καιρό του,πολύ μεγαλύτερος από τα δικά μας μέτρα και σταθμά,πολύ μεγαλύτερος από τις μεταπολιτευτικές μας ανάγκες και προσδοκίες.Γι'αυτό και τον τυλίγουμε με την αμηχανία μας,γι'αυτό και τον παραδίνουμε στη σιωπή.Τον εξωθούμε στο περιθώριο του νου μας γιατί δεν τον αντέχουμε,τον διώχνουμε από μέσα μας γιατί δειλιάζουμε να τον συλλογιστούμε.Είναι η ίδια η μοναξιά εκείνων των παλιών ηρώων του Σοφοκλή.[...]
Ο Παναγούλης πέθανε.Άφησε πίσω του πράξεις και ποήματα,αιμάτινη ιστορία,λαχανιάσματα,παραφορά,σπασμούς που αναταράζουν το νου και την καρδιά όσων τον γνώριζαν.Άφησε πίσω του την προμηθεϊκή λαχτάρα του για ανθρώπινες κοινωνίες,ανθρώπινες αξίες,ηθικά διλήμματα,ασυνάρτητα νεύματα.[...]Και κάποτε,μέσα στον αλλόκοτο τάφο του Μπογιατίου,βρήκε την ανάσα ν'απαντήσει με μια αχάλαστη κατάφαση στην άρνηση του θανάτου.
ΝΑ ΤΟ ΠΟΤΙΣΕΙΣ
Μην κλαις για μένα
αν ξέρεις πως πεθαίνω
να με βοηθήσεις δεν μπορείς
μα δες εκείνο το λουλούδι
για κείνο που μαραίνεται σου λέω
να το ποτίσεις.
[...]
Έχουμε μάθει να καταναλώνουμε μηνύματα-οι τραγωδίες παραείναι σύνθετες και ενοχλητικές για την αυτοκατάφασή μας.Ο Παναγούλης ενοχλεί ως μνήμη,ως ανθρώπινο σήμα,ως πολιτικό αίτημα,ως τραγικό άλμα.[...]
Γιατί δεν ήταν ελέγξιμος,διαπραγματεύσιμος,συζητήσιμος,ανταλλάξιμος,λελογισμένος,προβλεπόμενος,ενοχλεί γιατί δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν,μήτε τα φλογοβόλα,μήτε τους παπάδες,μήτε το διαλεκτικό ιστορισμό,γιατί ζωντάνευε τους τοίχους του τάφου του μοναχός του.[...]
Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν μπορεί να ελεγχθεί,να οριοθετηθεί,να γίνει ηρωικό παρελθόν,γλυκιά συναίνεση,Κυριακή Προσευχή,Σύμβολο της Πίστεως,γιατί δε σταματιέται με τίποτα και με κανέναν,παράφορο αίμα μέσα στις φλέβες,χαλάει τη σύμπνοια των ιδεών,χουγιάζει τους χωροφύλακες,ακυρώνει τα πολυβόλα των τυράννων.Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν αποσύρεται,δεν γίνεται πεπρωμένο,διαφημιστική αφίσα,σύνθημα της ένδοξης πλειοψηφίας,πακέτο προς διανομή,κοντολογής,ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν τελειώνει-γιατί παραμέννει λαχάνιασμα,πυρωμένη ματιά,μοναχική αποκοτιά,ερωτικός σπασμός και πιρουέτα θανάτου.
Εξ'άλλου,λένε,η παλιά μάχη τελείωσε.Πλέον κανένας μεγάλος βασιλιάς δεν έχει προηγούμενα με κανέναν.Τώρα πια ζούμε τον καιρό της ειρήνης-έτσι λένε.
Γι'αυτό λοιπόν:ξεχάστε τον Παναγούλη κι ανοίξτε την τηλεόραση.Θα σας δείξουμε μέρες λελογισμένα ηλιόλουστες,όσες και όσο χρειάζεται για να μη διαμαρτυρηθεί κανένας για τη βαρυχειμωνιά,σφυγμομετρημένους ψεύτες,εμπόρους του προσώπου τους,φτηνούς δημαγωγούς,χαμογελαστούς φασίστες που θα σας εξηγήσουν την αναγκαιότητα της Χιροσίμα,οργανικούς διανοούμενους που θα τάξουν άφθονη Ιστορία για όποιον συμφωνεί-γενικότερα: ομορφιές,ρόδινα ακρογιάλια,δωμάτια με θέα,καουμπόιδες που καθαρίζουν τους κακούς,χαρούμενες γιορτές χορτάτων,χάρτινο ουρανό και χάρτινη θάλασσα,υποκατάστατα ψωμιού και υποκατάστατα αγάπης,καλούς Θεούς που αγαπούν τα υπάκουα παιδιά,κακούς διαβόλους για να κρατούν τα γκέμια,και πολλούς πολλούς εφιάλτες για να γεμίσουν τη χαρούμενη μοναξιά σας.
Μα κάπου στα βάθη της νυχτερινής απελπισίας,μέσα στην αφόρητη ερημιά ενός πλήθους που έμαθε να πλαγιάζει με μικρές υπογλώσσιες δόσεις "προσαρμοσμένης λογικής"(όπου οι πλούσιοι ζούνε και οι φτωχοί πεθαίνουν),μέσα σε σπίτια με ενισχυμένα κουφώματα,διπλά τζάμια,τριπλές κλειδαριές,τετραπλά τηλεκοντρόλ,ένας παλιός σπασμός λογχίζει το νου μας,βάζει φωτιά στα στέρεα όνειρά μας,καταστρέφει τη νύχτα μας.Οι πεινασμένοι,οι βασανισμένοι,οι εξόριστοι,οι μετανάστες,οι απόκληροι και καταφρονεμένοι του πάντοτε θαυμαστού καινούριου κόσμου στέκουν εκεί έξω και περιμένουν.Όσοι πηγαίνουν στο παράθυρο,κάποτε βλέπουν τους θαμπούς ίσκιους τους.Και κάποιος πολλά χρόνια πεθαμένος,ανασαίνει την παμπάλαια τραγωδία του και χνωτίζει το τζάμι...
Μα δες εκείνο το λουλούδι
για ΄κείνο που μαραίνεται σου λέω
να το ποτίσεις...
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ "ΒΡΑΔΥΝΗ" ΣΤΙΣ 13-4-2004