πληρωμή


Τις μέρες που βαριέσαι να τις ζήσεις, τις χαρίζεις.Τις παίρνουν αυτοί, όλο λαχτάρα στα χέρια και στα μάτια.Τις πλάθουν μέρες δικές τους.Τις καταπίνουν ολόκληρες με ανείπωτη πείνα.Τις χωνεύουν.Τις μασάνε και στις δίνουν στο στόμα,λέξεις.Λέξεις χωνεμένες οι μέρες σου συνωστίζονται κάτω από τη γλώσσα σου και τη φουσκώνουν.Κροταλίζουν στα δόντια σου,μα δεν τις μασάς.Τις φτύνεις πάνω σ'άσπρο χαρτί.Τις αγαπάς.Το αίμα σου θα το'δινες πιο εύκολα.Κι αυτοί τις παίρνουν,τις μέρες που βαριέσαι να ζήσεις και τις ζουν αυτοί.Με ζέση και ζώση,σαν να'ταν δικές τους.Τις κάνουν ό,τι θέλουν.Ένα κορμάκι και το μαλάζουν.Χέρια ζεστά,χέρια διψασμένα,χέρια ευλαβικά.Το συλλαμβάνουν και το γεννάνε,το μεγαλώνουν και το γερνάνε.Το λατρεύουν,το προδίδουν,το σταυρώνουν και το ανασταίνουν.

Τις μέρες που βαριέμαι να τις ζήσω ένας χριστός μου τις ζητάει,μικρός κι ανίδεος.Τις φτιάχνει με λάσπη μέρες άλλων ανθρώπων και παίζει.Δεν θέλει ευγνωμοσύνη και σταυρούς.Μόνο φιλιά και να τον βάζω να κοιμάται.Κι ο σπλαχνικός του ουρανός που με σκεπάζει,πληρωμή.


Πέννυ Μηλιά


λεξιλόγιο


Θα ήθελα να φτιάξω ένα ημερολόγιο με φράσεις που λένε ό,τι πάντα ήθελα να πω,για να το ανοίγει κάθε απελπισμένος.Σκόρπιες γραμμές από βιβλία,κομματιασμένοι στίχοι ποιητών,παυσίπονα ψυχών.Να μίλαγα μόνο μ'αυτές τις φράσεις θα'θελα.Να'ταν αυτές το λεξιλόγιό μου.Η μόνη απάντηση σ'ό,τι κι αν μου συμβαίνει ή με ρωτούν.Ή η σιωπή.Μήπως και καταφέρω να κρατήσω συμπαγή τον όγκο από τις πετρωμένες λέξεις που μ'αποτελεί και κατρακυλά,πετροστοιβάδα,κάθε που ανοίγω το στόμα μου.Και λερώνει και φουσκώνει τη θάλασσα της ζωής μου τόσο,που την κάνει να μοιάζει με κάτι που μπορεί να γεμίσει ή ν'αδειάσει κανείς.


Πέννυ Μηλιά.

πέδιλα


Με τα πέδιλα μου τ' άσπρα
περπατούσα μια φορά
δίπλα στα δίχτυα ενός ψαρά
Ο πατέρας μου είχε άστρα
και σιρίτια αστραφτερά
μα εμένα μου 'λειπε η χαρά
κι είχα μια θάλασσα στο νου
τ' όνειρο χάλασα ποιανού


Με τα πέδιλα μου τ' άσπρα
που τους κόπηκε η κλωστή
βρήκα μιαν άσφαλτο ζεστή
Μ' έναν ανθό μωρό στη γλάστρα
που απ' τη γη είχε χωριστεί
γέλια και δάκρυα χιαστί
κι είχα μια θάλασσα για φως
μπας κι είναι ο έρωτας κρυφός


Με τ' άσπρα πέδιλα
πατάω τα βέβηλα
τ' άγρια τ' αγκάθια των καιρών
σε δρόμους άφατους
κι απ' την αγκράφα τους
σκύβω και λύνω το παρόν


Κι έχω μια θάλασσα για ευχή
λες κι είναι βότσαλο η ψυχή
χαρισμένο στις φίλες μου, Αμαλία Έρση Βέρα
Αγγελική Φωτεινή Άννα Φανή Φαίη Πέννυ
Λένα Χριστίνα Λυδία Ελενίτσα Κατερίνα

εγώ δεν είμαι ποιητής



Εγώ δεν είμαι ποιητής είμαι στιχάκι
είμαι στιχάκι της στιγμής
πάνω σε τοίχο φυλακής
και σε παγκάκι

Με τραγουδάνε οι τρελοί και οι αλήτες
καταραμένη είμαι φυλή
με μιαν εξόριστη ψυχή
σ' άλλους πλανήτες

Εγώ δεν είμαι ποιητής
είμ' ο λυγμός του
είμαι ένας δείπνος μυστικός
δίπλα ο Ιούδας κλαίει σκυφτός
κι είμ' αδερφός του


η αφιέρωση αφορμήθηκε από μια φράση του Βασίλη
Βασίλη για σένα...

αγαπημένα

Escher-the bond of union

Ο αγαπημένος διαδικτυακός φίλος, π.κ. με κάλεσε σ'ένα ενδιαφέρον παιχνίδι. Πρέπει να αναφέρω τα παρακάτω προσφιλή: πίνακα,φράση,ποίημα. Δύσκολο το βρίσκω μια και τα συγκεκριμένα είναι περισσότερα από ένα για κάθε "κατηγορία". Θα προσπαθήσω όμως, γιατί είναι πρόκληση να αφαιρείς επιλογές από τις επιλογές σου. Είναι κι αυτό μία άσκηση στην αφαιρετική "τέχνη"...
Πατέρα Παναγιώτη,ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση.Ήταν αλήθεια απόλαυση που συμμετείχα.
Όποιος θέλει μπορεί να παίξει.

Τον πίνακα τον ανάρτησα ήδη ως εισαγωγή στο παιχνίδι. Εδώ δυσκολεύτηκα αρκετά γιατί οι περισσότεροι πίνακες του Escher είναι αγαπημένοι. Κατέληξα σ'αυτόν:ο Δεσμός της Ένωσης.
Με συγκινεί που το εικαστικό,παράδοξο σύμπαν του Έσερ είναι βγαλμένο από έναν συνδυασμό της ονειρικής πραγματικότητας και των μαθηματικών-γεωμετρίας.Δημιουργεί πραγματικότητες αδύνατες-cosmo.gr-,όπου το πάνω μπερδεύεται με το κάτω,οι δύο διαστάσεις με τις τρεις,τα πουλιά μεταμορφώνονται σε ψάρια και αμφίβια,περίεργα πλάσματα βγαίνουν από καθρέφτες για να ενσωματωθούν στο χαρτί και μετά ν'αποκτήσουν πάλι ύλη.
Το ίδιο μου συνέβη και στις αγαπημένες φράσεις. Αναγκάζομαι να συμμορφωθώ προς τους κανόνες του παιχνιδιού,να γράψω μόνο μία και αυτή είναι η εξής:
"άνθρωποι αθώοι σαν άγραφες σελίδες
άνθρωποι ανυπεράσπιστοι σαν τις σελίδες που γράφτηκαν πια"
Τάσος Λειβαδίτης, "ο Φρουρός των Ημερών"
Και βεβαίως,είναι περιττό να το επαναλάβω για το αγαπημένο μου ποίημα.Εδώ, όσα κι αν αφαίρεσα,δεν κατόρθωσα να κρατήσω λιγότερα από τρία.Ζητώ συγνώμη αλλά δεν μπορώ στην καρδιά μου ν'αδικήσω κανένα.Έχουν όλα μέσα μου την ίδια ειδική βαρύτητα και λειτουργούν σαν δείκτες και πυξίδες σε άπειρες στιγμές της ζωής μου.
Το μικρό ψάρι-Γιώργος Χρονάς
Εδώ θα μείνω,είπε το μικρό ψάρι
με το'να μου μάτι να χαϊδεύει τις καρίνες των πλοίων
και τ'άλλο να μετράει την απόσταση
το βυθό
το στόμα μου θ'ανοιγοκλείνω όπως πίσω από τις γυάλες
τα κεντρικά ζαχαροπλαστεία
άναρθρες κραυγές δε θα βγάλω
θα κοιμηθώ για πάντα το ρεύμα να με πάρει
για να ξυπνήσω κάποτε
πυράγχη
σ'ένα μαύρο στερεό υγρό κατράμι ή λάδι
επαρχιακό λιμάνι
το σώμα μου μπλε ναυτικοί
μπρούτζινοι καπετάνιοι
μαύρα κουζίνας σκεύη θα κηδέψουν
γκαρσόνια την ύπαρξή μου θ'αναφέρουν
παιδιά θα παίζουν κάτω από τα τραπέζια,πάνω σ'επιφάνειες
κοντραπλακέ
ανίδεοι θα ρίχνουνε νομίσματα στα τζουκ μποξ
στους τηλεφωνικούς θαλάμους ώρες
οι σύζυγοι θ'αγαπούν τη γαλήνη
πληρώνοντας το τοπίο με σαλάτες και τυρί
θ'αγαπούν τις γυναίκες
Τα τύμπανα που ταιριάζουν στην ταφή μου δεν θ'ακούσω.
Η Ποίηση-Νίκος Καρούζος
Κάτι παράξενο συμβαίνει στο δωμάτιό μου
σαν πέσει η νύχτα.
Ένα πουλί ολάξαφνο
με φτερουγίσματα που μαχαιρώνουν τον αέρα
εισορμά και ύστερα πάλι ησυχία επικρατεί.
Ποτέ μου δεν ετόλμησα το φως ν'ανοίξω
και πάντα λέω τι να'ναι το ολάξαφνο πουλί
τι πτέρωμα να έχει
πώς άραγε να συγκινεί η μορφή του...
Πάντως όταν ξυπνώ με της αυγής το σκούντημα
δεν είμαι παρά μόνος στο δωμάτιο
σωματικά στερεωμένος απ'τον ύπνο
πιο γνώριμος του θανάτου από χθες
ενώ η ψυχή προσμένει
το καινούριο μήνυμα του ήλιου
όπως πάντα.
Όμως
τι να'ναι το πουλί που ξαφνικά
σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα
σφάζει την ησυχία του δωματίου μου
και το αισθάνομαι κοντά μου?
Ποτέ νομίζω δεν θα μάθω
κι ίσως είναι το πουλί αυτό,όλο το μυστικό εδώ πέρα.
Οι Αράχνες-Αργύρης Χιόνης
Ακοίμητες,αεικίνητες,υφαίνουν οι αράχνες στο υπόγειο περίτεχνα ποιήματα,υπό μορφήν ιστού,αλάνθαστες παγίδες για τους αφελείς που,γοητευμένοι,ξεχνούν τις αποστάσεις ασφαλείας και εισχωρούν για πάντα μέσα στην ποίηση,μεταμορφώνοντάς της έτσι σε σφαγείο.Δεν έχουν τέτοια πρόθεση οι αράχνες.Αυτές υφαίνουν τα ποιήματά τους για τη χαρά της ύφανσης και μόνο,κι έρχονται όλοι αυτοί οι ανόητοι και τα χαλούν,προσθέτοντας σ'αυτά τα πτώματά τους.

εφτά αλήθειες


Ο αγαπημένος μου φίλος ,Γιάννης Φιλιππίδης, με κάλεσε να πω εφτά αλήθειες για μένα. Πρόκειται για παιχνίδι? Διερωτώμαι...Γιάννη μου,χαρά μου, σ'ευχαριστώ. Κι εγώ σ'αγαπώ!



1. Νιώθω αμηχανία όταν με καλούν σε μπλογκοπαιχνίδια.Όταν όμως η
πρόσκληση έρχεται από φίλους που εκτιμώ,σέβομαι και πάνω απ'όλα αγαπώ,
το κάνω με μεγάλη χαρά.



2. Καταφάσκω συχνά στο παράλογο.


3. Αμετακίνητη και ακοίμητη είναι η δίψα μου για τη ζωή και την αλήθεια.


4. Αφουγκράζομαι τις κραυγές και τους ψιθύρους των ανθρώπων,
των θεών και των δαιμόνων.


5. Πιστεύω.


6. Φοβάμαι τους ιανούς.


7. Συγχωρώ.



(Ίσως βρείτε μια ακόμη κρυμμένη αλήθεια στο τραγουδάκι που παίζει.)
Καλώ όποιον έχει κέφι να συμμετάσχει στο παιχνίδι των εφτά αληθειών.




Ιλιάδα-Ραψωδία Α


Έχει σημασία να στραφούμε στο αρχαίο κείμενο και να δούμε τις φράσεις που χρησιμοποιεί ο Όμηρος.Λέει λοιπόν ο ποιητής:εν δε οι ήτορ/στήθεσιν λασίοισι διάνδιχα μερμήριξεν(στα μαλλιαρά τα στήθια η καρδιά του ταλαντεύτηκε ανάμεσα σε δύο γνώμες,στ.188-189)και ήος ο ταυθ'ώρμαινε κατά φρένα και κατά θυμόν(όσο αυτές τις δύο γνώμες πηγαινοέφερνε στο νου και στην καρδιά του,στ.193)

Το ήτορ είναι η καρδιά,που αποτελεί έδρα των αισθημάτων και σχετίζεται με την ικανότητα της κρίσης.Για τον Όμηρο η καρδιά είναι κάτι απτό και υλικό,που βρίσκεται μέσα στα στήθη του ανθρώπου. Η λέξη ήτορ είναι σχεδόν συνώνυμη με τη λέξη θυμός,που χρησιμοποιείται στο δεύτερο στίχο.Το ρήμα μερμηρίζω σημαίνει,εδώ,"ταλαντεύομαι ανάμεσα σε δύο ιδέες,σε δύο γνώμες,αμφιβάλλω και η αμφιβολία αυτή μου προξενεί στεναχώρια.Το ποιητικό ρήμα ορμαίνω σημαίνει "στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου,ερευνώ,κρίνω,συλλογίζομαι,σκέφτομαι.Η λέξη φρην,φρενός(η) δηλώνει εδώ την καρδιά ή το νου ως έδρα των διανοητικών δυνάμεων,της αντίληψης,της σκέψης.Τέλος η λέξη θυμός είναι σχεδόν συνώνυμη της λέξης φρην και δηλώνει την έδρα της νόησης,που βρίσκεται στα στήθη του ανθρώπου.Τα πράγματα φαίνονται λιγάκι μπερδεμένα,σαν τις σκέψεις του Αχιλλέα,αλλά θα προσπαθήσουμε να τα ξεμπερδέψουμε.

Σύμφωνα με τον Dodds(Οι Έλληνες και το παράλογο,εκδ Καρδαμίτσα,1978,Αθήνα,σ.33)στον Όμηρο ο θυμός "μπορεί να οριστεί,πρόχειρα και γενικά ως όργανο αίσθησης[...]Ο θυμός του ανθρώπου είναι που του λέει ότι πρέπει τώρα να φάει,να πιει, ή να σκοτώσει κάποιον εχθρό,τον συμβουλεύει στην πορεία της πράξης και βάζει τις λέξεις μέσα στο στόμα του.Μπορεί να συνομιλεί μαζί του ή με την καρδιά του,ή με την κοιλιά του,σχεδόν σαν άνθρωπος σε άνθρωπο.[...]Στον ομηρικό άνθρωπο ο θυμός φαίνεται πως δε γίνεται αισθητός σαν μέρος του εαυτού του:συχνά παρουσιάζεται σαν μια ανεξάρτητη εσωτερική φωνή.Ένας άνθρωπος είναι δυνατόν να ακούει ακόμα και δύο τέτοιες φωνές."Ο Αχιλλέας ακούει ακριβώς δύο τέτοιες φωνές. Η μία του λέει να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα και η άλλη να δώσει τόπο στην οργή του και να σωπάσει.

Οι λέξεις,φρην,ήτορ και θυμός,είναι λοιπόν σχεδόν συνώνυμες.Η οντότητα την οποία δηλώνουν,εδράζεται στο στήθος,είναι κατά κάποιο τρόπο ανεξάρτητη από τον "εαυτό" κι έχει το χαρακτήρα μιας εσωτερικής φωνής.Συχνά όμως συναντούμε δύο τέτοιες εσωτερικές φωνές,οι οποίες μπερδεύουν τον άνθρωπο και προσπαθούν να κατευθύνουν τη συμπεριφορά του προς τα εδώ ή προς τα εκεί.Οι εσωτερικές αυτές φωνές προσφέρουν δύο επιλογές,που είναι αντίθετες μεταξύ τους.Ο άνθρωπος ταλαντεύεται ανάμεσα σ'αυτές τις δύο επιλογές,αμφιβάλλει,και αυτός ο μετεωρισμός,αυτή η αμφιβολία,του προξενεί στεναχώρια.Ακούει τις φωνές,τις εξετάζει,συνομιλεί μαζί τους και στο τέλος αποφασίζει ποια θ'ακολουθήσει.Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που ο άνθρωπος αδυνατεί να πάρει μια απόφαση και μένει με την αμφιβολία να του σπαράζει τα σωθικά.Τότε είναι που επεμβαίνει συνήθως μια θεότητα και τον βγάζει από το δίλημμα.Έτσι γίνεται και με τον Αχιλλέα.Επεμβαίνει η Αθηνά και δίνει λύση στην αμφιβολία του.


με τούτες/τες έπαρσές του γρήγορα θα χάσει τη ζωή του(στ.204-205)

Έχουμε εδώ την πεποίθηση του ομηρικού ανθρώπου ότι η έπαρση,η αλαζονεία,η κακώς εννοούμενη υπερηφάνεια,αποτελεί ένα είδος αμαρτήματος,σφάλματος,και δίκαια επιφέρει την -θεϊκή-τιμωρία.Ο Αχιλλέας θεωρεί αλαζονική τη συμπεριφορά του Αγαμέμνονα,γι'αυτό και εκφράζει τη βεβαιότητά του ότι ο Ατρείδης θα πληρώσει κάποια στιγμή με την ίδια του τη ζωή αυτή την αλαζονεία,αυτή την έπαρση.Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι,αν και σε αυτό το στίχο χρησιμοποιεί τη λέξη υπεροπλίη,ο Όμηρος αποδίδει την αλαζονεία με τη λέξη ύβρις,την οποία συναντούμε στο στίχο 203(ο Πολυλάς επιλέγει τη λέξη "αδικία") και στο στίχο 214.Λέμε ότι κάποιος διαπράττει "ύβριν" όταν συμπεριφέρεται με τρόπο που είναι προσβλητικός και υπερβαίνει τη φύση του καθώς και τα επιτρεπτά όρια της δράσης του.Όταν αυτό γίνεται,επεμβαίνουν οι θεοί και τιμωρούν τον "υβριστήν".


Θυμόμαστε και το τρίπτυχο: Ύβρις-Νέμεσις-Τίσις.


πηγή:Γιώργος Βασιλείου-Μιχαήλ
Ομήρου Ιλιάδα

Σαρλ Μπωντλαίρ

Κάποιο πρόβλημα εμφανίστηκε στην προηγούμενη ανάρτηση σε σχέση με τα σχόλια,
όποιος επιθυμεί να σχολιάσει-μέχρι να το αποκαταστήσω-μπορεί να σχολιάζει εδώ,για το κείμενο του Σαρλ Μπωντλαίρ.Ευχαριστώ.

τα άνθη του κακού-Μπωντλαίρ


-Σημειώσεις και στοιχεία για τον δικηγόρο μου-

Το βιβλίο πρέπει να κρίνεται στο σύνολό του,οπότε και αποπνέει μια τρομερή ηθικότητα.Επομένως δεν έχω κανένα λόγο να είμαι ευχαριστημένος από αυτή την εξαιρετική επιείκεια που ενοχοποιεί μόνο 13 ποιήματα από τα 100.Η επιείκεια αυτή με λυπεί αφάνταστα.Αυτό ακριβώς το τέλειο σύνολο του βιβλίου μου είχα κατά νουν,όταν έλεγα στον κύριο Ανακριτή:Το μοναδικό μου σφάλμα ήταν ότι βασίστηκα στη νοημοσύνη των άλλων και δεν έγραψα κάποιον Πρόλογο,όπου θα κατέθετα τις λογοτεχνικές αρχές μου και θα έθιγα το τόσο σημαντικό θέμα της Ηθικής.

[...]
Υπάρχει παραγραφή για δύο από τα "επιλήψιμα" ποιήματα-"Λέσβος" και "Η απάρνηση του Αγίου Πέτρου"-.Και τα δύο έχουν δημοσιευτεί εδώ και καιρό,και δεν ασκήθηκε καμία δίωξη.Υποστηρίζω όμως,στην περίπτωση που θα με υποχρέωνε κανείς να παραδεχτώ κάποια σφάλματα,ότι υπάρχει και ένα είδος γενικής παραγραφής.Θα μπορούσα να συντάξω έναν τεράστιο κατάλογο από σύγχρονα βιβλία,εναντίον των οποίων δεν ασκήθηκε δίωξη και τα οποία δεν αποπνέουν,όπως το δικό μου,τη ΦΡΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ.Πάνε τώρα 30 χρόνια που η λογοτεχνία απολαμβάνει μιας ελευθερίας και τώρα,ξαφνικά,θέλουν να την κολάσουν στο πρόσωπό μου.Είναι δίκαιο αυτό?
Υπάρχουν πολλών ειδών ηθικές.Υπάρχει η θετική και πρακτική ηθική,στην οποία πρέπει να υπακούει όλος ο κόσμος.Υπάρχει όμως και η ηθική των τεχνών.Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό,κι οι τέχνες το'χουν αποδείξει αυτό περίτρανα,από καταβολής κόσμου.Υπάρχουν επίσης πολλών ειδών Ελευθερίες.Υπάρχει η Ελευθερία για τη Μεγαλοφυία,κι υπάρχει και η ελευθερία για τους αχρείους.

Γιατί δηλαδή ο κύριος Charles Baudelaire να μην έχει το δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί για τις ελευθερίες των οποίων χαίρει ο Beranger?Το θέμα για το οποίο κατηγορείται ο Baudelaire,το έχει πραγματευτεί ο Beranger.Tι προτιμάτε?Τον μελαγχολικό ποιητή ή τον ανέμελο και ξεδιάντροπο?Τη φρίκη που ενυπάρχει στο κακό ή τη φιλοπαιγμοσύνη?Τη μεταμέλεια ή την αναισχυντία?(Ίσως θα ήταν φρόνιμο,η χρήση αυτού του επιχειρήματος να γίνει με φειδώ και μέτρο.)


Επαναλαμβάνω: ένα βιβλίο πρέπει να κρίνεται στο σύνολό του.Στη βλασφημία,αντιπαραθέτω επικλήσεις προς τον Ουρανό.Στη χυδαιότητα,πλατωνικά ήθη.Από καταβολής Ποιήσεως,έτσι έχουν γραφτεί όλα τα ποιητικά βιβλία.Πώς αλλιώς όμως μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο που στοχεύει να αναπαραστήσει ΠΩΣ ΔΟΝΕΙΤΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΑΠ'ΤΟ ΚΑΚΟ?[...]

Μα τι είναι τέλος πάντων αυτή η σεμνότυφη και εριστική ηθική,στόχος της οποίας,ούτε λίγο ούτε πολύ[sic]είναι να στρατολογήσει συνωμότες,ακόμα και στις τόσο ήρεμες τάξεις των ονειροπόλων?

Τούτη δω η ηθική θα'φτανε ακόμα στο σημείο να πει:ΑΠΟ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΗΣ,ΘΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΑ,ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΧΡΗΣΙΜΕΥΟΥΝ ΣΤΟ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ...
Τι αποτρόπαιη υποκρισία!
Charles Baudelaire



το τραγουδάκι "σιγά μην κλάψω" αφιερώνεται άπαξ στην αποτρόπαιη υποκρισία,στη φιλαυτία και στην ξιπασιά

θριαμβική ωδή

Στο οδυνηρό φως των μεγάλων ηλεκτρικών λαμπτήρων του εργοστασίου
έχω πυρετό και γράφω
Γράφω τρίζοντας τα δόντια,θηρίο μπρος στην ομορφιά
αυτού του πράγματος,
μπρος στην ομορφιά αυτού του πράγματος,άγνωστη
εντελώς στους αρχαίους.

Ω,τροχοί,γρανάζια,ρ-ρ-ρ-ρ-ρ-ρ-ρ αιώνιο!
Δυνατέ συγκρατημένε σπασμέ των μηχανών σε παραφορά!
Σε παραφορά μέσα κι έξω μου,
κατά μήκος όλων των νεύρων μου που τα'κοψε ο ανατόμος
κατά μήκος όλων των θηλών με τις οποίες νιώθω!
Έχω τα χείλη στεγνά,ω μεγάλοι θόρυβοι μοντέρνοι,
να σας ακούω από τόσο κοντά,
και φλέγεται το κεφάλι μου να θέλω να σας τραγουδήσω
με μια υπερβολή
στην έκφραση όλων των αισθήσεών μου,
με μια υπερβολή σύγχρονή σας,ω μηχανές!

απόσπασμα από τη θριαμβική ωδή
του Αλβάρο ντε Κάμπος

για τον Βασίλη

νιώσε με

φωτό:yuri bonder

Πολλοί ορκίστηκαν πως μ’ αγαπήσανε
γιατί κατάλαβαν ποιος είμαι τάχα
και σαν τους πίστεψα μ’ εγκαταλείψανε,
ανάγκη μ’ είχανε, αυτό μονάχα



ρασούλης-βαγιόπουλος

η μαθήτρια που έγινε αμύγδαλο


Εκεί οι άνθρωποι ήταν ανέκαθεν καχύποπτοι κι ωραίοι,ευγενικοί και κουτοπόνηροι,κακοί και φιλόξενοι.Μάλιστα,οι επισκέπτες,αντί να χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών,έμπαιναν κατευθείαν,ανεξαρτήτως ώρας ή μέρας.Τουναντίον,θεωρείτο τεκμήριο καλής ανατροφής να χτυπάει κανείς την πόρτα προτού βγει απ΄το σπίτι,αφού,εξ'αιτίας της αγοραφοβικής πολεοδομίας των Ενετών,τα πεζοδρόμια της παλιάς πόλης ήταν στενά έως ανύπαρκτα.

...............................................................................................................................................................................

Και η ζωή συνεχιζόταν.Βάτραχοι κόαζαν την ημέρα νομίζοντας πως είναι νύχτα.Και τα ρούχα των πλουσίων αναστέναζαν γλυκά.Και το κάπνισμα ήταν μια ασθένεια που μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα.Όσο για τους νεκρούς,τους έθαβαν μόνον μ'ένα μαγιό,διότι,αν και χριστιανοί,πίστευαν ότι ο Άδης ήταν υδάτινος.Πεθαμένοι που υποτίθεται ότι επέστρεφαν στην Κυμέριφο πού και πού από τον Κάτω Κόσμο συνήθιζαν να συστήνονται στα πεζοδρόμια ή έξω απ'τα κλαμπ της παραλιακής και να αφηγούνται τις περιπέτειές τους παίζοντας κιθάρα ή ξυλόφωνο.Και τα μεσημέρια κοιμόνταν στον αέρα,πάνω σε τεράστιους χαρταετούς που πετούσαν δεμένοι πίσω από τα υπεραστικά λεωφορεία.

.......................................................................................................................................

Έτσι κυλούσε άφοβα η ζωή για την οποία οι πάντες πίστευαν ότι αποτελούσε ένα θανάσιμο νόσημα που μεταδιδόταν με τη σεξουαλική επαφή.

.........................................................................................................................

Αλλ'αυτός ήταν αρκούντως πονηρός

και πλησιάζει στο αφτί το βοηθό του

και του λέει:"δες πως άλλαξ'ο καιρός

με τη μέθοδο μαστίγιου και καρότου:

ή ξηγιέσαι τις προβλέψεις των ζωδίων

δωρεάν,ή μένεις μ'ένα χέρι μείον"

................................................................................................................................

Αχ,έχει FORWARD,REWIND και PAUSE

κι αλλάζει όπως ο χαμαιλέοντας

πράσινο,κίτρινο,σταχτί και ροζ

και χρυσοπόρφυρο...και πάει λέγοντας...

................................................................................................................................

"κοινοτοπία!Δεν νομίζω ωστόσο να γνωρίζετε πως η κατσαρίδα ουδέποτε περιφέρεται στο εσωτερικό των εκκλησιών..."

"όκι,και κέστηκα αν περιφέρεται ή όκι.Εσείς το ξέρετε ότι όποιος κοιτάξει στα μάτια τον πίθηκο που λέγεται ραδινός αρρωσταίνει επί τόπου και σπάνια τη γλιτώνει?"

"Αχ,αυτό έλειπε να μην ξέρω για τον ραδινό!!!Δε μου λες,μωρό μου ψιλοκομμένο,εσύ ξέρεις ότι οι καρδερίνες κελαηδούν στη μι ύφεση μείζονα?"

"Μπα?Πολύ αμφιβάλλω αν ισκύει κάτι τέτοιο...Για πείτε μου,γνωρίζετε ότι καθώς περπατάει ο σκίουρος,σβήνει τα ίχνη του με την ουρά του?"

...................................................................................................................................................

Έτσι,η μεν πρώτη αδελφή πήγε στον Παράδεισο χωρίς το κινητό της,ενώ η δεύτερη συνελήφθη από τα ίδια τα γάντια της,της δε τρίτης τ'απομεινάρια πουλήθηκαν χρόνια αργότερα σε ζαχαροπλαστείο υπό μορφήν κινέζικου μαντολάτου.Έκτοτε,οι ηλικιωμένες γυναίκες στο νησί αφηγούνται το παραμύθι στις εγγονές τους,για να τους δείξουν ότι αυτά είναι τα τρία πράγματα που κρατούν τον κόσμο στη θέση του.Δηλαδή,η αντιπαροχή αγαθών,κερασιών ή άλλων,η ανθρώπινη επαφή,με ή χωρίς γάντια,και η ευγένεια της φύσης,όπου ο υδράργυρος ανεβοκατεβαίνει απρόσκοπτα.


αποσπάσματα

Ευγένιος Αρανίτσης.

Περσεφόνη και άλλα ποιήματα


Περσεφόνη

Να γινόταν να χαθώ
καθώς χάνονται όλοι όσοι μαζεύουνε λουλούδια
έτσι συλλογιζότανε καθώς
περνούσε τα φανάρια της Ομόνοιας
για να κατέβει
όχι στον Άδη(ακόμη)
αλλά στις σκάλες τις ακίνητες της Ομόνοιας
της Άνοιξης ένας κόκκος να γινόμουν
που καταδέχτηκε
ως και τις σκονισμένες τέντες της Κεραμεικού
έλεγε καθώς έπαιρνε από τη νέα κοπέλα μια προκήρυξη
που φώναζε τους εργαζόμενους στο ύφασμα
σε μια ακόμη εικοσιτετράωρη απεργία.
Να'χα εικοσιτέσσερις ώρες
απόλυτης ζωής
χαϊδεύοντας τον σφριγηλό μαστό
τούτης της μέρας
που με ουράνια βία κατασκήνωσε
στα μάτια
σκεφτόταν καθώς πέρναγε σκυφτή
πλάι στη φλογέρα
που συνόδευε το κασετόφωνο
ενός τυφλού στολισμένου με λαχεία.
Αν είχα λίγη τύχη ένα φως
από αυτό που κατοικεί μέσα στο άλλο
καθώς τώρα τις σκάλες παίρνω
για τ'απάνω
Παιδί παρθένο πάλι να χαθώ
καθώς χαθήκαν όλοι όσοι μαζεύανε λουλούδια
και μια φορά ακόμη να βρεθώ
πάνω στο χώμα.

(Άνοιξη 1988)


............................................


κοιτάζω τα ρούχα μας
τα πεταμένα βιαστικά πριν τον έρωτα
τι φύρδην μίγδην,τι ανακάτωμα,
σαν τα ρούχα των άτυχων
που τους στήναν στα σκοπευτήρια
ή τους στοιβάζαν στους θαλάμους αερίων
Τι τύχη καλή μου
που θα τα ξαναξεχωρίσουμε με τα χέρια μας
θα τα φορέσουμε στα κορμιά μας και θα φύγουμε
κι ας ήταν ποτέ να μην ξαναβρεθούμε


...............................................


κι ο εαυτός σου να σε συγκινεί
δεν είναι λίγο
το μεσημέρι πολιορκεί το δωμάτιο
το ντιβάνι,τις καρέκλες,τα βιβλία
κοιτάζω το σώμα μου
τι μυστήριο! τι τελική αφετηρία!
στον τοίχο κοιτάζω τα νοερά μου πτυχία
Πτυχία.Τι'ναι τα πτυχία?
Παραφορά του επιτυχία?
του ευτυχία?
σύντμηση του πτυελοδοχεία?
Πανεπιστήμιο Αθηνών κρεματόριο του πνεύματος!
εφτά χρόνια να κατεβώ τριανταεφτά σκαλιά.
Τι κάθεστε εκεί μέσα αριβίστες πασοκάκια
φιλόσοφοι του μεσονυκτίου
κυρίες με διπλά επίθετα?
Κι έχετε και τον Ηράκλειτο
στα ράφια σας
να σας κοιτάει!


ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ.


Σω.Μα.


κάποτε θα ήσουν βάτραχος
τότε που ήμουν νυχτερίδα

το φιλί περιττό



Τίτος Πατρίκιος


Το μήνυμα


Σε γνώρισα ναυαγός σε μια μεγάλη πόλη
που οι άνθρωποι περνούν και χάνονται
με μια βουή ωκεανού.
Κι ήταν σαν θαύμα το πώς βγήκαν
καινούρια λόγια απ'το στεγνό μου στόμα.
Τ'απόθεσα χωρίς καμιάν εγγύηση,παράλογα
σ'ένα μπουκάλι και τό'ριξα στην άσφαλτο.
Ήξερα πως δεν είχα τίποτα να περιμένω
μα δεν βρισκόμουν πια στην πρώτη νιότη μου
κι η σύνεση γινόταν πια μια πολυτέλεια δυσβάσταχτη.

VIA DEI CORONARI 123

Άχρηστο μέσα στη μνήμη τ'όνομά σου
χωρίς τους φθόγγους που το ζωντανεύαν
σαν τη χαμένη σύσταση σπιτιού
όπου κανείς δεν ξέρει πως έχω κατοικήσει.

Πάνος Θεοδωρίδης


Από πότε οι προσωπικές εμπειρίες
γίνονται ποίηση διαρκής και λάγαρη
κι ως πότε την πτωχεία των υψηλών
νοημάτων θα κρύβουν∙ χειμώνιασε
οι γνωστοί δουλεύουν∙ η βενζίνη ακρίβηνε
με δυσκολία βγαίνει ο στίχος.
Από τη συλλογή Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ (1980)


Ωδή (IV)

για τη Στέλλα


Αγεωγράφητα μάτια έχεις εσύ
έχεις στοχαστικό μεθύσι
κι αν δεν γυρνούσα στο μαύρο παρελθόν
αδίστακτα θα σε χαρακτήριζα
αδύναμη, με ήθος, καταπληκτική
τραυλή στο φως, τέλεια στη γύμνια σου
με ταξίδια πολλά και χαμένα παντού
με ρυτίδες που ελάτρεψα και τέλος ερωτευμένη
Είτε σε καλύπτουν ποιητικά είτε όχι οι στίχοι μου,
άλλους δεν έχω.
Από τη συλλογή Ποιήματα που θα χαθούν στην ομίχλη (2001)

θαυματοποιός


Ξυπνώ ποθώντας τον ευλογημένο στίχο,
σπάσαν τα νεύρα μου να κυνηγώ τη ρίμα·
σκληρό να παίρνω σβάρνα κάθε οικείο μου μνήμα,
να κλέβω τους νεκρούς, να τους αλλάζω σ’ ήχο.

Πόσο ευσυνείδητος! Αν κι άρρωστος (και βήχω)
μετρώ λογάριθμους και τονική στο ποίημα·
ζυγίζω στο, πότε βραχέα, μακρά στο, κρίμα·
ανισοσυλλαβίες παλεύουν ν’ αποτύχω.

Μα θα φκιαχτή το γαμημένο το σονέττο·
κι ανταμοιβή μου η αθανασία κι ένα μπουκέττο
ευώδεις κρίνοι, από τα χέρια της Καλής μου.

Μετά, θ’ αναπαυθώ στους θείους ασφοδελώνες
μ’ όλους τους μείζονας ποιητές· κι οι Παταγόνες
θα προσκυνούν τα ελληνικά της ποιητικής μου.


Ηλίας Λάγιος

Γιάννης Κοντός


μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας,
μετά,τι γκρεμός,Θεέ μου!

προς Λεύκιον


Οι περισσότεροι, Λεύκιε, υποστηρίζουν πως η ποίησις δημιουργείται από τις λέξεις και καμαρώνουν για την αυτονόητη σοφία τους. Πιο εύστοχον θα ήτο να πουν ότι ανίσταται εξ αυτών ως θερμός πίδαξ προσεγγίζουσα τ’ άστρα. Αναλίσκονται περιγράφοντες την όψιν της φύσεως.Τους διαφεύγει όμως ότι ασχολούνται μόνον με το πλαίσιον, όπου η τελειοτέρα απόδοσίς του είναι απλώς καλλιέπεια.Οι ελάχιστοι διακονούν την ιδέαν,προσπαθούντες να την διατηρήσουν αλώβητον εκ των φλεγομένων υπό του συναισθήματος λέξεων.

12.


Εις το ερώτημά σου, Λεύκιε, τι είναι το ποιητικώς οράν, αδυνατώ ν’ απαντήσω ευθέως. Είναι ίσως η αποκάλυψις μικρών ή μεγάλων αληθειών που κρύπτονται κάτω από την εφθαρμένη καθημερινότητα ή όπισθεν υψηλών ιδεών. Δεν είναι βεβαίως η περιφραστική περιγραφή των,όπως οι περισσότεροι πιστεύουν.Δεν είναι επίσης η αυταπάτη της καλλιεπούς αυταρέσκειας. Είναι ίσως η ιχνηλάτησις των μυστικών σημείων της θεότητος, η μετά περισκέψεως και λόγου μυστική πτήσις, το αιτιώδες και το αναίτιον.Είναι όλα αυτά και ταυτοχρόνως τίποτε εξ αυτών. Μη λησμονείς επίσης ότι η ατελεύτητη ποιητική θάλασσα υπάρχει, διά να την διασχίζομενμε πηδάλιον την αβεβαιότητα.

26.

Καθημερινή τροφή της ποιήσεως είναι τα συναισθήματα βεβαίως,πλην όμως άλλος ο σκοπός της. Όσοι σταθμεύουν εις αυτά, αναλίσκονται μόνον στην περιγραφή του εφήμερου.Υπηρετούν το ήμισυ της τέχνης,εκπαιδεύουν το ήμισυ της ψυχής.Οι σπινθήρες των ιδεών περιμένουν όπισθεν των συναισθημάτων.Διά να τους φθάσουμε, χρειάζεται να τα προσπερνούμε διαρκώς, πράγμα δυσκολότατον, διότι αυτά είναι οι υφαντές του βίου. Όταν αποφύγουμε την σαγήνην τους, τότε μπορεί να υπηρετήσουμε πραγματικά την τέχνη.

36.


Συλλογίσου τον λυρισμόν. Η νεότης οδηγεί συνήθως εις αυτόν με ορμή σφύζουσαν. Τότε χρειάζεται προσοχή και νηφαλιότης. Το μυαλό και η όρασις πρέπει να συνεκπαιδεύονται. Να μην επαναπαύεσαι στις εικόνες. Όπισθεν αυτών να επιδιώκεις την ουσίαν, να ευρίσκεσαι μέσα στο ποίημα και ταυτοχρόνως μακράν του. Να είσαι η ίδια η συγκίνησις και το αίσθημα και συνάμα ο ψυχρός θεατής των. Ίσως τότε ν’ ακούσειςτον ψίθυρο των Μουσών, γιατί τότε το ποίημα θα συνεχίζεται και μετά την ανάγνωσίν του.

57.

Με απασχολεί επιμόνως η σκέψις, Λεύκιε,ότι η ποίησις είναι ίσως μεταμφιεσμένη αυταρέσκεια. Ότι γεμίζουμε την ζωή μας με στίχους, που θαυμάζουν ωραίες γυναίκες,την φύσιν, το βάθος των ιδεών, με απώτερον ίσως στόχον τον έπαινον. Ευτυχώς όμως που η φρικτή μου αμφιβολία διασκεδάζεται από την ανεκλάλητον αίσθησιν του δημιουργείν,από την ισότιμη συνομιλία μας με τ’ άστρα.

68.
Ο χρόνος, Λεύκιε, ο μέγας αλχημιστής,διαρκώς εξαλλάσει τις ουσίες.Μεταπλάθει τον έρωτα σε μνήμη,κατόπιν σε ασυγκίνητη εικόνα και τέλος σε αίσθηση ματαιότητος.Εξυψώνει από το σώμα την ορμή της ζωής σε δύναμιν εποπτείας.Αυτό όμως συμβαίνει πάντοτε ολίγον Προ της θύρας όπου αναμένει Ο ψυχοπομπός. Τόση λοιπόν Ωριμότης χρειάζεται διά το σκότος ;

69.

Πολλά ποιήματα ομοιάζουν με σπλάχνα θυσιαζόμενου ζώου.Ασπαίρουν επ’ ολίγον στο φως, Κατόπιν ακινητούν και ξεραίνονται.Τόσον ελάχιστος είναι ο βίος τους.


102.

τα πουλιά είναι περιττά στην ποίηση, Λεύκιε,εκτός από εκείνα που δηλώνουν τους οιωνούς.

112.

Η ποίηση δεν πρέπει να είναι πάντοτε ρητή. Πρέπει να υπαινίσσεται κατά την σοφήν τεχνική των μαντείων.Ο Απόλλων δεν απεκλήθη ματαίως Λοξίας. Δεν αρκεί λοιπόν, Λεύκιε,να ομιλούν μόνον οι λέξεις,αλλά προτίστως να σημαίνουν.Τότε ίσως οι στίχοι να προχωρήσουν πέραν του αισθητού προς την ουσίαν.

118 ΙΙ.


Οι ποιηταί, Λεύκιε, ομοιάζουν
με ξυλουργούς. Άλλοι τεχνουργούν πολυτελή έπιπλα,άλλοι μεταχειρίζονται μόνον το ξύλον που μυρίζει δάσος με πρωινή βροχή και άλλοι αρέσκονται σε σχήματα αόριστα.Όλοι τους προσπαθούν, μάλλον χωρίς ελπίδα, να εξωραϊσουν τον έρωτα και τον θάνατο,τον ωμοφάγο χρόνο. Ίσως γιατί γνωρίζουν καλά ότι αυτά είναι
οι μόνιμες επιπλώσεις του βίου


αποσπάσματα από το "προς Λεύκιον"
Τάσος Ρούσσος
εκδ Καστανιώτης 2005


Από ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ


3
Πάει πολύς καιρός που δεν γράφω.Έχουν περάσει μήνες που δεν ζω,απλά διαρκώ μεταξύ γραφείου και βιολογίας,με τις αισθήσεις και τις σκέψεις μου ενδόμυχα τελματωμένες.Δυστυχώς ούτε έτσι βρίσκω ανάπαυση:ακόμα και μέσα στη σήψη γίνεται ζύμωση.
Πάει πολύς καιρός που όχι μόνο δεν γράφω μα ούτε καν υπάρχω.Μου φαίνεται πως σχεδόν δεν ονειρεύομαι πια.Οι δρόμοι είναι πια για μένα σκέτοι δρόμοι.Κάνω τη δουλειά του γραφείου συνειδητά και με προσοχή,δεν μπορώ όμως να πω και χωρίς να αφαιρούμαι:από πίσω,αντί να σκέφτομαι,κοιμάμαι-πάντα όμως πίσω απ'τη δουλειά είμαι κάποιος άλλος.
Πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχω.Είμαι απολύτως ήσυχος.Κανείς δε με ξεχωρίζει από αυτόν που είμαι.Με νιώθω τώρα ν'αναπνέω σαν να είναι κάτι που επιχειρώ για πρώτη φορά ή με μεγάλη καθυστέρηση.Αρχίζω να έχω συνείδηση πως έχω συνείδηση.Ίσως αύριο να ξυπνήσω μέσα μου και να ξαναπιάσω την πορεία της ύπαρξής μου από εκεί που την έχω αφήσει.Δεν ξέρω,αν έτσι,θα είμαι περισσότερο ή λιγότερο ευτυχισμένος.Δεν ξέρω τίποτα.Σηκώνω το κεφάλι του περιπατητή που είμαι,και βλέπω πως πάνω στο λόφο του Φρουρίου,το ηλιοβασίλεμα,από τα νώτα μου,φλέγεται σε δεκάδες παράθυρα,λαμπάδες ψηλές κρύας πυράς.Γύρω απ'αυτά τα σκληρά φλόγινα μάτια,ο λόφος γλυκαίνει από το τέλος της ημέρας.Μπορώ τουλάχιστον να αισθάνομαι θλιμμένος και να έχω συνείδηση πως μ'αυτή τη δική μου θλίψη,διασταυρώνεται τώρα-όπως το βλέπω με την ακοή-ο ξαφνικός θόρυβος του τραμ που περνάει,οι φωνές των νεαρών που κουβεντιάζουν,το λησμονημένο βουητό της ζωντανής πόλης.
Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ.

ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ