Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα το όνομα που μας δίναν:"Μετανάστες".
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε, λέυτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε να μείνουμε για πάντα εκεί,αν γινόταν. Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνήγησαν, μας προγράψανε. Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δεν θα ναι, μα εξορία. Έτσι, απομένουμε εδωπέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιό κοντά στα σύνορα, προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό σημάδι αλλαγής στην άλλη όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα ν' απαρνιόμαστε,χωρίς να συγχωράμε τίποτα από όσα έγιναν, τίποτα δε συγχωράμε!
Α, δε μας ξεγeλάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμε δώ τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατοπεδά τους. Εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας, περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα, μαρτυράει τη ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα.