σελίδα




Πάλι απέναντι στην σελίδα.
Η μόνη επιφάνεια που αντανακλά χωρίς να τυφλώνει.
Απορροφά όλους τους κραδασμούς της τυφλής ψυχής μου.
Τυφλή στην χαρά, τυφλή στην απελπισία.
Έμεινε τίποτα που να μην έχουμε πει?
Πάντα κάτι υπάρχει.Μένει μπροστά να ειπωθεί.
Μια ήσυχη πίστη στο τίποτα, στο κάτι,
σ'ότι σε σπρώχνει μια μέρα πιο πέρα, μια ώρα, μια στιγμή.
Ένα τραγούδι, μια εικόνα, δύο λέξεις κι ανοίγει πάλι η πληγή,
το αιώνια κλειστό παραθυράκι, σπάει,
από ένα δυνατό, δροσερό αεράκι.
Ξέρει τι κουβαλάς, ξέρει τι θέλεις.
Κι εσύ το ξέρεις.
Γι'αυτό αποφεύγεις ν'απαντήσεις όταν σε ρωτώ.
Λες ψέματα. Κι είναι τόσο ψέματα, που κοκκινίζεις.


Πέννυ Μηλιά
 

Γκλουγκλιχ


Όταν αποφασίζω να δω τηλεόραση ποτέ δεν παίζει τις ταινίες που θέλω, όπως και στη ζωή.
Ζω σε ένα υπόγειο οπου όταν φυσάει, εφημερίδες θάβουν την είσοδο.
Ζω σε ένα υπόγειο, Χριστούγεννα, χωρίς στολίδια.
Ζω σε ένα υπόγειο, με όλα τα βιβλία πάνω στο κεφάλι μου.


Τίποτα δεν περνά, μην ξεγελιέσαι.
Τον χειμώνα όλα προσποιούνται ότι κοιμούνται.
Προσποιείσαι κι εσύ τις εποχές, αυτή είναι η συμφωνία.
Το καλοκαίρι διακοπές, το φθινόπωρο δουλειά, τον χειμώνα χριστούγεννα, την άνοιξη πάσχα.
Προσποιείσαι τη νέα χρονιά, τη νέα ζωή ή απλώς τη νέα.
Αρκεί. Τους αρκεί. Έτσι το’χουν φτιάξει. Ελέγχουν τη σωστή δοσολογία προσποίησης και επιθυμίας.
Πολλές φορές είμαι στο όριο. Κάποιες φορές το περνάω, αλλά τώρα είμαι εντάξει- μάλλον-.
Αρκεί. Μου αρκεί. Επιβιώνω, έτσι φαίνεται.


Δεν σπάμε όταν δεν πάει άλλο. Σπάμε όταν κάποιος χρειάζεται να σπάσουμε. Καταλαβαίνεις, έτσι; Εσύ καταλαβαίνεις τι λέω.
Λοιπόν, έχω να εξομολογηθώ κάτι φόνους, τρεις γενιές πίσω. Πιάνεται;


Πώς λέγεται αυτός που σακατεύτηκε προσπαθώντας;
Κι αυτός που δεν άντεξε να προσπαθεί άλλο;
Κι ο άλλος με τη μισή καρδιά, που ήθελε κιόλας να την προστατεύσει;
-εδώ γεμίζουμε την σειρά με γέλια αληθινά, βροντερά-
Αυτός με τα θηρία λυτά στα μάτια, πώς τον λέγαν;
Εκείνος που τρόμαξε τόσο, που πήγαινε πίσω,πίσω, πίσω μέχρι που μπήκε ξανά στην κοιλιά της μάνας του;
Γιατί ο άλλος ο αμίλητος, που δεν πρόλαβε να δέσει τη γλώσσα του και δάγκωνε όποια λέξη κι αν τον πλησίαζε, ο βουβός;
Ο ξένος, που πάταγε και πάταγε και πάταγε τα κουμπιά και αριθμούσε μάρμαρα;
Τα τραγούδια που έλεγε, τα μπου, τα μπι, τα μπα;
Οι αμνοί και τα ερίφια;

Πώς να κοιμηθώ όταν η νύχτα με ξυπνά σαν ήλιος;
Πώς να σε βρω να σου χαρίσω κάτι που θέλω τώρα που πέθανες;
Αρκεί να το αφήνω στα πεζοδρόμια;
Τα αυτιά των περαστικών ακούνε τα τραγούδια;
Ή πρέπει να τα ουρλιάζω από πόνο-ως συνήθως;
Όταν βάζω τα λουλούδια στο μαρμάρινο βάζο ,θες να βγάζω το περιτύλιγμα και την κορδέλα ή όχι; Έλα, τώρα! Ξύπνα! Πρέπει να μου πεις.
Έχω μια ακατανίκητη επιθυμία να καλέσω το νούμερό σου με την ηλίθια ελπίδα ότι Θα απαντήσεις. Μην απαντήσεις-Αν απαντήσεις μπορεί να ξετρομάξω και να έρθω Να σε βρώ.


Πέννυ Μηλιά










πυρετός




το λουλούδι του ξένου ο λωτός
το φεγγάρι του πόνου ο λυτός
αξεδιάλυτος γρίφος ο χρόνος
τα πέταλα πέπλα το φως


πυρετός


Πέννυ Μηλιά
 

απόχη





Τέρμα η ποίηση
-το'πε κι η Σύλβια, σ'ένα τραγούδι-
θ'ακούσεις μόνο τις φωνές
μετά το τέλος
θα συνηθίσεις το λιβάνι
τις αδιάκριτες ερωτήσεις
θα απαντάς με ένα νεύμα,
έναν βόμβο αξεδιάλυτο
από ναι κι απ’ όχι

Πέννυ Μηλιά

Βυθός



Σε συλλογίζομαι όπως έχεις διπλωθεί,
Θαρρείς και απώλεσες το σχήμα σε μια μάχη.
Από το σώμα σου η ψυχή σαν να εχάθει,
Και τρισκατάρατο απέμεινες σκαρί.


Στα σωθικά σου, τα φαντάσματα γελάνε.
Κερνάνε χόρτο και αλκοόλ, ναύτες χαμένους.
Σε ωκεανούς ματιών γαλάζιων βυθισμένους,
Που από τον ύπνο τους κάποιες νυχτιές ξυπνάνε.


Και επιστρέφουν στη ζωή, δίψα γεμάτοι,
Που να την σβήσει δεν κατέχει το κρασί.
Πιάνουν τραγούδια που αγνοούν οι στεριανοί,
Και θυσιάζουν όποιον βρουν λαθρεπιβάτη.


Λιμάνι ψάχνουνε, να δέσουν για ένα βράδυ,
Και στις γυναίκες, τις φτηνές, μιλούν χυδαία.
Κάθε αμαρτία τους, “είναι η τελευταία”,
Λένε γελώντας, και επιστρέφουνε στον Άδη.


Μα εσένα χάθηκε όλη σου η ζωή,
Σε μια παρτίδα με χαρτιά σημαδεμένα.
Δε σ' έσωσε του γέρου σου η καδένα,
Θεός δεν βρέθηκε για να σε λυπηθεί.

Και έτσι απέμεινες σκαρί καταραμένο,
Που δεν του πρέπει παρά μόνο η στεριά.
Ενώ κρυφά με χάδια η ακροθαλασσιά,
Για άλλη μια νύχτα, σε κρατάει ερωτευμένο.


 

Ρομαντισμός



Ζω
για την στιγμή
που ο βοσκός
θα νιώσει στο σκληρό πετσί του μονομιάς
όλη την ποίηση
απ'το «Κεφάλαιο» του Μαρξ
κι ο σπουδαγμένος στην Οξφόρδη
θα γονατίσει κλαίγοντας
μπροστά στη μεταφυσική
του εκδορέα Βαμβακάρη


Πέννυ Μηλιά
 
 

Δημοτικό



- Τι γύρευες, αγάπη μου, μες στο ποτάμι;
Μη γύρευες νερό για να λουστείς;
Μην έσκυψες νεράκι για να πιείς;
- Δε γύρεψα, αγάπη μου, εγώ νερό
μα το νερό εμένα.


Πέννυ Μηλιά
 

ο Χρόνος είναι Ψέμα



Στο Βελιγράδι κάναμε το λάθος.
Βάλαμε τα ρολόγια μας
μια ώρα μπροστά
αντί μια ώρα πίσω.
Έτσι λοιπόν στη Βενετία
έδειχναν Μεσάνυχτα
όταν το ρολόι του Αγίου Μάρκου
χτύπησε Δέκα.


Η φτωχική μας πανσιόν
έκλεινε στη Μία.


Τότε μας φάνηκε πως μας χαρίσανε
δυο ώρες ακόμη απ'την περιπλανώμενη ζωή μας.

Καθίσαμε στο "Φλοριάν"
και ήταν ωραία η νύχτα στην πλατεία
με τις ορχήστρες να παίζουν
και τα ζευγάρια να χορεύουν.


Δυο ώρες ακόμη.Ο Χρόνος είναι ψέμα.




Γιώργης Παυλόπουλος
Να μην τους ξεχάσω
εκδ.Κέδρος 2008






ας μη θεωρήσουμε δεδομένο ότι η ζωή βιώνεται πιο ολοκληρωμένα στα πράγματα που κατά κοινή ομολογία θεωρούνται μεγάλα απ'ό,τι σε όσα λογίζονται μικρά



Βιρτζίνια Γουλφ

ένα ελάχιστο όλον



Πέτρινα ονόματα
χωματιασμένα
για μιαν ώρα ευτυχίας

πλάστηκα

από πηλό και σάλιο
ξέρω τα μέρη μου να τα βαστώ
μα και να σου τα δίνω

στα σεντόνια των προηγούμενων
εμείς
στα σεντόνια μας
οι επόμενοι
όμοιοι μ'εμάς

σκυμμένα τα χαμόγελα
όρθια τα δέρματα

χωράς τέλεια μέσα μου
έστω για μιαν ώρα
έστω για ψίχουλα

πριν δεν είχα τίποτα
ούτε μετά
κοιτάω σφιχτά το τώρα

κι ας μη σε ξέρω.
"Πώς σε λένε,μικρή?"

Μαίρη Αλεξοπούλου
Ερώμαι
Εκδ:Γαβριηλίδης 2005