Όμως αυτή η παρόμοια γυναίκα
που τώρα ετοιμάζεται αργά,
στοιχειώνοντας ιερογλυφικά καθώς διπλώνει
τη φούστα νέφος της δουλειάς στην αυριανή καρέκλα
τούτη η γυναίκα σαν πέσει στο κρεβάτι
και σβήσει έξω της όλο το φως,
καλεί τις γύφτισσες να'ρθούν στην κάμαρά της,
μάντισσες με τρελά χαρτιά,που ξεγελούν το μέλλον.
(Σε ποιους πολύβοους τόπους να πατά,
σε ποιους βυθούς τη στέλνουνε οι δίνες
με ποιούς παράφορους ανέμους ερωτεύεται,
καίγοντας όλα των σωμάτων της τα σχήματα)
Μα να,το ίδιο αυτό κατάπληκτο κορίτσι,
που μοιάζει τώρα τούτη η γυναίκα,
παίζει ματιές με τον χειμώνα απ'το παράθυρο
(ένα φύλλο πέφτει στην πέτρα,
η πέτρα γυαλίζει στη βροχή),
γύρω απ'τα πόδια της μαζεύει τον καιρό,
κομμάτια ενέχυρα πραγμάτων γερασμένων.
Αλλά ο καιρός είναι έξω.
Μέσα γυρίζει το ποτάμι δίχως κύματα,
γάμους διασχίζοντας,τελετουργίες παιδιών,
ρούχα εκβάλλοντας που αστράφτουν
στης σιδερώστρας το λαιμό.
Χύτρες αγρίμια ρουθουνίζουν στην κουζίνα.
Τούτη η γυναίκα,που απλά είναι μια γυναίκα,
κοιμάται τώρα.Στο τέλος της εικόνας κοιμάται.
Ναυάγια ήσυχα οξειδώνουν την κοιλιά της,
γλυκό του ονείρου το κρασί στον ουρανίσκο της.
Καθώς ανοίγεται σε μέρες που ονομάζονταν
κι ο χρόνος μπαίνει αληθινός
μονάχα στον πόθο του ύπνου της