η χρησιμότητα των καφενείων


Κι ας μην έχω με το μέρος μου πια τον ουρανό
γάλα θ'αγοράζω για τους απόδημους των άστρων
να θυμηθώ γυναίκες με πράσινα μαλλιά,στα φρύδια
σκουλαρίκια το χιόνι χαλασμένο σβηστοί δρόμοι


σου'παν πως έφυγα μέσα σε φάρμακα και ζάλη
πως άλλαξα τηλέφωνο να μη με βρει η σκόνη
ο αέρας,η μουγκή φρόνηση,να γίνω κύκλος
τροχιά υπογείων τραίνων που ξαστόχησαν


αβέβαια ταξίδια στ'άκτιστο φως,σαρκοβόρα
πίνουν πάλι το νερό μου σε ξένους ύπνους στέκομαι
με σιδερένια μαύρα νύχια Μπράνσγουικ γωνία


φιλί κλειδωμένο,τίμιο αλφάδι των καιρών
να σπάσω τα μάρμαρα να βγάλω ήχο,θάνατο
ματαιωμένα πέλαγα απ'την αρχή να κολυμπήσω.



ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΜΗΛΟΥ


Τώρα ξανά στο εσωτερικό του μήλου
εκεί ακριβώς που ανανεώνονται οι προφητείες
τα μέτρα του κόσμου
στους υποσχετικούς σπόρους που βιάζονται
να γίνουν εμείς,εκεί που καρφώνεται βαθιά
το πεινασμένο δόντι ακούω τον ώριμο καρπό:
την υγρασία του  λευκού
τη δύναμη του κρυστάλλινου κόκκου
να διεκδικεί με πάθος τα πάντα
άθλους μιας ζωής να σωριάζονται
απότομα στο πάτωμα τ'ουρανού


αλκή των χυμών ν'αρνείται τη φθορά και την τρέλλα.


Μισάνοιχτο,πλωτό στόμα
μηλομιλία σ'αυτούς τους άστεγους καιρούς
να προλάβω να εξαντλήσω τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης
αναζητώντας τον οίστρο μιας ολοκληρωμένης μέρας
ίσως ν'αδειάσω αναγκαστικά το φορτίο της φρόνησης
μένοντας οριστικά στην πλευρά των διλημμάτων
ενός κυριολεκτικού έρωτα
στα γόνατα,στα γόνατα εκεί που μας δόθηκαν
μακριά από υπονομεύσεις κι επινοήσεις
αυτά τα υπέροχα,βατά απογεύματα
να τα κατοικήσουμε
να τα καλλιεργήσουμε απ'την αρχή
να φιλήσουμε παλιότερες αμυχές
ξεφλουδισμένα τραύματα,γδαρσίματα
σα να'ταν χείλη
κι εκείνες τις μικρές κόκκινες φλεβίτσες
κοντά στις έσχατες ρίζες των κλειδώσεων
που είναι έτοιμες να σπάσουν με τις πρώτες
διαψεύσεις,όπως το θαμπό ουράνιο τόξο
δίπλα στον καταρράχτη


μια στιγμιαία έστω επιβεβαίωση της σύμπνοιας
των ορατών και των ευχών μας.

Γιώργος Βέης
Κρυσταλλίδα στον Πάγο
Ύψιλον/βιβλία  1999

όποια ζωή και να ζήσεις


Είμαι η σελίδα για την πένα σου.
Όλα θα τα δεχτώ:είμαι μια λευκή σελίδα.
Είμαι ο καλός σου φύλακας.
Είμαι η αρχαία,μαύρη γη.
Είσαι η αχτίδα κι η υγρασία της βροχής.
Είσαι ο Κύριος και δεσπότης μου,ενώ εγώ
Η μαύρη γη και η λευκή σελίδα.



Μαρίνα Τσβετάγιεβα

όπου υπάρχει φως μυρίζω τον γκρεμό του


Έτσι όπως διαβάστηκε στην παλάμη μου και σκόνταψα στ'αλήθεια



Τόσες περιστροφές
κι όμως ο ιστός του κόσμου
μιας σπίθας υπόσχεση
ν'ανοίξουν οι ασκοί
να γίνουν όλα Β' Γραμμική
και τυραννία της στάχτης



Η όραση θ'αρχίσει ξανά



το φως συνδράμει
όσο και το σκοτάδι



μιας σπίθας υπόθεση η ζωή



αλλού η ζωή
κι αλλού η σπίθα



Ν'αφήσεις την επίλυση στον άνεμο
ή
φρόντισε με τα θαύματα
να γίνεσαι χαρτοκλέφτρα
να είναι ο έρωτας
το Δέκα του Χαμού
και να σε θέλει



Εγώ το χρόνο μου
χρακ και χρακ
μ'ένα τσεκούρι πισώπλατα
Τα υπόλοιπα
θα τα πουν στις εφημερίδες



Ποίησις είναι η κορυφή του παγόβουνου
και από κάτω
πανστρατιά οι βλαστήμιες
Αλλά εσύ
κοίτα να φτάσεις στην αγάπη
χωρίς τις βαλίτσες σου



κοίτα



Η Μήδεια και κάτι άλλες



το στόμα μου κυοφορεί
τον Όμηρο των θηρίων



Θα μπω στο μάτι της βροχής
να σύρω την εξίσωση
Αυτή που βάζεις την αγάπη θρύψαλα
και βγαίνει
αστραφτερή
στο τέρμα
πήγα τις λιακάδες μου
ένα μεγάλο γκρέμισμα
και-δεν μπορεί-θα κέρδιζα
(αλλά σκάλωσε στο λαιμό
ο τροχαϊκός του αίματος)



Τα υπόλοιπα τα ξέρετε



ότι με βρήκαν νύχτα
αλλόφρονη
να φτύνω γυαλικά της μοίρας μου
ένα κακό ψηφιδωτό
(οι άντρες που στα σπλάχνα μου ξεσάλωσαν)



ενίοτε
μικρά πτηνά



που σας διαβεβαιώ



δεν έφταιξαν σε τίποτα



Γιάννης Στίγκας
Η όραση θ'αρχίσει ξανά
Κέδρος 2006

η μαγική σου εικόνα


Πηγαινοέρχεσαι όλη τη νύχτα,
αγαπημένο φάντασμα,και σέρνεις
βήματα φόβου στις σαθρές σανίδες
πηγαινοέρχεσαι,στιγμή δεν σταματάς,
κι ακούω το φριχτό λαχάνιασμά σου,
το στήθος σου που βράζει απ'το τσιγάρο
και κάποτε τα βογκητά σου.Το πρωί
βρίσκω φλυτζάνια του καφέ,ποτήρια,
εφημερίδες ανοιγμένες σ'όλες τις γωνίες,
τασάκια μ'αποτσίγαρα,ξινίλα
φόβου και λησμονιάς σ'όλο το σπίτι.

Δεν ξέρω ποιος ο πλάστης σου,δεν είπες
αν πήρες απ'το μοίρασμα της ηδονής
ή μήπως απ'το κύρος του θανάτου.
Ανηφορίζοντας τον ύπνο προς το φως
αντίκρισα το χάλασμα του κόσμου.

Διονύσης Καψάλης
Ο κρότος του χρόνου
Άγρα 2007

δεν μας βλέπεις που είμαστε χτισμένοι με τσιγάρα πιοτά και καφέδες και της Παναγίας τα μάτια...


Η Χαμένη Πόλη


Φυσάει αεράκι εδώ πάνω
ταράτσα είναι και η Αθήνα
σκαρφαλωμένη ένα γύρο στα βουνά
καρφιτσωμένη στα σεκλέτια της


Μελαγχολία μέσα στο ταξί
και μέσα της μεσάνυχτα
και μέσα στα μεσάνυχτα
οι αναμνήσεις αναμεμιγμένες
με κρότους και τραγούδια
Καίγεται η βεντζίνη ο καιρός
η απόσταση το τσιγάρο μου
κι ένα τοπίο της


Η Αθήνα
τώρα από την ταράτσα σκελετός
και φάντασμα και φαντάζομαι
ηλεκτρονικά τα μαγαζάκια
του μέλλοντος και τα παιδιά να πίνουν
τα τραγούδια μου παλιό κρασί
γλυκό γλυκό κι ανέρωτο


Ξενύχτι


Ένα ξαφνικό ταξί εμφανίστηκε και μπάλωσε την πληγή
όμως είχαμε προλάβει να θυμηθούμε άλλες χίλιες
πληγές πυγολαμπίδες φευγαλέες αγάπες καλλονές τυφλές
πικρά κι ανεξήγητα πράγματα


Το ξημέρωμα φτάνει και σφραγίζει
τα χείλη
και τα σαν ψέμα κατορθώματα


ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ!


Τούρκικο δε φτιάχνουμε γιατί μας χάλασε το μπρίκι.
Μόνο φραπέ-είναι και καλύτερος!


Θωμάς Γκόρπας

η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή


ΝΙΛΟΣ:Δεν σε θέλω-εσένα θέλω
ΣΤΑΡΛΕΤ:Δεν είμαι η γυναίκα σου-
ΝΙΛΟΣ:Μη μ'αφήνεις-άφησέ με-καλύτερα να πεθάνω
ΣΤΑΡΛΕΤ:Εγώ να πεθάνω-
ΝΙΛΟΣ:Καλύτερα να σκοτωθώ-
ΣΤΑΡΛΕΤ:Εμένα σκότωσε-
ΝΙΛΟΣ:Εσύ σκότωσέ με-
ΣΤΑΡΛΕΤ:Να μην ξανάρθεις-φύγε-
ΝΙΛΟΣ:Μην με διώχνεις-λυπήσου με-δεν είμαι εγώ-εγώ είμαι αλλά δεν είμαι εγώ-δεν ξέρω ποιος είμαι-είναι τόσο πολλά-δεν καταλαβαίνω-νόμιζα πως είχα βάλει μια τάξη-είπα δεν θα γίνει αυτό,δεν πρέπει να γίνει αυτό,πρέπει όλοι μαζί να προσπαθήσουμε να μη γίνει-αλλά δεν καταλαβαίνω-άλλα γίνονται επειδή τα είπαμε άλλα δεν γίνονται αν και τα είπαμε-δεν ακούν οι λέξεις-δεν υπακούν-ό,τι θέλουν κάνουν,όλα κάνουν ό,τι θέλουν-κανέναν δεν ακούν-γίνεται το δικό τους-αν είναι έτσι,τότε-αφού τίποτα δεν μπορώ,τότε όλα τα μπορώ-αφού τίποτα δεν μπορώ να κάνω,μπορώ ό,τι θέλω να κάνω-δεν θέλω όμως,δεν θέλω-θέλω αλλά δεν πρέπει να θέλω-δεν μπορώ να μη θέλω-κι αφού δεν μπορώ-τι άβυσσος αυτό το θέλω,τι άβυσσος αυτό το μπορώ.Έλα μαζί μου στην άβυσσο.


Δημήτρης Δημητριάδης

τα πράγματα που ζουν απ'τον χαμό


Η Πρώτη Φορά σε Μυστικό Ξενοδοχείο


Μετά τον ψίθυρο στη ρεσεψιόν,
μετά τον χαμηλό,μεταλλικό ήχο πάνω στο ξύλο του πάγκου,
τα βήματά του,την πλησίασε.
Ακούμπησε απαλά το χέρι του στην πλάτη της.
Την οδήγησε.
Υπήρχε ασανσέρ.
Μόνοι τους μέσα στο ασανσέρ.
Την κοιτάζει σοβαρός,εκείνη κοιτάζει κάτω.
Διάδρομος.Κάποια βήματα άλλων.
Μόνο βήματα.Μαλακά,σαν από όνειρο.
Κανείς.
Έβαλε στην κλειδαριά το κλειδί και άνοιξε...

Ο έρωτας είναι απειλητικός.Μια μουσική υπόκρουση χαμηλών τυμπάνων της αυγής.Με ωχρό μούχρωμα,την ώρα που γίνονται οι εκτελέσεις των καταδικασμένων.Τυμπάνων χαμηλός χτύπος.Δεν φαίνονται,ούτε τα όργανα ούτε οι τυμπανιστές,ο ήχος μόνο που σαν λευκός ήλιος ανατέλλει.Χτυπούν από μακριά,δυναμώνουν και πλησιάζουν,κύμα,πίσω απ΄τις πάχνες της υγρής αυγής.
Ο έρωτας είναι απειλητικός όσο κι αναπόφευκτος.Ο άντρας τούτος συνδυάζει την ερωτική απειλή και τον καθησυχασμό.Κανέναν άλλον άνθρωπο δεν θα έχει ανάγκη πια από δω και πέρα στη ζωή της,το νιώθει και το ξέρει.Μόνο μαζί του θα μπορέσει να ζήσει και να πεθάνει.Όλα μπορεί να τα αναλάβει αυτός.Μπορεί στα χέρια του να παίρνει την ευθύνη της,για όλα όσα είναι σημαντικά στη βαθειά της ψυχή την ευθύνη.Και τη σώζει από τον κακό της εαυτό με τρόπους απερίγραπτους.Από όλα της τα παράπονα τη λυτρώνει.Από τις απορίες την σώζει κι απ'την φτώχεια.Την κάνει ελεύθερη.Την καταδικάζει να είναι ελεύθερη με απόμακρο ήχο τυμπάνων.Το ξέρει.Όλα αυτά τα ξέρεις κάποτε,κι ας τα χάνεις μετά,κι ας τα ξεχνάς.Δήθεν.Για να σου είναι πιο υποφερτός ο εαυτός σου.

Μάρω Βαμβουνάκη
Φιλιππότης 2005

σμιλεύοντας το χρόνο


Ό,τι κι αν συμβεί,το νόημα της ταινίας,αυτό που έδωσε σε κάποιον την αρχική ιδέα να τη γυρίσει,δεν πρέπει να "χυθεί" στο δρόμο,στην πορεία της δουλειάς,κυρίως εφόσον η σύλληψη παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τον κινηματογράφο,δηλαδή χρησιμοποιώντας εικόνες της ίδιας της πραγματικότητας η σύλληψη πρέπει να ζωντανέψει στην ταινία μόνο μέσα από την άμεση επαφή με τον πραγματικό,απτό κόσμο...
Είναι σοβαρό λάθος,θα έλεγα μοιραίο,να ακολουθεί μια ταινία πιστά,ό,τι είναι γραμμένο στο χαρτί,να μεταφέρει κανείς στην οθόνη δομές που τις έχει μελετήσει από πριν με τρόπο εγκεφαλικό.Αυτό το απλό επιχείρημα μπορεί να το διεκπεραιώσει κάθε επαγγελματίας τεχνίτης.Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ζωντανή διαδικασία και απαιτεί ικανότητες για άμεση παρατήρηση του συνεχώς μεταβαλλόμενου,αεικίνητου υλικού κόσμου.
Ο ζωγράφος με τα χρώματα,ο συγγραφέας με τις λέξεις και ο συνθέτης με τους ήχους αναλαμβάνουν έναν αδυσώπητο,φθοροποιό αγώνα,για να υποτάξουν το υλικό στο οποίο βασίζεται η δουλειά τους.
Ο κινηματογράφος εμφανίστηκε σαν μέσο καταγραφής της κίνησης της πραγματικότητας,μιας κίνησης υπαρκτής,συγκεκριμένης,χρονικά καθορισμένης και μοναδικής.

Αντρέι Ταρκόφσκι
Νεφέλη 1986
μτφρ:Σεραφείμ Βελέντζας

γράφοντας


Η λύτρωση έρχεται όταν αρχίζει να εγκαθίσταται η νύχτα.Όταν έξω η δουλειά σταματάει.Μένει αυτή η πολυτέλεια που έχουμε εμείς να μπορούμε να γράφουμε τη νύχτα.Μπορούμε να γράφουμε οποιαδήποτε ώρα.Δεν μας περιορίζουν διαταγές,ωράρια,διευθυντές,όπλα,πρόστιμα,ύβρεις,μπάτσοι,αρχηγοί και αρχηγοί.Και όρνιθες που επωάζουν τους φασισμούς του αύριο.

Μαργκερίτ Ντυράς.

σκηνές από ένα γάμο


α)Παρ'όλη τη ζέστη,τυλιγόταν μ'ένα σεντόνι."Το θέλω για συντροφιά",έλεγε.
β)Μια φορά(μόνο μία,σε δεκατέσσερα χρόνια),επιστρέφοντας στο σπίτι αργά,βρήκα στο πάτωμα του χολ ένα εσώρουχό της.Πιο πέρα υπήρχε ένα άλλο,στο διάδρομο ένα τρίτο.Τα ψίχουλα οδηγούσαν τον Κοντορεβιθούλη πίσω.Αλλά τα ψίχουλα είναι εκλεκτός μεζές για τα αδηφάγα πουλιά του χρόνου.
γ)Ξέρω με ποιους θα βγούμε,πού θα φάμε,τι θα πούμε...Το Σαββατοκύριακο ο χρόνος κολλάει.

"Ο χρόνος κυλάει μ'ένα ρυθμό που κυμαίνεται σύμφωνα με τις εσωτερικές προδιαθέσεις του ατόμου και με τα συμβάντα που επιδρούν στη συνείδησή του[...]Η μουσική που βασίζεται στον οντολογικό χρόνο υπακούει,σε γενικές γραμμές,στην αρχή της ομοιομορφίας.Η μουσική που πηγάζει από τον ψυχολογικό χρόνο βασίζεται στην αρχή της αντίθεσης".Στραβίνσκι.Μουσική Ποιητική.

Αχρονολόγητο
Δεν υπάρχει τίποτα πιο κουραστικό από το να πρέπει να πιάσεις τη φάρσα από την αρχή,να παίξεις ξανά το ρόλο στο θέατρο της εφήμερης σαγήνης-"et pourtant,etre vieux,c'est ne plus trouver un role ardent a jouer", γράφει ο Σελίν.

30 Νοεμβρίου 1988
"Vengo con tres heridas:la de la vida,la del amor,la de la muerte", τραγουδάει η Τάνια Μαρία από την Ιβηρική.

12 Οκτωβρίου 1977
"Εκείνο που κάνει μοναδικό κάθε γεγονός,πρόσωπο ή πράγμα είναι τα όρια του χώρου που μένει γύρω από αυτά(πρώτιστο μέλημα κάθε ζωγράφου),ένα κενό χωρίς λέξεις".Ίταλο Καλβίνο.

5 Μαρτίου 1996
Τόσα χρόνια παντρεμένοι μπερδέψαμε τα ρήματα:συνηθίζω,ταιριάζω,κατανοώ.Έτσι η επανάληψη εξισώθηκε με την ασφάλεια,η συνήθεια με τη βεβαιότητα και η νέκρα με τη ζωντάνια.Τα αναπάντεχα και οι συμπτώσεις είναι τα πραγματικά γεγονότα της ζωής.Όλο το υπόλοιπο είναι υπνοβασία.

Θωμάς Σκάσσης
Μικρό Ερωτολόγιο ενός Κυνικού

Οι Πόλεις που Περπάτησα


Σκέφτομαι συχνά τις πόλεις που αγάπησα,που έζησα κοντά τους.Κι όχι μόνο αυτές.Σκέφτομαι τις πόλεις που περπάτησα.Πού δοκίμασα το άρωμά τους,πού δοκίμασα να τις ψηλαφίσω,να τις αγγίξω.Οι πόλεις είναι όπως οι γυναίκες,θα πρέπει να περπατήσεις το σώμα τους,να αγγίξεις το σφυγμό τους,ν'αναπνεύσεις το άρωμά τους,για να τις γνωρίσεις.Τις πόλεις θα πρέπει να τις κατακτήσεις,να τις κερδίσεις.Αλλιώς,παραμένουν ξένες,αδιάφορες,εχθρικές.Γιατί όλες οι πόλεις έχουν το δικό τους υπόγειο ερωτισμό,τον σφυγμό τους,το δικό τους σώμα.Τη λαγνεία τους.Το δικό τους φως.Την ψυχή τους.
Έτσι γυρνάω κι εγώ συχνά στις γυναίκες που αγάπησα,αλλά και στις πόλεις που περπάτησα.

Νίκος Ορφανίδης
Το βραδινό λεωφορείο
Αρμός 2008

το χάρισμα


Όταν αναδύθηκα,το απογευματινό φως έπεφτε διαθλασμένο μέσα απ'τις κουρτίνες σε λοξές ρίγες πάνω στο πάτωμα.Όρθιος μπροστά στο παράθυρο ο Φοίβος,βαμμένος με μπρούτζινες ανταύγειες.Στεκόταν εκεί και κοιτούσε έξω.Πίσω του,τοποθετημένα στη βάση του αντικρινού τοίχου,μερικά μισοτελειωμένα πορτρέτα(τα είχα σχεδόν παρατήσει)ατένιζαν ζηλόφθονα τις γυμνές ωμοπλάτες του,τους μηρούς,τη γραμμή της ραχοκοκαλιάς χαραγμένη με λεπτό κάρβουνο,το χνούδι στην επιδερμίδα φτιαγμένο από ένα παστέλ που δεν θα το'βρισκες πάνω στα ράφια.Αποθαύμαζα όσα είχα μόλις πριν εξερευνήσει σπιθαμή προς σπιθαμή με την αφή και την όσφρηση.Δεν ξέρω γιατί,από μικρή μου φαινόταν πως ο αυχένας είναι ένα ειδικό πέρασμα για να φτάσει κανείς στα μύχια της αρσενικής ψυχής.


Βασίλης Καραποστόλης
Πατάκης 2008


Τα Μικρά-Μιχάλης Γκανάς


Δεν ξέρεις
πώς τιμωρεί το χέρι μου
γιατί σ'αγαπώ και φυλάγομαι
από τη δύναμή μου.

***

Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει
ν'αλλάζεις το πετσί σου.
Γι'αυτό του περισσεύει το φαρμάκι.


***
Ξυπνάς βουβός.
Εκατό οργιές του βάθους η φωνή σου
ποντισμένη όλη νύχτα
μούσκευε και πρηζόταν
δεν τη χωράει το λαρύγγι σου.


Το πρωινό νωπό απ'το τυπογραφείο
όπου να το πιάσεις μουντζουρώνεσαι.


***
Πεθαίνουν πολλοί μαζί
ούτε τα ούζα ούτε τα δημοτικά
κανένα αντισηπτικό
δεν τους γλυτώνει.


Τους θάβουν όρθιους με τα τρανζίστορ.



Πολεμιστής


Άφησε την ασπίδα του και το κοντάρι μαλακά να πέσουν δίπλα του, στο χλωρό παχύ χορτάρι που φύτρωνε γύρω απ τα γκρεμισμένα τείχη. Σκοτωμένος ή κοιμισμένος; Δεν φαινόταν από μακριά. Ξαφνικά στήριξε το κεφάλι του χαλαρά, λυγίζοντας το ένα του χέρι και το έριξε πίσω. Ο χαλασμός είχε σταματήσει και μόνο οι καπνοί που ανέβαιναν αργά στον ουρανό μαρτυρούσαν την μάχη. Κατά τα άλλα οι ήχοι της φύσης επανήλθαν, σα να μην είχε συμβεί τίποτα, ποτέ. Το άλογό του έπινε ήρεμα νερό και το ρυάκι εξακολουθούσε να κυλά, διάφανο και καθαρό, όπως πάντα. Ο χλιαρός ήλιος του χάιδευε τις πληγές, και το κορμί του σιγά σιγά λυνόταν σ’ έναν αθέλητο σχεδόν ύπνο. Του παραδόθηκε ανήμπορος κι αποκαμωμένος, βυθίζοντας το κορμί του στη νάρκη. Σαν μεθυσμένος, ένιωσε τους αρμούς του να λιώνουν.


Ξύπνησε με την δροσιά της νεαρής νύχτας. Άνοιξε τα μάτια του έξαφνα, μα όχι τρομαγμένα, και είδε από πάνω του απλωμένο τον έναστρο θόλο. Το αίμα στις πληγές του είχε ξεραθεί κι όταν κινήθηκε τον πόνεσαν τα χτυπημένα του μέλη. Παρ’ όλα αυτά σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος. Η κουκουβάγια έκρωξε δυο συλλαβές και σώπασε, κοιτώντας τον στα μάτια. «Ξέρω», της απάντησε, «κι εγώ νιώθω τυχερός». Περπάτησε αργά ως το φωτεινό ποτάμι. Ένα δαγκωμένο φεγγάρι το γέμιζε ασήμι. Στην μαλακή του όχθη βούλιαξε το πόδι του. Έπλυνε τις πληγές του. Ρυτιδιασμένος καθρέφτης. Το πρόσωπό του γνώριμο, του έγνεφε φευγαλέα. «Κι όμως άλλαξα». Η κουκουβάγια στον ώμο του ράμφισε τα μαλλιά. Ένιωθε ελαφρύς, σαν χνούδι στο ανοιξιάτικο αεράκι. Το άλογό του κοιμόταν όρθιο, πάντα έτοιμο. Κάτι τον βάραινε. Έβγαλε την παλιά πανοπλία του και την πέταξε μακριά. Κοίταξε τα ματωμένα του ρούχα, την ασπίδα και το κοντάρι του, κι ακόμη πιο πέρα, τα γκρεμισμένα τείχη και τους ψηλούς καπνούς, το άλογό του. Όλα περίμεναν. Εκείνον. Κοίταξε το γρήγορο, λευκό ποτάμι και το αποφάσισε. Γυμνός, κολύμπησε στην άλλη όχθη και χάθηκε ήρεμα στο πυκνό δάσος.


Πέννυ Μηλιά

Aρκεί



Αρκεί γλυκύτατε έρωτα.
Αρκεί.
Άμβλυνε τις λεπίδες σου τις ώρες
Προσωπιδοφόρες σαν τους δήμιους
Βαθύτερες από τραγούδι κι αίμα.
Άμβλυνε τις στιλπνές λέξεις σου
Που κάνουνε τον καϋμό βελόνα
Να τρέμει προς το άπειρο.

Άσε με να πάω στην αγορά να μυρίσω ψάρια.
Άσε με ν'αγοράσω κρέας απ'το χασάπη:
Άσε με να γεμίσω τις μέρες μου ψωνίζοντας
Προϊόντα ποιότητας από την Υπεραγορά.
Άσε με να κοιτάζω ώρες το φεστιβάλ του τυριού
Λησμονώντας εκλεκτές παρομοιώσεις και μεταφορές.
Ας ιδρώνω κι ας μη λαχταρώ παρά το καθημερινό ψωμί.
Ας λαχανιάζω σα σκυλί γλύφοντας το κόκκαλο της ζωής μου.
Ας χαίρομαι επειδή διορθώνω το χαλασμένο διακόπτη και τη βρύση
που στάζει.
Ας χαίρομαι κι ας χτυπώ με ρυθμό τα πόδια μου επειδή ο φίλος μου έχει
μια φιλενάδα.
Μια μπουκιά ψωμί στο στόμα μου είναι καλύτερη από το φιλί σου.
Δεν ζητώ πιο πολύ.
Αγκαλιάζω τις μικρές μου ανάγκες.
Σφίγγω τους μικρούς φόβους μου με στοργή.
Το αίμα μου κοιμάται.
Δεν ονειρεύομαι.
Κάθομαι μόνος σ'ένα δωμάτιο περιποιημένο.
Η μοίρα δεν τροχίζει τώρα
Τα μεγάλα γυάλινα φτερά της
Πάνω από το κεφάλι  μου.

Τίποτε δεν λάμπει και
Τίποτε δεν με πληγώνει.
Αρκεί γλυκύτατε έρωτα.
Αρκεί.
ΑΣΦΑΛΤΟΣ

Ο έρωτάς μου σ'ενοχλεί
Καθώς μια ίνα κρέας ανάμεσα στα δόντια
Α!Αγάπη μου πόσο μ'εξημερώνεις
Μα πόσο δύσκολα τα βρίσκω όλα αυτά
Εγώ που σέρνω σαν αλυσσίδες τα χρόνια μου
Εγώ που ζητώ το κατάλληλο χώμα ν'ανθίσω
Εγώ που πατώ στην αιχμή του γυαλιού
Εγώ που σ'αγκαλιάζω και χάνω τα χέρια μου
Εγώ που κρατώ σαν καρπό τ'όνομά σου

Αγάπη μου πόσο μ'εξημερώνεις
Μα πόσο δύσκολα τα βρίσκω όλα αυτά

Είσαι το δέντρο
Που σκορπά τη βροχή στο κεφάλι μου
Είσαι το κλειδί
Που σπα πάνω στη δεύτερη στροφή
Η φωνή σου
Κυλά σαν ασημένιο νόμισμα και χάνεται
Σε μια καμπή
Είμαι μαζύ σου στ'αυτοκίνητο
Μα νιώθω να τραβιέμαι αστραπιαία πίσω
Όπως αυτά τα δέντρα που πανικοβάλλονται.

Νίκος Σπάνιας
Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου
Αριθ.2
Αθήνα-Δεσμός-1965

Ψαλμός Δ'




[απόσπασμα]

Πώς ήλθες?
Σε μια τέτοια Νύχτα!
Μνήμη έρωτος
Μακριά δάχτυλα ησυχίας
Να γαληνέψεις τον πόλεμο του προσώπου μου
Η μελωδία του έρωτα σε μια ισοπεδωμένη πλατεία
Κι η επιστροφή
Πώς ήλθες?

Σ'αυτούς τους ευγνωμονούντας το Θάνατο Δρόμους
Εσύ!
Με βροχή στα μάτια,ήλιους στα πόδια
Το καλοκαίρι στα χείλη σου
Όχι πια τραγούδια!
Είν'αργά πια να κυριαρχήσεις με τραγούδια
Χρόνος:τρομπέτα και σάλπιγγα

[...]

Σε Τούτη τη Νύχτα
Μου έμεινε ένα δολοφονημένο πρόσωπο στα χέρια
Κι ο έρωτάς Της!
Αφήστε με

[...]

Δ.Χουρμούζης
Δρόμοι του Καλοκαιριού
εκδ.Δίφρος


intermezzo

Όποιος τώρα κλαίει κάπου  στον κόσμο
δίχως αιτία καμία κλαίει στον κόσμο
κλαίει για μένα
R.M.Rilke
μτφρ:Άρης Δικταίος

εγώ κι η μάνα μου


-τώρα το κατάλαβα-
Περιφέρουμε την ίδια θλίψη.
Εκείνη στα πάνω δωμάτια
Εγώ στα κάτω
Ρωτάμε: τι θα φας, τι έκανες που πήγες τι θα βάλεις


Πρέπει να αγγίζω
Το φως για να ανάψει
Στον καθρέφτη
Το ξέρω πως είμαι όμορφη
Το ξέρω πως είμαι έξυπνη
Το ξέρω πως αξίζω την αγάπη, σας λέω.
Δεν είναι αυτό
Είναι κάτι άλλο
Που πρέπει να πληρώσω για να το μάθω.
Θα πληρώσω
Δεν μ αγαπούσες αρκετά;
Δεν με ήθελες;
Τι δεν με έπεισε ποτέ να ζήσω
Όλα όσα τα πλήθη ενθουσιάζουν;
Ποιο το αντίτιμο γι' αυτή την αμαρτία;
Τόσο βαρύ;


Έφυγες σα να ήξερες
Οι φίλοι λεν: ίσως εκεί να ναι καλύτερα.
Πως μεγαλώνουν τα μωρά;
Τόσα μωρά;
Ποιος τα έπεισε να μεγαλώσουν
Για να σπουδάσουν
Να ασκήσουν επαγγέλματα
Να νυμφευθούν
Να συνταξιοδοτηθούν
Να ενταφιαστούν σε μνήματα με λουλούδια;
Τι κινεί όλη αυτή την μηχανή;


Ένα εγώ που διψά άραγε φτάνει;
Πού πάνε όσα γίνονται ενδιάμεσα
-οι ανάσες του ύπνου
Τα άτυχα βήματα προτού περπατήσεις
Ένα μακρινό τραγούδι
Τότε που χτύπησες κάποιον
Τότε που σε χτύπησαν πίσω
Η γλυκιά δροσιά στους κήπους της αυγής
Τα ρόδα
Τι έγιναν τα ρόδα;
Οι άπειροι χωματόδρομοι;
Το να σε παίρνει ο ύπνος σε μια αγκαλιά;
Πότε έχασα αυτό το δικαίωμα και γιατί;


Γιατί να είναι όλα τόσο δύσκολα σα να μην υπάρχουν σα να μην είναι πραγματικά;


Πότε φαίνεται ο χαμός πιο εύκολος από τη ζωή;


Πέννυ Μηλιά