********Ο Προμηθέας θα παραμείνει ανενεργός για κάποιο-άγνωστο έως ισόβιο- χρονικό διάστημα λόγω πυκνών επαγγελματικών υποχρεώσεων.Θα τα λέμε στη Θάλασσα...
Αν το πρόσωπό σου,το πρόσωπο ασπίδα,και το σύννεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο,και τα μάτια σου στρέφοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Τρέμοντας μη ζήσει μόνος του ως τα 80, μελαγχολούσε στο παράθυρο.
Σα να' χε μείνει πάνω σε ένα τρένο μία στάση πέρα από τον προορισμό του...
Η νύχτα είναι δικιά μου και δικιά σου, μακρινή αγάπη, ολέθρια, που τώρα δεν ζω παρά για να σ' αναστήσω. Μα να που τα λόγια δεν φτάνουν πια. Τα λόγια είναι φενάκη κι η αλήθεια εσύ. Εσύ μένεις να με οδηγείς με την σκοτεινή φωτοβολίδα σου στο χάος αυτό, το χάος μου, που φρόντισες να το γεμίσεις με την φωνή σου.
Τι ήρθα; Πού πάω; Τι ζητώ; Γιατί χωρίς εσένα λιγόστεψε το φως μου;
Μακρινή, μακρινή που μου φαίνεσαι αγάπη μου.
Μακρινή, μακρινή που είσαι τώρα.
Μου άφησες τα σημάδια σου ανεξίτηλα.Τόσα ρούχα, τόσες γραφές στον αέρα, τόσα αποτυπώματα στην σκιά. Πώς να πω ότι όλα αυτά ήταν ενέργεια κι εσύ ξαναγύρισες στην πηγή σου; Θέλω να έρθω να σε βρω. Είσαι γλυκιά και σ' αγαπάω. Μονάχα όταν έρχεσαι να σε δω, να φοράς τα ρούχα που μ' αυτά σε γνώρισα, έτσι σ αγάπησα, έτσι σε πίστεψα. Σε αισθάνθηκα λίγο μακρινή όταν γύρισες από την Αμερική. Μετά απόκτησες μία κρούστα ασάφειας. Απ' το να τα πνίγεις όλα μέσα σου, κόντευες να πνιγείς η ίδια.
Σ' αυτό το πολύ βιαστικό πέρασμά μας από την γη, καθένας μας αφήνει μιαν ανάσα, μια πνοή κι όλα μετά τα σβήνει...
Μην ζητάς να μάθεις πιο βαθιά τα μυστικά, δεν υπάρχουν.
Μα κι αν υπήρχαν, δεν τα ξέρουμε κι αυτά, δεν τα ξέρουμε...
Δεν έχω άλλα δάκρυα. Μισώ το γράψιμο που με εκτόνωσε, που μου δίνει την αίσθηση ότι κάνω το χρέος μου απέναντί σου. Το μόνο χρέος μου, γλυκιά μου αγάπη, για πάντα χαμένη, είναι να κλαίω για σένα, να κλαίω, να κλαίω. Κι όταν δεν το μπορώ, αρρωσταίνω...
Ένα χλωρό με μουσικές ήρθε ένα βράδυ ήρθε να αναζυγιστεί πάνω από πράγματα με φυτίλι βραδείας καύσεως φωνή εκρήγνυται μες στα φυλλώματα του Μάρτη έχει μαχαίρια δώδεκα ασημοκέντητα απολυτρώνουν την καρδιά σχεδίες στο χάρτη αναστενάζουνε χαρτιά φυλλοβολία πυρετό δεινή αφοσίωση φράσεις πληγίτσες κοριτσιών από στήθη λυγίζει στο μίσχο φλόγα χλωρή κισσός σε βράχο αμφιθαλής Γυροσκοπεί εμβριθές μάτι ηλιολούλουδο σε κοριτσιών κρυφομιλήματα ξελογιασμός πατρίδα σκάβει νόστο απλήγιαστα τον ξημεροβραδιάζει τρέφοντας λέξη Σκάλα δεν πιάνει εκεί σαν από αγράμπελη ανέρπει λάμπει χάους αφορμή: απάνω πέφτει με ορμή και πάλι εδώ είναι. Σαϊτιά στίχος οξύτονα και παροξύτονα συνέχει απλό δυσκολοδιάβαστος παρότι πολυδιαβάστηκε από πλείστες θαυμάστριες στο δίχτυο Στρέφει αναπόταμα νερά δρέποντας κολυμπά από την απαλή αύρα μέχρι την αυστηρή καταιγίδα κυκλώνες φωτοδίνες δεινές λογοδίνες καημός χλωρό φως κλωσμένες ανοίξεις συγκινήσεων.
Κάτι άλλο ήταν.Το φως και η θάλασσα και η ψυχή μας.Κάτι άλλο. Όλα αυτά υπήρχαν και πριν τον Ελύτη.Όμως μετά από εκείνον,δε γίνεται να υπάρξουν χωρίς αυτόν.
Μπερδεμένη.Έκαιγε τις ομορφότερες σκέψεις της,σαν σπίρτα,για να φωτίσει τα υγρά σκοτεινά της υπόγεια.Έσβηναν γρήγορα.Έπρεπε συνεχώς ν'ανάβει καινούρια.Το σκοτάδι την έτρωγε.Την έπαιρναν τα αίματα.Ήθελε να ξαναγυρίσει στην κούνια της.Κανείς δε γυρνάει.Τουλάχιστον όχι ολόκληρος...
Δε με ρωτάς γιατί?Δεν θέλεις να μάθεις ή νομίζεις πως καταλαβαίνεις?Ήθελα να το κάνω.Δεν μπορούσα να το ελέγξω.Ήταν τόσο εύκολο...Ξέρεις πόσο εύκολο ήταν?Το έχεις νιώσει ποτέ?Να κάνεις κάτι τόσο απάνθρωπο και να μην το ξέρει κανένας.Όχι απάνθρωπο,σκληρό.Δεν το έκανα για μένα,αλλά για όλους εκείνους που τώρα με ψάχνουν και με καταριούνται.Ακραίο συναίσθημα.Να γλιτώνεις.Ούτε αγάπη,ούτε μίσος.Αυτά είναι αυταπάτες.Σου μιλάω για κάτι τόσο αληθινό που σε κάνει κομμάτια.Για πρώτη φορά χτυπήθηκα στ'αλήθεια με κάτι τόσο δυνατό.Και το ρίσκο.Της σταύρωσής σου.Αν σε πιάσουν,θα σε σέρνουν με την κοιλιά στο Γολγοθά.Όχι Χριστός,ληστής.Θα το βλέπεις στα μάτια τους.Θα είσαι ένα φίδι.Δεν θα μπορείς να κρατήσεις τίποτα από τον εαυτό σου.Δεν θα υπάρχει τίποτα από το παρελθόν σου.Ούτε ο Σεφέρης,ούτε ο Λειβαδίτης,ούτε τα τραγούδια του Θεοδωράκη,τίποτα.
Ότι το μόνο που καταφέρνουν είναι να ημερεύουν το ζώο.Αλλά δεν το αλλάζουν.
Τύχη,μόνο τύχη.Μια σειρά συμπτώσεων.Αυτό είναι.
Η Λένα κατάπινε το Βατερλώ της κομμάτι κομμάτι.Ο Παύλος δεν σκόπευε να σταματήσει,αν πρώτα δεν την έβλεπε να γλείφει και τα δάχτυλά της...
Μοιάζει 4 παρά 20,συννεφόκαμα και νύχτα.Λέγεται πως σαν σήμερα,1 Ιουνίου,Βασιλεύς Παύλος γέννησεν Βασιλέα Κωνσταντίνον εκ της Φρειδερίκης.Εμένα η μητέρα μου,μου είπε πως οι κανονιές πέσανε για μένα.Όσο για τη Μονρόε,εκτός από την ίδια ημερομηνία γεννήσεως είναι στη μέση και οι ασφυκτικά πυκνές πλερέζες του θανάτου της.Οινόπνευμα με χάπια ή περίστροφο με σιγαστήρα,ο ήχος της υπερβολικής δόσης στέρησης από μοναξιά μού είναι οικείος.Μυστήρια μέρα που είναι η Παρασκευή,ε?Να μην μπορέσω ποτέ να φτιάξω ένα γελαστό βιβλίο...Φρίκη.Ούτε παιδική φωτογραφία δεν έχω γελαστή.Όσους άντρες ερωτεύτηκα επειδή γελάγανε,αν δεν ήταν ηλίθιοι ή υστερικοί,ήταν πιο λυπητεροί απ'τους λυπητερούς.Δεν έχω κανέναν.Δεν έχω να πάω πουθενά.Πουθενά...Τρέχω...τρέχω αλλόκοτα με σταματημένους κόμπους ιδρώτα στις ρίζες των μαλλιών μου.Είμαι ξανθιά?Είμαι κόκκινη με πανάδες στη μύτη?Ναι...Ίσως...Μπορεί...Γιατί λέω ψέματα αφού ξέρω?Η απόδραση και η τρέλα έχουν κοινή αφετηρία.Είμαι ο Χωκ Φιν.Ο κολλητός μου είναι φίρμα.Τον λένε Τομ Σώγιερ.Έχει μια γκομενίτσα,απ'αυτές που σου μένουν για πάντα.Με πιάνο και γαλλικά.Τις νύχτες,με ένα τσουβάλι,σαλτάρουμε από τις μάντρες των νεκροταφείων και μαζεύουμε ψόφιες γάτες.Τις σπρώχνουμε Προπύλαια ή Μοναστηράκι,σε χαζοτουρίστες Έλληνες ή ξένους.Τα φράγκα που βγαίνουνε πίνουμε καμία μπίρα και τσιγάρα.Τι να σας λέω τώρα...Μια μέρα ντύσανε τον δικό μου καινούριο.Βελουδένια τραγιάσκα,τιράντες,βερμούδα,γυαλιστερά παπούτσια στο νούμερό του.Τον βάλανε σε υπερωκεάνιο για Αμερική.Θα σπούδαζε.Θα γινόταν σπουδαίος.Είχα ανέβει στην κορυφή ενός πολύ ψηλού δέντρου και τον χαιρέταγα.Είχε πέσει απάνω του όλο το σκυλολόι και δεν με είδε.Έχουνε περάσει τρία χρόνια και δε μου'γραψε.Ρώτησα και μου είπανε πως η Αμερική είναι πέντα χρόνια μακριά.Η απόδραση,η τέχνη και η τρέλα έχουν κοινή αφετηρία και τέρμα.Εγώ τώρα είμαι στη γέφυρα του Μανχάταν.Τρεχάλα πάλι.Φώτα,ποπό φώτα,τεράστια,άλλα αναβοσβήνουν,άλλα σταθερά,στρογγυλά,ανιχνευτικά,παραμορφωτικά,κεντράρουν πάνω μου.Περίεργα την όψη μου φωτίζουν.Είμαι γυναίκα.Ξυπόλητη πάλι,κρατάω στα χέρια μου φιδίσιες ψηλοτάκουνες γόβες,φιδόδερμα το δέρμα μου κι ένα μαύρο σχισμένο καλσόν υφασμένο από ρουμπίνια.Άρκα,φλας.Γύρισμα έχω?Το φεγγάρι ψηλά θέλει να παίξει μαζί μου.Μπλέκεται στα πόδια μου.Όμως εγώ δε γίνεται.Είναι σοβαρή υπόθεση για μένα.Τ'αγαπάω.Το σέβομαι.Δε γίνεται να το κάνω τόπι.Πλάκα κάνουμε?Πώς να το κλοτσήσω?Τώρα...?Τι είναι πάλι αυτό τώρα?Ο...πώς τον λένε?Τα'χασα πάλι,ορίστε το κενό...Ο δικός μου,ο Ντένις Χόπερ,δυο δάχτυλα πάνω απ'το έδαφος,ξεμέθυστος,έρχεται καταπάνω μου με μια μακριά ασημιά καμπαρντίνα,προσπαθεί ν'ανάψει το τσιγάρο του ανάποδα,απ'το φίλτρο.Τι θ'απογίνω,Θεέ μου?Στην ώρα πιάνει αέρας απ'τ'άστρα.Φυσάει πολύ.Χώνονται τ'άστρα μες στο στόμα μου,κρύβονται στα δάχτυλά μου.Είμαι ένα μικρό τετραγωνάκι τρεχαλητό τ'ουρανού.Στην αγάπη και στον τρόμο μου μπερδεμένη.Όσοι είχαν πηδήξει από τη γέφυρα να φύγουν σταματάνε την κίνηση στη μέση.Κάνουν την κίνηση ανάποδα,σωστή.Γυρνάνε πίσω,στη ζωή και στον αέρα.Είμαι ένα κομματάκι τ'ουρανού,τετράγωνο,ολομόναχο,φωτισμένο.Ούτε να κλάψω.Οι φίλοι που γύρισαν πίσω είναι με φώτα νέον στεφανωμένοι.Παράξενα ιδεογράμματα που φτιάχνει η μοναξιά.Ο Χόπερ με κοιτάει:"Τι γίνεται,ρεπλίκα?Ν'ανάψω από τα δάχτυλά σου φωτιά?Ποιος είναι ο δικός σου ο Χρόνος Λήξεως?"...Ναι...Αν δεν είχε γίνει ιδεοληψία ν'αυτοκτονούν οι μουσικοί που δεν έχουν όργανα και περπατάνε τις νύχτες στις ράγες των τρένων,θα όριζα το χρόνο.Βρέχει.Κάποιο πεφτάστρο μου κάηκε.Να βρω ένα υπόστεγο να μην καώ.Έχω κι ένα τσουβάλι με ψόφιες γάτες να κουβαλάω τη Νύχτα.Νύχτα...
Η Ιζόλδη κατοικεί μες στην υπόγεια μισοσκότεινη αίθουσα. Το φόρεμά της έχει χρώμα ίδιο με των νεκρών την προσμονή είναι το πιο σβησμένο θαλασσί τούτου του κόσμου φθαρμένο, αποκαλύπτοντας την ώχρα των γυμνών βράχων. Η Ιζόλδη είναι μονάχη,εκείνοι που έρχονται είναι σκοτεινοί σκύβουν με λάμπες πάνω απ’ το κορμί της. Στ’ αλήθεια λένε, η Ιζόλδη πέθανε, η Ιζόλδη η λυπημένη πέθανε, έτσι λένε.
Η νέα ταινία του Θόδωρου Μαραγκού από 5 Μαρτίου στους κινηματογράφους.
Το σκηνοθέτη Θόδωρο Μαραγκό τον γνωρίζουμε καλά και από το παρελθόν. Έχει δώσει μερικές δυνατές ταινίες καταγγελίας ("Μάθε παιδί μου γράμματα", Black Mπέεε κ.ά.) ή κοινωνικές σάτιρες. Είναι φορτισμένος ιδεολογικά και είναι λογικό να τον ενοχλεί η έκπτωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Επιλέγει να τη δει ως καρικατούρα και μας καλεί να αποστασιοποιηθούμε από ό,τι συμβαίνει δίπλα μας, καθώς αυτά που βλέπουμε να γίνονται είναι εξόχως κωμικά, γελοία, ανόητα και σουρεαλιστικά.
Μιλάμε δηλαδή για μια γυψωμένη κοινωνία, γεμάτη στρεβλώσεις, γραφειοκρατία, αναξιοπιστία, αγωγό ταλαιπωρίας. Οι "Ισοβίτες" λοιπόν δίνουν μια κουτουλιά και ξεκοιλιάζουν όλον αυτόν τον σοβαροφανή τραγέλαφο.
Στους νυχτερινούς ταξιδιάρηδες ανήκει ο Πάνος, ο οποίος οδηγεί το φορτηγό του σε μακρινούς δρόμους. Αναζητώντας την ελευθερία του, απολαμβάνει τα δώρα, που του προσφέρει η διαδρομή. Στην κοινωνία, όμως, υπάρχει και κάποιος που ακούει στο όνομα «Λοχαγός», ο οποίος έχει αγανακτήσει για το χάλι της σημερινής ζωής. Αποφασίζει να κλειστεί στη φυλακή ως εθελοντής ισοβίτης, γιατί πιστεύει ότι είναι καλύτερα μέσα παρά έξω. Όταν οι δυο τους συναντιούνται στη φυλακή, επιχειρούν να λύσουν τις φιλοσοφικές τους διαφορές, και μετατρέπουν το κελί που μοιράζονται σε ρινγκ.Ο σκηνοθέτης μέσα από τη σχέση των δύο αυτών φυλακισμένων με διαφορετική αντίληψη για τη ζωή, προσπαθεί να ερμηνεύσει τη λέξη ελευθερία, τονίζοντας παράλληλα την αξία που προσδίδει ο κάθε άνθρωπος σε αυτή. Ο πρώτος την έχει ανάγκη και την επιθυμεί διακαώς, ο δεύτερος θεωρεί ότι η πραγματική ζωή είναι εκεί που βρίσκεται και δε θέλει με τίποτα να την αποχωριστεί. Αισιόδοξος και με αστείρευτο χιούμορ, ο Θόδωρος Μαραγκός, κάνει μια ενδιαφέρουσα ανθρώπινη ταινία, έξυπνη και διασκεδαστική, με φιλοσοφική διάθεση, όπως το συνηθίζει στις περισσότερες ταινίες του. Οι «Ισοβίτες» διαθέτουν ρυθμό, καλή μουσική και δύο απολαυστικούς πρωταγωνιστές: τον Τάκη Σπυριδάκη και τον Βαγγέλη Μουρίκη.*******(Στην ταινία εμφανίζεται και η αγαπημένη μου φίλη Πέννυ Μηλιά,σε μικρό ρόλο όπως λέει η ίδια!)
-Άρθρο του (Αθηναίου) Καθηγητή Γεώργιου Μπαμπινώτη στο ΒΗΜΑ
Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής* οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση. Έτσι, καθημερινές φράσεις όπως π.χ. το "λέγεις μοι" παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης. Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) "με λες" και "μου λες", αντίστοιχα.Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότατα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες. Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος. Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες) είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη. Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά. Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με το συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη δοτική μέσω γενικής λέγοντας "θα σου πω κάτι", "θα της δώσω κάτι", στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το "σφάλμα" που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: "θα σας πω κάτι", "θα τους δώσω κάτι". Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική! Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό.... ..life is full of surprises...!!!
Σα μια αγρύπνια στάζει μέσα μου η μοίρα των ανθρώπων κι ακριβώς μέσα μου τελειώνουν οι άνθρωποι.Συνορεύω.Ένα βήμα και γκρεμίζομαι από ένα πανύψηλο τοίχο τα αισθηματικά λόγια τους κι οι ιδέες κι αρπάζουν φωτιά οι ζωές τους αυτό το γυαλί πρέπει να έχει μια τρύπα κι από κάποια τρύπα αυτοί θα με παρακολουθούν και θα μ'εκτιμάν θα καταλαβαίνουν τη διαφορά των θανάτων.Εγώ είμαι εθελοντής του τέλους των ανθρώπων και με την ελεύθερη θέλησή μου παραχωρώ και με μια τραγικότητα τους παραχωρώ τον τόπο που πιάνω που κανένας δε με υποχρεώνει αλλά εγώ εξασφάλισα και με το φανατισμένο μου θάνατο τους κρατάω στα χέρια μου γιατί με τον φανατισμένο κι ιδεολογικό μου θάνατο θα συνεχιστώ και σα παληός σβηστός μύθος θα σας βασανίσουν.