δε φτάνει τόσο


Σας την κάνω τη χάρη και σκίζω τα γραπτά μου
-σύμφωνα με τη Σώτη αυτό αποτελεί ύψιστη
Ευδαιμονία, «όπως όταν οι μαθητές σκίζουν τις σελίδες των βιβλίων
Την τελευταία μέρα του σχολείου»-
Πριν μου το ζητήσετε, αμέσως μόλις τα δημοσιεύσω.
-δεν φτάνει τόσο, θέλετε κι άλλο-
Αν χαθούν από το δίχτυ, χάνονται από παντού
Καμία καταγραφή
-για να μην γκρινιάζετε, η μιζέρια σας κολλάει,
Αποδεδειγμένο…-
Διέφυγαν και τον κίνδυνο να πάρουν φωτιά
Εύφλεκτα κι αηδίες
-στη συνεννόηση μην ελπίζετε-
Ξέρετε γιατί?
Γιατί εγώ ποντάρω στη ζωή τη ζώσα
Περισσότερο απ’ό,τι εσείς στη λογοτεχνία
-δε φτάνει τόσο,θέλετε κι άλλο-
Ωραία λοιπόν…
Τώρα που ξέρω από τι θα πεθάνω
Αγωνιώ να μάθω από τι θα ζήσω
-δε φτάνει τόσο,θέλετε κι άλλο-
Είστε αφόρητα βαρετός
-δε φτάνει τόσο, θέλετε κι άλλο,
Πειθαρχώ στη στερεότυπη αρχή σας
Θλιβερέ μου…-

Και σας λέω ότι το έγραψα στον τοίχο
«βαρετός βαρετός»
Το έκανα graffiti στο πάτωμα
«βαρετός βαρετός»
Τι ηδονή! Να πατάω πάνω στην αδέξια
Τρωκτική σας μειονεξία, Κριτία!

Κι αν δεν σας φτάνει κι αυτό
Μάθετε…ασκηθείτε στους ιούς
Έρωτας σέρνεται


θήλυ


Είμαι θηλυκό
Προσελκύω

Πρέπει να γυμναστώ
Μου επιτρέπεται να τρώω γλυκά
Πρέπει να χαμογελάω
Μου επιτρέπεται να έχω πιασίματα
Πρέπει να φτιάξω τα μαλλιά μου
Μου επιτρέπεται να οδηγώ αυτοκίνητο
Πρέπει να βάψω τα νύχια μου
Μου επιτρέπεται να "χαϊδεύομαι"
Πρέπει να φοράω ψηλά τακούνια
Μου επιτρέπεται να μιλάω με υποκοριστικά
Πρέπει να κάνω αποτρίχωση
Μου επιτρέπεται να εκφράζω τη δυσαρέσκειά μου
με χαριτωμένα επιφωνήματα αποδοκιμασίας
Πρέπει να μιλάω γλυκά
Μου επιτρέπεται να έχω πού και πού τα νεύρα μου
Πρέπει να δείχνω τα κάλλη μου
Μου επιτρέπεται τώρα που είμαι νέα
Πρέπει να ντύνομαι με γούστο
Μου επιτρέπεται να κολυμπάω γυμνόστηθη
Πρέπει να έχω το νου μου
Μου επιτρέπεται να τον τυλίξω
Πρέπει να φέρομαι με ευγένεια
Μου επιτρέπεται να γκρινιάζω,θα μου περάσει...

Είμαι θηλυκό
Προσελκύω
Έλεγε δίπλα μου με το βλέμμα της
Η Δεσποινίδα του Κυρίου

Κι εγώ σκεφτόμουν
Ευτυχώς
Είμαι ακόμα Γυναίκα


Πέννυ Μηλιά

αντρέι ταρκόφσκι


...Αλλά ο δρόμος για την ποιητική λογική είναι γεμάτος αντιξοότητες.Σε κάθε στροφή σε περιμένουν αντιδράσεις,μολονότι η ποιητική αρχή είναι εντελώς νόμιμη,όσο και η λογική της λογοτεχνίας ή της δραματουργίας.Απλώς κύριο στοιχείο της κατασκευής γίνεται ένα διαφορετικό συστατικό.Κι εδώ αναλογίζεται κανείς το μελαγχολικό ρητό του Χέρμαν Χέσσε:"Ποιητής είναι κάτι που επιτρέπεται να είσαι,αλλά δεν επιτρέπεται να γίνεις".

Δήλος


Φωνές ανατέλλουν
Ανάσες φθίνουν

ανα[σ]τολές που πληρώθηκαν
Κι η δύση ο έσχατος φάρος
Για τα καράβια
Τόσων απεγνωσμένων

η Δήλος απέναντι
περιφέρει ένστικτο ρίγος
και γίνεται άθελά της

μάρτυρας σπηλαιώδους κενού


Τήνος,25.1.2009
Άγιος Σώστης

Mαλαισιανά τραγούδια-Ιβάν Γκολ 1891-1950


XVII

Είμαι το ρυάκι σου
που μέθυσε με δυόσμο

Σκύψε πάνω μου
για να σου μοιάσω

Κολύμπησε μέσα μου
να νιώσεις πως τρέμω

Φάε τα ψάρια μου
να μ’ αφανίσεις

Πιες με
να με στερέψεις

Αγάπησέ με
Θα σε συντρέξω να πνιγείς


XX

Στο φιλί σου πιο βαθύ κι απ’ το θάνατο
νιώθω τη λύσσα σου να ξαναμπείς στη γη
να γυρίσεις πίσω στο χάος σου

Λιώνεις
χάνεσαι
σύννεφο πέφτεις
ποτάμι τρέχεις στη θάλασσά σου

Κι σάρκα μου σε δέχεται σαν ένα μνήμα


XXV

Σκεπάστηκα με εφτά πέπλα
για να με ξεσκεπάσεις
εφτά φορές

Μυρώθηκα μ’ εφτά μύρα
για να με μυρίσεις
εφτά φορές

Σου είπα εφτά ψέματα
για να με αφανίσεις
εφτά φορές

μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς

για μένα για σένα


σε γέμισα νερό
μα δεν το πρόσεξες
τώρα
κι ας μην το θέλεις
είσαι αλλιώς

Ξένη Σκαρτσή

πάντα μου άρεσαν οι αναιδείς επίλογοι


για την ψυχή μου

αδιαφορώ


τη γραφομηχανούλα μου

να σώσω

Γλυκερία Μπασδέκη


homo poeticus


πώς βηματίζεις στο ηλεκρονικό δάσος
με ριγμένο στην πλάτη τον μανδύα
από θαμπό βελούδο
μωβ νεκρώσιμο
από το στόμα φωτιά ρίχνεις
Έθιμο νυχτερινό της ηχούς της ανυπαρξίας
Πάνω από το σκοτεινό πηγάδι
-Που είναι όλος ο κόσμος-
Τάχα φωτίζεις
Απαγγέλοντας νωθρά
Θανάτους αδέξιους
Κι εγώ με τη δαιμονικότητα
των σημειώσεων του περιθωρίου
-Εκεί δηλαδή που γράφονται
τα πιο απρόσμενα ποιήματα-
Και μέσα στο πηγάδι
-Εκεί που ακούγεται καθαρά η βουή τους-
Δικαιώνω την αθωότητα
Με την αμηχανία του πένθους
Σαν να μην έχω απειληθεί από τίποτα

Μεθάς τακτικά απ’τη φωτιά σου
Αλλά εγώ κοιτάζοντας χαμηλά
Βλέπω πώς καις το κέλυφος
πώς το
μαργαριτάρι βγαίνει σάπιο

Κι αν σε κάνω πότε πότε προσωπικό μου ήρωα
Κι αν
σε συντηρώ στις άκρες των ποιημάτων
Κι αν σε κυλίζω ρηματικά και μυροβλητικά
Για να αστράψεις σε προκαλώ
Δεν φέγγεις,μόνο καις
Οι αναθυμιάσεις σου
Κι αν επωάζουν τις αδυναμίες μου

Γαλανόλευκο συνθετικό σκοτάδι
Δεν παράγω


προσδοκώ την εύθραυστη εκδίκηση
Όταν το σύμφωνο θα υποκλιθεί στο άλφα
μέσα στο χιτώνα σου θα ξεκολλάνε οι σάρκες
Θα βραχυκυκλώνεις –φακίρης σε ηλεκτρικά καρφιά

Κι εγώ τότε με μια αφή/προνύμφη
Θα χαράζω ψηφιδωτά
θ’αυλακώνω τη στάχτη
Μια στάχτη πιο ελαφριά απ’τη σιωπή
Και τις γενέθλιες κορδέλες που έχουν
Τυλιχτεί γύρω απ’το σώμα σου
Μίσχους πράσινους και σέπαλα
Θα τις υφαίνω σε καινούρια περιθώρια

τότε εσύ
Θα τρέφεσαι από το σάπιο σου μαργαριτάρι
Θα σου έχει μείνει μόνο το στόμα
Θα είσαι μια φυσαλίδα αναπνοής
Καταλαμβάνοντας το σώμα μικρού ψαριού
Σε θάλασσα ψηφιακή
Κι ανάμεσα στα μικροκύματα

τα μελανά σύμφωνα και τα
Περιούσια φωνήεντα

θα σκαρφαλώνουν στο λαιμό σου
θα τον καίνε με νερό

Όταν εγώ θα κοντεύω
Τις θαυμαστές παρυφές ετερωνύμων
Εκεί που ντύνονται οι υπόδικοι
Το σώμα του χαρτιού
Και μεταλαμβάνουν
το αίμα της μελάνης


νυκτερινό της μέρας


...Όχι:αυτό που έχω είναι νύστα.
Τι?Τόση κούραση εξαιτίας των ευθυνών,
τόση πίκρα γιατί ίσως δεν θα είμαι διάσημος,
τόση επιχειρηματολογία γύρω απ'την αθανασία...
Αυτό που έχω είναι νύστα,φίλε μου,νύστα...
Αφήστε με τουλάχιστον να'χω νύστα.Ποιος ξέρει τι άλλο
θα'χω?
16/6/1928


Θα'θελα να θέλω ν'αγαπώ.
Μια στιγμή...Πιάσε μου ένα τσιγάρο,
απ'το πακέτο πάνω στο κομοδίνο.
Συνέχισε...Έλεγες
πως στην εξέλιξη της μεταφυσικής
από τον Καντ στον Χέγκελ
κάτι χάθηκε.
Συμφωνώ απολύτως.
Ναι,σε άκουσα.
Nondum amabam et amare amabam (Άγιος Αυγουστίνος)
Τι παράξενο πράγμα οι συνειρμοί!
Είμαι κουρασμένος να σκέφτομαι να νιώσω κάτι άλλο.
Ευχαριστώ.Θ'ανάψω εγώ.Συνέχισε.Ο Χέγκελ...
Αλβάρο ντε Κάμπος
Εξάντας.
μτφρ.Μαρία Παπαδήμα

στη μικρή πλατεία εκείνος χόρευε


...Εμείς γυμνοί,ωραίοι,πιο ελεύθεροι από κάθε φορά,είχαμε στο στόμα το φιλί και στο κορμί το σπέρμα και αυτό τους ερέθιζε ακόμα πιο πολύ και τους έκανε άγρια θηρία.Έτσι ήταν που ξεπεράσαμε τους εαυτούς μας και βγήκαμε στον Κόσμο πρωτόγονα ωραίοι,γυμνοί και μόνοι,για να σμίξουμε από την αρχή,δυο άγνωστοι που ανακαλύπταμε στο δέρμα μας αρχέγονα πρότυπα αγαλμάτων και κείνο το σταυρωμένο άνθρωπο που είχε μιλήσει πολύ πριν από μας για την αγάπη."Μη θυμώνεις,καλά,σταματάω,ωστόσο αυτή είναι μία από τις αλήθειες που θα μπορούσε να μας ταιριάζει,δεν το κατάλαβες κι εσύ?Τότε λοιπόν,ας μείνουμε στη μέση του άδειου κύκλου που είναι η τωρινή μας ζωή και ας περιμένουμε το τέλος που έχουν όλοι οι θνητοί,κοινό,θλιβερό,αφόρητα πληκτικό.Προτιμάς έτσι?Και το πάθος που λέγαμε?Και ο μύθος της ζωής μας που καταργήθηκε?Και ο τρόμος ενός ανάξιου τέλους?Μα τι είσαι εσύ τελικά?Ένα ζώο άγνωστο ή ένας καταργημένος θεός που πατάς με βαριά βήματα στη ζωή μου και γίνεται μέρα και γίνεται νύχτα και σε χάνω τη στιγμή που μ'αγκαλιάζεις?Τι περιμένεις από τούτη την παράλογη σχέση μας?Ένα θαύμα ή μια δολοφονία?Ένα μύθο ή μια κατάρα?Και γιατί θυμώνεις όταν σου μιλάω για την αληθινή μας ζωή?Άφησέ με τουλάχιστον να σου πω για τη δική μου ζωή που σταμάτησε πέντε ολόκληρα χρόνια και αγωνίζομαι για μια ευκαιρία που θα με ξαναβγάλει στο φως,άφησέ με να σου τα πω όλα,πρέπει κάποτε να προφτάσω να σου τα πω όλα και τότε ίσως να μπορέσω κι εγώ να χορέψω,κατάλαβες?Πες μου ναι ή όχι,μην είσαι θυμωμένος μαζί μου,δεν το αντέχω αυτό".Δεν μίλησε,δε χόρεψε,δεν τραγούδησε,δεν έφαγε,δεν ήπιε,δεν έκανε τίποτα και μόνο έβλεπε μακριά τη θάλασσα κι αργοπορούσε μ'ένα τσιγάρο σβηστό "σε φοβάμαι" έγραψε με ένα κομμάτι κάρβουνο στο άσπρο του τοίχου και άξαφνα είχε δάκρυα στα μάτια.Έπεσε στα πόδια του και τ'αγκάλιασε"συγχώρεσέ με,είμαι απαίσια,σου κατάστρεψα την πρωτόγονη ζωή σου,αυτή που δεν έχει ψέματα και μύθους τρελούς,συγχώρεσέ με,δεν θα το ξανακάνω.".Έμειναν έτσι ώρα πολλή,εκείνη γονατισμένη να του φιλάει τα πόδια κι εκείνος ακίνητος,βουβός,στα μάτια του η υγρασία θυμός και απορία μαζί "γιατί"?Κι έπεσε η νύχτα και κείνος σηκώθηκε να φύγει κι ούτε που κοίταξε χάμω στα πόδια του τη γυναίκα που έκλαιγε χωρίς δάκρυα και τραγουδούσε χωρίς λόγια κι έμεινε στη μέση της άδειας πλατείας μόνο η παλιά τους συνάντηση,εκείνη η πρώτη,και δεν μιλούσε κανένας πια.Ώσπου ξημέρωσε και μπήκανε στο χώρο τους ξένα βήματα και σχήματα κορμιών που δεν τους έμοιαζαν και η ζωή συνεχιζόταν απλή και αδιάφορη,χωρίς εκείνους τους δύο και ωστόσο πολύ,απάνθρωπα πολύ μαζί μ'αυτούς,όπως το δέρμα στο κορμί και πονούσε ανυπόφορα.


Κωστούλα Μητροπούλου

Σκοτεινός Έρωτας


Περπάτησα ως εκεί που το σκοτάδι
πυκνό απ'τα φώτα του γυρνάει σε σκοτάδι
Δεν ξέρω πού ήταν που περπάτησα
ο γνώριμος μεγάλος φόβος η εφηβεία μου
κρατάει ένα ανελέητο μαχαίρι
χτυπάει πρώτα εμένα κι έπειτα
χτυπάει και σφάζει αδιάκριτα γυρνάει τα μέσα έξω
χύνοντας τα εντόσθια των πραγμάτων καταγής
ξεσκίζοντας τη σάρκα των ψυχών σας παίζοντας.
Πού είσαι συ ποιος είσαι συ δεν ξέρω πού περπάτησα
Άγνωστοι δρόμοι ελικοειδείς αιθέρια τούνελ
όλα εκεί αιωρούνται στο στερέωμα
κόσμοι επάλληλοι ανοίγουνε τα πέταλά τους τρέμοντας
άγγελοι μ'αλεξίπτωτο άνωθεν καταβαίνουν.
(Ά τι οδυνηρή ευφροσύνη η ομορφιά
Τι άγρια τραγωδία η τελειότητα).

Μια βόμβα φως εκρήγνυται στο άπειρο.

Πετάγομαι απ΄τον ύπνο μου
τινάζοντας στον τοίχο τα όνειρά μου
και να'μαι σ΄έναν άλλο ύπνο πιο βαθύ
έχοντας πια ξεχάσει τα όνειρά μου-ή τις αγάπες μου-
κι επιθυμώντας μοναχά μια λέξη
να βρω μια λέξη να χωθώ στον κόρφο της
κατάκοπος απ'τη ζωηρή ακινησία του ταξιδιού
Σαν τους νεκρούς που περιμένουν να ξαναπεθάνουνε
κάτω απ'τη γαλήνια σκέπη του θεού που ελπίζουν.
Τι θέλω τέλος πάντων να συγκινηθώ τι με βαραίνει
οι άλλοι κολυμπούν στο πέλαγο κι εγώ βουλιάζω
Κανείς δεν κολυμπάει όλοι βουλιάζουνε
η βία ταρακουνάει τον πλανήτη μου σα χαλασμένο δόντι
το χαλασμένο δόντι μου ταρακουνάει εμένα
κι εγώ ταρακουνάω το δέντρο τ'ουρανού,να πέσουν τ'άστρα του.
Πού είσαι συ ποιος είσαι συ δεν ξέρω πού περπάτησα
δεν ξέρω τίποτα και δε μαθαίνω τίποτα
Αν σ'αγαπώ είναι γιατί δεν έχω τι να κάνω ή να σκεφτώ
κι είναι γιατί δεν θα σε ξαναδώ στα χρόνια που'ρχονται
ούτε στο χρόνο που'ρχεται μετά τα χρόνια
κι έτσι μπορώ να πω η ευτυχία μου είναι πλήρης
όπως εξάλλου όλα στον κόσμο αυτό είναι πλήρη
μια σταγόνα παραπάνω και ξεχείλισαν
και θα χυθεί ο αφρός της τρέλας τους.
Καλά κοιμάμαι εδώ καλά ονειρεύομαι
Καλά γυρνάω στους δρόμους άγνωστος μ'αγνώστους
Κι αν ήταν κάτι να μπορούσα να πιστέψω θα'μουν άτρωτος
Να το λατρέψω ν'αφοσιωθώ
κι όχι ν'ανεβοκατεβαίνω μάταια
στα παγωμένα υπόγεια των αιώνων
να στήνω μες στην ησυχία αυτί στο βόμβο των πραγμάτων
άχρηστα πράγματα χιμαιρικά παράλογα
πριν έξι εφτά χιλιάδες χρόνια θα'μουν άλογο
να κλαίω στο λάκκο του κυρίου μου
και τώρα κλαίω γι'αυτό που χάθηκε και δεν το ξέρω
κι ούτε που θέλω να το μάθω-είμαι πλήρης.
Σκοτάδι αστραφτερέ καθρέφτη μου
Μέσα σου ανοίγονται χιλιάδες δρόμοι
Μες στο στομάχι σου ήχοι και χρώματα όλα χωνεύονται
Μέσα σου λιώνω εξαχνούμαι χάνομαι
Σκοτάδι εκτυφλωτικό μου φως
Είσαι το σύμπαν πριν απ'τη γέννηση και μετά θάνατον
Άρα είσαι το σύμπαν κι εν ζωή μέσα σου χάνομαι
Είσαι το τίποτα γυμνό κι είμαι το τίποτα
Μέσα σου χάνομαι.


Αντώνης Φωστιέρης.


νανούρισμα


δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι πια
δεν υπάρχει τίποτα να μάθεις
ένα ξεχασμένο νησί
στη μέση του πελάγους
το χτυπάει μ'όλα τα σκοτεινά του κύματα
και τι μ'αυτό?
δεν υπάρχει τίποτα να μάθεις

ένα άσπρο μικρό ζωάκι τρέμει
άυπνο και πεινασμένο
κι από πάνω του
σκιά και σύννεφο τ'αρπακτικά
με μάτια που τρυπάνε
και τι μ'αυτό?
δεν υπάρχει τίποτα να μάθεις


πέρα απ'τους κόκκινους λόφους
στο σκιερό και βουερό ποτάμι
μέσα στ'ανάρια δέντρα
μια μωρουδίσια κούνια ξεχασμένη
και τι μ'αυτό?
δεν υπάρχει τίποτα να μάθεις


σου λέω ησύχασε
και πάψε να ρωτάς
είν'όλα στον κόσμο μοιρασμένα
δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι πια


μια χούφτα άνεμος,μια χούφτα χώμα
μια χούφτα χιόνι,μια χούφτα χλόη


Πέννυ Μηλιά


πες μου αυτά που αγαπάς



Πες μου αυτά που αγαπάς να τα θυμάμαι
όταν θα ζει με αναμνήσεις η καρδιά
να 'ρχεσαι πάντα μες στον ύπνο που κοιμάμαι
σαν πεταλούδα με φτερά μενεξεδιά

Πες μου αυτά που αγαπάς να τα φυλάξω
σ' ένα πηγάδι της ψυχής μου σκοτεινό
όταν θα σκύβω τη ζωή μου να κοιτάξω
να 'σαι φεγγάρι στου βυθού τον ουρανό

Μη μου μιλάς γι' αυτά που πρόκειται να γίνουν
όσα φοβάμαι και να διώξω πολεμώ
κι όσα μου πεις πως αγαπάς αυτά θα μείνουν
να τα θυμάμαι μ' έναν κόμπο στο λαιμό

Πες μου αυτά που αγαπάς να τα φορέσω
πάνω στο στήθος μου σαν άγιο φυλαχτό
και με την πρώτη μαχαιριά να μην πονέσω
όταν με βρει η μοναξιά να φυλαχτώ

κοχύλι


ένα κοχύλι μου'δωσαν

μέσα του τραγουδά
μια θάλασσα του χάρτη
νερό η καρδιά μου γέμισε
με μικρά μικρά ψάρια
από σκιά κι από ασήμι
ένα κοχύλι μου'δωσαν


Φ.ΓΚ.ΛΟΡΚΑ

πεθαίνοντας στην Παλαιστίνη



Η Απώλεια-Εδουάρδο Γκαλεάνο

Η Έλενα ονειρεύτηκε πως είχε ξαναγίνει παιδί και πως δεν έβλεπε τίποτα.Ψηλάφιζε στη σκοτεινιά φωνάζοντας βοήθεια,ζητώντας φως,αλλά κανένας δεν άναβε τα φώτα.Σ'εκείνη τη μαυρίλα δεν μπορούσε να εντοπίσει τα υπάρχοντά της που ήταν σκορπισμένα σ'όλο το σπίτι και σ'όλη την πόλη και αναζητούσε τα πράγματά της ψαύοντας στο σκοτάδι κι επίσης έψαχνε βαμβάκι,κουρέλια,οτιδήποτε,γιατί έχανε ποτάμια αίματος ανάμεσα από τα πόδια,πολύ αίμα,ολοένα περισσότερο αίμα,και παρότι δεν έβλεπε τίποτα,αισθανόταν εκείνο το πηχτό κόκκινο ποτάμι ν'αποχωρίζεται το σώμα της και να χάνεται στο έρεβος.

"Μόνο το μίσος κυκλοφορεί ελεύθερο...
κανένας άνθρωπος δεν θα κρυφτεί ξανά πίσω από ένα δέντρο...δεν υπάρχουν
κανένα πουλί δεν θα φτιάξει φωλιά"

εάν η Πολυδούρη παντρευότανε τον Καρυωτάκη...-Ελένη Γκίκα


..."Και τρυφερό δεν μ'έκανε μόνο το μετάξι της αφής σου.Ούτε μόνο η έλξη που ασκεί σ'έναν ρομαντικό η ιδέα του θανάτου.Συνέβαινε αυτό που λίγο-πολύ συμβαίνει με τα βουρκωμένα μάτια:η εικόνα του κόσμου εξανθρωπίζεται μέσα από το σπασμένο τζάμι των δακρύων.Σαν να μην υπάρχει ιδέα δίχως την ανάγκη να ντυθεί μια νεκρή σάρκα,αθανασία δίχως την ανάγκη ενός τάφου,κι άνδρας δίχως το Μνήσθητι μιας γυναίκας".Κάποτε αυτό το απόσπασμα το είχα στείλει μαζί με μια κάρτα σ'έναν άντρα.Η κάρτα χάθηκε.Ο άντρας παντρεύτηκε.Το μόνο που θριάμβευσε,κατ'αυτόν τον τρόπο,ήταν το νόημα του κειμένου.Κι αυτό,όχι αμέσως.Εκείνη την ώρα,άλλα θριάμβευσαν:οι παρανοήσεις,οι παρεξηγήσεις,οι πικρίες,οι-εις άπειρον-αναμονές,οι ανασφαλείς αναστολές και οι μοιραίες αναβολές που καθορίζουν τα πάντα."Ο ορθός χρόνος",όπως επισημαίνουν συχνά οι Άγιοι πατέρες και οι σοφοί,αλλά εμείς μέσα στην πολλή σκοτούρα και τη θολούρα μας,πού να το καταλάβουμε.Εκ των υστέρων μετράμε τα κέρδη και τις φθορές.Απ'τα συντρίμμια αναζητάμε το χαμένο χρόνο και τον απόντα αγαπημένο.Εκ των υστέρων αποσαφηνίζουμε προθέσεις και συναισθήματα.Κι από τη νοσταλγία μας,ανασύρουμε τα μεγέθη,ακριβώς,επειδή,τελικά,"δεν υπάρχει ιδέα δίχως την ανάγκη να ντυθεί μια νεκρή σάρκα,αθανασία δίχως την ανάγκη ενός τάφου,κι άνδρας δίχως το Μνήσθητι μιας γυναίκας".Και όσο γι'αυτό το πολυθρύλητο χάπι εντ ποιος είπε αλήθεια πως είναι εκείνο που μας φανερώνουν τα ελληνικά σενάρια?Μήπως μας έδειξε κανένα την "επόμενη μέρα"?Αλήθεια αναρωτηθήκατε ποτέ,τι θα ήταν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα,χωρίς την αυτοκτονία τους?Οι γυναίκες του Ζαλόγγου,ο καλόγηρος Σαμουήλ,οι τριακόσιοι του Λεωνίδα χωρίς τη θυσία τους?Ο Ιησούς Χριστός δίχως το σταυρικό του θάνατο?Η Μαίρυλιν Μονρόε και ο Τζέημς Ντην δίχως τα νιάτα αλλά με τα γεράματά τους?Ο Κέννεντυ χωρίς το δολοφόνο του κι ο Ναπολέων δίχως το Βατερλώ του?Ο Λέων Τρότσκι χωρίς την Προδομένη Επανάσταση κι η Ρόζα Λούξενμπουργκ με τέσσερα παιδιά?Το Αρκάδι δίχως το Ολοκαύτωμα,η Μαρία Πολυδούρη αν τα είχε βρει με τον Καρυωτάκη,ο Καρυωτάκης αν δεν είχε μετατεθεί στην Πρέβεζα,και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός,εάν επέλεγε τη σιωπή?Ο Παπαφλέσσας χωρίς το Μανιάκι του,ο Μαγιακόφσκι δίχως τη Λίλια Μπρικ και την αυτοκτονία του,η Σύλβια Πλαθ χωρίς την τρέλα της,ο Χόρχε Λουί Μπόρχες χωρίς τη νύχτα των ματιών του,ο Ντοστογιέφσκι χωρίς το πάθος της χαρτοπαιξίας κι ο Μπουκόφσκι δίχως το πάθος του αλκοόλ?Ο Κέρουακ χωρίς το "δρόμο" του,ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ δίχως το φόνο της γυναίκας του,ο Έντγκαρ Άλαν Πόε χωρίς το "κοράκι" του,η Ισιδώρα Ντάνκαν δίχως το φουλάρι της,ο Καβάφης χωρίς την ομοφυλοφιλία του και η Μαρία Μαγδαληνή δίχως την αμαρτία?Ε,εγώ σας λέω λοιπόν,πως...τίποτα δεν θα ήταν.Γιατί αν ήταν άλλο το φινάλε τους,άλλοι θα ήταν κι αυτοί.Και εάν αυτοί ήταν άλλοι,θα έλειπε ακριβώς εκείνο το φινάλε που έκανε το άστρο τους να λάμψει.Και να φωτίσει μέσ' απ'την τρέλα τους και μεσ'απ'τη μοναξιά τους.Να γίνει σύμβολο και θρύλος.Κι ας απαιτήθηκε η νεκρή σάρκα για να ντυθεί η ιδέα,κι ας χρειάστηκε ένας τάφος για να φωτίσει η αθανασία,και ας είναι εκείνα τα δάκρυα του τέλους που χρίζουν πάντοτε έναν έρωτα αιώνιο και αθάνατο.Αλήθεια,μπορείτε εσείς να φανταστείτε Ρωμαίο και Ιουλιέττα,παντρεμένους?Όλα τούτα,λοιπόν,σκέφτομαι,κι ας μην τρομάζει ο παραλήπτης γι'αυτή την κάρτα που δεν έλαβε,για την απόφαση που πήρε ή δεν πήρε,και για την παρεξήγηση που τελικά βασίλεψε,γιατί έπρεπε ακριβώς αυτό το κείμενο να επαληθευτεί και να λάμψει.Όπως η ιδέα μας,αφού προηγουμένως ντυθεί το κορμί μας.Ίσως γι'αυτό οι Ινδοί να διαμαρτύρονται αυτοπυρπολούμενοι και οι ποιητές να κόβουν τις φλέβες τους με στίχους.





Βρέχει Φως-Κωστής Γκιμοσούλης



από το οπισθόφυλλο-

(κάποιος που τον ξέχασε ο χρόνος παραμιλάει ακόμα τον ανεκπλήρωτο έρωτά του-υπάρχει αληθινός έρωτας που να εκπληρώθηκε ποτέ?-για μια γυναίκα.Όμορφη γυναίκα και ποιήτρια.Συνδυάζονται αυτά?Το όνομά της Μαρία Πολυδούρη.Πάντα ανάμεσά τους ήταν ένας Άλλος.Κι όλα αυτά στη δεκαετία του ΄20-μια δραματική εποχή.Το τότε και το τώρα.Ή μάλλον το τότε σαν τώρα.Η μετριότητα σ'όλες τις εποχές είναι αμείλικτη με ό,τι προεξέχει.)



Το Σκοτάδι να Κερδίζει συνεχώς



Ένα σούρουπο χτύπησε η πόρτα μου.Χτυπήματα τρία συνεχόμενα και βιαστικά.Άνοιξα την πόρτα γνωρίζοντας πως ήταν εκείνη.Το πρόσωπό της μου δημιουργούσε πάντα μια έντονη συγκίνηση.Υπήρχε κάθε φορά μια νέα λεπτομέρεια να ανακαλύψω πάνω του,που άλλαζε τη γενική εντύπωση.Μου άπλωσε τα χέρια με τους λεπτούς καρπούς.Κρατούσε ένα φάκελο γεμάτο με χαρτιά.Κάτω από τα μάτια είχε σκούρες τάφρους και φαινόταν κουρασμένη:"Είναι κάτι ποιήματα που έγραψα" εξήγησε."Προτιμώ να τα δώσω σε σένα να τα διαβάσεις,παρά σε οποιονδήποτε άλλον.Ή αν δε θες,μην τα διαβάσεις.Απλώς,κράτα τα λίγο καιρό,αν δεν σου φέρουν βάρος.Θέλω για ένα διάστημα να τα αποχωριστώ."Δεν πρόλαβα να την καλέσω μέσα.Μου γύρισε την πλάτη κι έφυγε δίχως άλλη κουβέντα.Έκλεισα μαλακά την πόρτα.Πήγα και κάθισα στο τραπεζάκι,που το χρησιμοποιούσα για να τρώω,να διαβάζω και να γράφω και για κάθε είδους άλλη χρήση.Άναψα τη λάμπα κι ας μην είχε ακόμα βραδιάσει εντελώς.Άνοιξα το φάκελο:ο γραφικός της χαρακτήρας δεν είχε την κανονικότητα που έχουν οι γυναίκες όταν γράφουν.Πλάγιος ελαφρώς,κυμάτιζε ανάλογα με την εναλλασσόμενη διάθεσή της.Με πιο πολλές καμπύλες,όμως,παρά γωνίες.Σιγά σιγά,όπως έπεφτε απ'έξω σκοτάδι,άρχισα να συγκεντρώνομαι και να διαβάζω.Όταν σταμάτησα το διάβασμα,ήταν νύχτα πια.Υπήρχε μια ατμόσφαιρα θρήνου στα γραπτά της,που σαν υγρασία είχε καθήσει πάνω μου,στο πρόσωπό μου,στο λαιμό,στα δάχυλα.Στο τέλος,η κλάψα αυτή,μου έγινε ανυπόφορη.Έκλεισα απότομα το φάκελο,σηκώθηκα όρθιος και βάδιζα νευρικά από τοίχο σε τοίχο μέσα στην κάμαρή μου,λες κι ήθελα να την τινάξω από πάνω μου.Ένα δεν καταλάβαινα:πώς μια κοπέλα σαν κι αυτή είχε μια τόσο θανατερή όψη του κόσμου.Σύμφωνοι,μέσα σε ελάχιστο διάστημα είχε χάσει και τους δυο της γονείς.Όμως,το τώρα της?Ήταν όμορφη και υγιής,μπορούσε ν'απολαμβάνει τη ζωή.Ήμουν άρρωστος και ζητούσα απ'αυτούς που γράφουν να μου δώσουν ένα στέρεο πάτημα.Μια χειρολαβή για να πιαστώ.Όχι αυτή την υστερία των αισθήσεων.Γιατί τόσος θάνατος βρε παιδί μου?Και καλά ο έρωτας-που φυσιολογικά κάποια στιγμή πεθαίνει,καθώς εξελίσσονται οι άνθρωποι-αλλά και οι ερωτευμένοι έπρεπε να πεθαίνουν?Ήταν η επιρροή του νεαρού "Βέρθερου" του Γκαίτε που είχε διαλέξει να βρικολακιάσει τον έρωτά του αυτοκτονώνας?Σίγουρα ήταν επηρεασμένη από τον γλυκερό συναισθηματισμό που μας αποβλάκωνε εκείνη την εποχή,ενώ γύρω μας τροχαλίζονταν χίλια μαχαίρια.[...]

Πάντως,τα ποιήματα της Μαρίας που διάβασα εκείνο το απόγευμα μου αποκάλυψαν μια καινούρια πλευρά της:της ανασφαλούς Μαρίας,της νοσηρά ευαίσθητης,της μοναχικής,της μπερδεμένης.Σαν να μην με είχε αφήσει να δω ότι κρυφά έτρωγε ακόμα τα νύχια της.[...]

Βρήκαμε ένα ταβερνάκι παραλιακό και καθήσαμε να φάμε.Η Μαρία είχε ένα πάθος με τη θάλασσα,ήθελε να την έχει διαρκώς δίπλα της.Με τα πρώτα ποτήρια μπίρας ζαλίστηκα.Προσποιούμουν,τάχα ειρωνικά,πως την περιποιούμαι.Την τάιζα στο στόμα.Είχε ζαλιστεί κι εκείνη και γελούσε συνέχεια με τα καμώματά μου.Ξαφνικά πήρα ύφος αυστηρό:

"Μαρία,έχω μια σοβαρή δήλωση να σας κάνω!"

"Για να την ακούσουμε!"

"Η αλήθεια είναι πως...δεν σας αγαπώ καθόλου!"

Ένα φεγγάρι ολοσχηματισμένο,σαν γεμάτο μηδέν,ξεπρόβαλε κείνη τη στιγμή πίσω απ'το κεφάλι της,δίχως εκείνη να το έχει αντιληφθεί ακόμα.Στον βαθύ πορτοκαλένιο δίσκο του,διαγράφονταν μεγάλες σκούρες κηλίδες που του έφτιαχναν μάτια και στόμα.Έμοιαζε με ανώμαλο παιδί, ή,ακόμα καλύτερα,με κρανίο νεκρού.Ενός νεκρού που την αγκάλιαζε.Ήταν σαν οιωνός το φεγγάρι εκείνο.



Τριάντα Κόκκους Κινίνο



Γιατί ένα πλάσμα σαν και μένα να ελκύει την αγάπη αυτών που συναντάει μπρος του?Γιατί να μην υπάρχει μέσα μου καρδιά παρά εκεί που δεν πρέπει?Μπορεί ποτέ κανένας να φανταστεί ότι λυπάμαι βαθιά όταν καταλάβω ότι μ'αγαπούν?Κι όμως συμβαίνει γιατί έτσι καταλαβαίνω ότι μου δίνουν κάτι που δεν αξίζω πραγματικά κι αυτό με βασανίζει.Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα.Δεν είναι αγάπη ό,τι έχω δοκιμάσει μέχρι τώρα...Ώστε είμαι έκφυλη?Θα περάσω όλη μου τη ζωή σπέρνοντας από δω κι από κει ένα ένα τα φύλλα της καρδιάς μου και δοκιμάζοντας πάντα την τρομερή αυτή πλήξη που μου αφαιρεί κάθε περιέργεια και ενδιαφέρον για τα γύρω μου?Ένα όνειρο ακαθόριστο κλείεται μέσα μου.Δεν ζητώ τίποτα πια.Ας φανερωθεί μπρος μου ο άνθρωπος που θα μπορέσω να τον αγαπήσω αληθινά με τρέλα,κι ας μη με αγαπήσει,δε με μέλλει.Θα ζω με την ευτυχία του να αγαπώ και θα πεθάνω έτσι.Δεν ανέχομαι πια την εκκρεμότητα αυτή του να κρέμεται σε μια κλωστή κάθε μου όνειρο.Γεννήθηκα για ν'αγαπώ είναι αλήθεια και δεν μου αρκεί να μ'αγαπούν.Όταν εγώ δεν αγαπώ είμαι δυστυχής κι ας με αγαπούν.



Αυτά που διαβάζεις είναι από το ημερολόγιό της.Η Μαρία πίστευε πως δεν ήταν ικανή ν'αγαπήσει.Ίσως και γι'αυτό να της φαινόταν απίθανο όταν της έλεγαν ότι την αγαπούσαν.Να στο κάνω πιο λιανά:ήταν μια ύπαρξη που μεθούσε από τον εαυτό της κι από ό,τι την περιέβαλλε.Τύπος από τη φύση της,εκστατικός,άφηνε την πραγματικότητα να εισχωρεί και να μετασχηματίζεται μαγικά μέσα της.Τη ζούσε στη δική της διάσταση και,από τότε που κατάλαβε τον εαυτό της,ήταν ερωτευμένη διαρκώς με έμψυχα και άψυχα.Δεν μπορούσε να εστιάσει.Να δοθεί κατ'αποκλειστικότητα σε ένα.Ναι,ήταν εγωκεντρική,από μια άποψη.Την πιο κοινή.Από την άλλη,όμως,είχε αυτή τη σπάνια ιδιότητα στο κύτταρο,να απλώνεται και να ταυτίζεται με τα πάντα.Στο κάτω κάτω δεν έβλαπτε κανέναν,εκτός από τον εαυτό της.Δεν είναι εύκολο να είσαι το φως μέσα στη νύχτα των άλλων.Άργησε,αλλά υποχρεώθηκε κάποτε να καταλάβει ότι οι άλλοι δεν ένιωθαν τον κόσμο όπως αυτή.Πολλές φορές τα είχε δώσει όλα σε καταστάσεις και είχε εισπράξει την καχυποψία τους και στο τέλος βγήκε και κατηγορούμενη.Η Μαρία ήταν η εξαίρεση και όλοι οι άλλοι ο κανόνας.Η μετριότητα πάντα,να το ξέρεις,είναι αμείλικτη με ό,τι προεξέχει.Η συνείδηση της διαφορετικότητάς της της δημιούργησε ανασφάλεια.Θα πρέπει να σοκαρίστηκε πολύ κι ακόμα να φοβήθηκε μήπως εκείνη ήταν προβληματική ή,ακόμα σοβαρότερο,αμαρτωλή,επειδή δεν μπορούσε να περιορίσει τον έρωτά της μέσα σ'ένα σχήμα.Αυτή ήταν μία από τις ριζικές ενοχές της.Το ομολογεί και μόνη της."Τον αγαπώ...τον αγαπώ...Καμιά αμφιβολία πια![...]Δεν μιλώ εν τούτοις.Υποφέρω και υποφέρει κι εκείνος. Αλλά έτσι πρέπει να γίνει.Πρέπει να υποφέρω[...]για να εξιλεωθώ.Δέχτηκα κείνη τη βραδιά,τη μυστική εξομολόγησή του με τόση αδιαφορία φαινομενική,θυμάμαι,που του συνέστησα γαλήνη![...]Απελπισμένε μου ποιητή,θα σ'αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σ'αγαπήσω...όσο σου πρέπει[...]τον είδαμε να περνάει μπροστά μας.Τον φώναξα στο τραπέζι.Τα μάτια του,τον χαιρετισμό του.[...]Το αίμα μου όλο ανεβασμένο στο κεφάλι μου κάνει να χτυπούν φριχτά οι φλέβες και να νιώθω μια βουή στ'αυτιά μου σαν να πήρα 30 κόκκους κινίνο[...]Γύρισα απ'τον περίπατο μόλις τώρα...(μεσάνυχτα)τελείωσαν όλα πια,και οι δειλίες και οι φοβεροί πόνοι.Μ'αγαπάει,τον αγαπώ".



Είχε έναν τέτοιο πυρετό αυτή η κοπέλα κι είχε ριχτεί σ'ένα κυνήγι για το απόλυτο και το μοναδικό,που μόνο έναν άνθρωπο φευγάτο θα μπορούσε ν'αγαπήσει.Να ερωτευτεί δηλαδή,εννοώ.Γιατί τον Άλλο,τον αγάπησε πραγματικά πολύ καιρό αφού είχαν χωρίσει.Επιλέγοντας ένα άτομο άπιαστο,όπως ήταν εκείνος,δεν μπορούσε εύκολα να τον ξεπεράσει...





την έβλεπε με το μαχαίρι


Την έβλεπε με το μαχαίρι

καρφωμένο στην κοιλιά της

και δίσταζε.

Τα μαλλιά της έλαμπαν

τα χαμόγελά της μαρμαρυγούσαν

Ο κίνδυνος δεν ήταν άμεσος

ενώ κάποια επέμβασή του ίσως απόβαινε

μοιραία.

Ή και σωτήρια ίσως,

μα ποιος μπορεί να ξέρει?

Δεν ήταν έμπειρος σε τραύματα.

Πώς να διαβλέψει τι όργανα

είχαν τρυπηθεί

κι ύστερα η κράση των ανθρώπων

διαφέρει τόσο

αιμόσταση,αντοχή καρδιάς,κατάφαση(κυρίως αυτό)

κατάφαση ζωής.

Εδίσταζε λοιπόν.Κι από τον ουρανό έπεφτε αγιάζι

κι από τη θάλασσα υψώνονταν ομίχλη βραδινή

κι οι ανάσες τους διαγράφονταν.

Αν έστω του έκανε ένα νεύμα.

Όμως εκείνη σιωπηλή αντίκρύ του

τα διαφανή της μέλη ακίνητα

τα μάτια της φεγγερά στη νεαρή νύχτα

χαμογελώντας με το μαχαίρι καρφωμένο στην κοιλιά της

χαμογελώντας λες κι ο χρόνος μπροστά τους

ήταν άφραγος

λες και τίποτα δε βίαζε

δεν ούρλιαζε μέσα τους

βρισκόταν-απλώς βρισκότανε κοντά του.

Κι όλη η ευθύνη της επόμενής του κίνησης

στα χέρια του.


Λεία Χατζοπούλου-Καραβία


Μεσαιωνικό υστερόγραφο


Έγραφε ερωτικά γράμματα και τα πετούσε στο δρόμο.Χωρίς υπογραφή,χωρίς ημερομηνία,χωρίς όνομα παραλήπτη.Και σε καλούσε να πας να τον βρεις,η καρδιά του χτυπούσε για σένα,για σένα άνοιγε τα μάτια το πρωί,για σένα τά'κλεινε το βράδυ,για σένα έγραφε αυτά τα γράμματα και τα πετούσε στο σκοτάδι.Συνήθως άρχιζε ή τελείωνε μ'εκείνα τα τεθλιμμένα στιχάκια:"Λάβε χαρτί χωρίς ψυχή/και σώμα δίχως αίμα...".Ή άλλα που δεν τα ξέραμε:"Ο έρως κόβει γόνατα/κι οι λογισμοί γερνούνε/κι εγώ που τά'χω και τα δυο/πώς δε με καταλυούνε".Ποτέ δε μάθαμε ποιος είναι.Εικασίες μόνο,χειρότερες κι από την πλήρη άγνοια.Σήμερα ήταν αυτός,αύριο εκείνος,μεθαύριο κινδύνευες να είσαι εσύ,να είμαι εγώ.Όποιος κι αν ήταν,δίπλωνε το χαρτί στα τέσσερα και το άφηνε να το πάρει ο άνεμος,να το πάει όπου θέλει.Τό'βρισκες στα πιο απίθανα σημεία.Στους δρόμους,κεντρικούς κι απόκεντρους,στα ρείθρα,κάτω απ'τα τραπέζια στα καφενεία,κάτω από παγκάκια,κάτω απ'τα πόδια σου,συχνά και πιο μακρυά,σκαλωμένα πάνω σε πουρνάρια,σε βατομουριές,ή ανάμεσα στα κομμένα ξύλα για το χειμώνα στα υπόστεγα.Πάνω σε τάφους στο κοιμητήριο,κι εκεί ακόμα.Πολλά τα μούσκευε η βροχή ή βαρειά πάχνη,και η μελάνη από την πέννα διαστέλλετο,οι χαρακτήρες πάνω στο χαρτί έμοιαζαν με μπλε νιφάδες χιονιού σε μεγέθυνση,έπαιρναν σχήματα αμοιβάδας.Άλλοτε διαλύονταν τελείως,έπαιρνες το χαρτί κι έσταζε σαν σουπιά.Σπανίως, άφηνε να διαφανεί η ταυτότητα του φύλου του.Άντρας.Ελάχιστα μιλούσε για το άτομό του,με τρόπο έμμετρο.Ό,τι κυρίως εκθειαζόταν σ'αυτά τα γράμματα,ό,τι απελπισμένα αναζητιόταν και δε βρισκόταν,ήσουν εσύ-το κέντρο του κόσμου!Κάποτε σταμάτησαν.Έφυγε ή πέθανε ή κουράστηκε ή ποιος ξέρει τι άλλο.
Ζυράννα Ζατέλη

goodbye blue sky


Τα δακτυλικά αποτυπώματα-Εδουάρδο Γκαλεάνο


Γεννήθηκα και μεγάλωσα κάτω από τα αστέρια του Σταυρού του Νότου.Όπου κι αν πάω, με ακολουθούν κατά βήμα. Κάτω από το Σταυρό του Νότου, σταυρό αστραποβόλο, πορεύομαι ζώντας τις φάσεις της μοίρας μου. Δεν έχω κανένα θεό. Αν είχα θα του ζητούσα να μη μ’αφήσει ν’ανταμώσω το θάνατο: όχι ακόμα. Έχω πολύ δρόμο να διανύσω. Υπάρχουν σελήνες στις οποίες δεν έχω αλυχτήσει ακόμη και ήλιοι που ακόμη δε μ’έχουν πυρπολήσει. Δεν έχω βουτήξει ακόμη σ’όλους τους ωκεανούς του κόσμου, εφτά καθώς λένε, ούτε σ’όλους τους ποταμούς του παραδείσου, τέσσερις καθώς λένε.
Ένα παιδί στο Μοντεβίδεο εξηγεί:
«Δεν θέλω να πεθάνω ποτέ γιατί θέλω να παίζω αιώνια».




Η μέρα που θα τα άλλαζε όλα-Οδυσσέας Ιωάννου

Από δω και πέρα τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο. Αυτή τη φράση την έχω πει και την έχω ακούσει πολλές φορές. Αμέσως μετά τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία. Μετά τους δίδυμους πύργους. Μετά την εισβολή στο Ιράκ. Ύστερα από έναν αβάσταχτο θάνατο. Γενικά, έπειτα από κάθε χοντράδα της μοίρας, σαν σπρωξιά σε ποδηλάτη, βγαίνοντας από την τροχιά μας. Υπάρχουν πράγματα που αλλάζουν στη ζωή. Είναι πολύ πιο λίγα από όσα νομίζουμε. Δεν σε αφήνουν αυτοί που ξεχνάνε εύκολα. Σε τραβάνε στις γιορτές. Σε γνωρίζουν στον κόσμο. Τι να τους πεις? Πού να τους βάλεις? Περνάει λίγος καιρός κι όλοι ξανά τα ίδια. Γιατί δεν ήσουν έτοιμος για τέτοιες αλλαγές. Απλώς σου αρέσουν οι ωραίες κουβέντες κι εσένα. Νομίζεις πως ο προσωπικός σου πόνος σε κάνει ξεχωριστό, σε διαχωρίζει από τους άλλους. Αυτό είναι πάλι. Να ξεχωρίζεις. Σε τελική ανάλυση, και μια αλλαγμένη ζωή, ζωή είναι ξανά. Δε βαριέσαι. Νομίζω πως όλοι κοιτάζουμε σ’ένα σημείο που δε συμβαίνει τίποτα. Δεν περιμένω πια «εκείνη την ημέρα που θα τα άλλαζε όλα».