πικρία




Σώμα ξένο
Τρέχει δίπλα μου
Φλέβες στα μάτια
δέντρα στην αγκαλιά μου
Φεύγουν όσα πιο σφιχτά κράτησα
Σ’ ένα ποτάμι άβαθο ταξιδεύουν
Από δίπλα μου περνάνε
Σκυφτοί διαβάτες-δισταγμοί


Κλώτσα -χτύπα-δάγκωσε
Έναν στρογγυλό ζωντανό πλανήτη
Που πέφτει αργά
Φύλλο ξερό
Στο μάγμα του σύμπαντος
Ολοσκότεινα και σιωπηλά
Ένας λάγνος χορός κι αρχαίος
Με μαθαίνει να ανασαίνω
Τη μουσική της φυλής μου
Κάποτε αμαζόνες


Τώρα στα ερείπια γερμένη χλόη
σύννεφα που κρέμονται και σβήνουν
Κατάβαθες θάλασσες με νερά ακίνητα, γεμάτα λάσπη
Κι όμως όλα αποκτούν έναν ήχο
Που λιώνει και χύνεται
Ποτίζει και γλυκαίνει
Το σκληρό δέρμα των πόλεων
Ένα απόγευμα που γυρνάς άεργος στους
Δρόμους στα πάρκα
Καθώς ξυπνάς άλλη μια νύχτα ιδρωμένος
Όταν βλέπεις ξανά στο βλέμμα του
Πως δεν χωράει τίποτα
Πέρα απ'αυτό
Το πεσμένο στη νύχτα δέντρο
Το κρεμασμένο στον ήλιο φόρεμα
Το γερμένο ολόφωτο κεφάλι
Μια στιγμή
κι όλα γυρνούν ξανά
στον από πάντα καθορισμένο χρόνο
κι όλα μιλούν
τον από πάντα ειπωμένο λόγο
μόνο εσύ στέκεις σιωπηλή
ο βράχος ο πιο βαθύς και κοφτερός
σαν από κεραυνό
σαν από αλάτι
σαν από αυτό
που δεν κοιτά
και δεν φαίνεται.


Πέννυ Μηλιά
 


Eρώμαι





I

Άνθισα τα τραγούδια μου

ολόλαμπρα λαμπιόνια λυγερά
ήλιος και φθοριούχα άστρα
για σένα και για μένα
όλα λυμένα σε κρεβάτι λιβαδιού
βιολέτες βελάσματα βασιλικοί
ματσάκια ματσάκια λιαστές οι μαργαρίτες
τα σαλιγκάρια γλείφουνε
τα παχουλά τα δάχτυλα
των χορτασμένων μας
ποδιών

έρποντας

έρποντας
αργά
πολύ αργά μη
μη βιάζεσαι
άκου πώς κελαηδούν τα σύννεφα
και τα καλώδια πώς κελαηδούν άκου
το χώμα
μας μυρίζει μύρτα κι εσύ
εσύ
εσύ
εσύ είσαι το όλον και το παν
είσαι ο λεληθώς μου ο Χριστός
χρυσός
μες στη διαφάνεια του ήλιου
με ζαλίζεις
με φοράς
το πένθος των στιγμών που έχασα
κι η αγωνία να ξαναφουντώσουμε
την άνοιξη
να σε γεμίσω απ'την αφή μου
να γδάρω
τα νύχια μου το δέρμα του κορμιού σου να
...

Πώς το οσμίζονται οι μυγδαλιές σαν λάμπουν
οι φωτοβολίδες μας,πώς τ'άστρα φτεροκοπούν
κάθε που σε κοιτάζω
ναι!
θαρρώ πως τάχα εγώ σε γέννησα
απ'τα δικά μου σπλάχνα τάχα βγήκες
να με γεμίσεις
γλυκό κυδώνι πώς κολλάει στα χείλη μου!
Χριστέ μου
τι ευτυχία μ'ευλόγησες να ζήσω!

Ο ουρανός μοβ και πράσινος μαζί και
ουρανός και κύμα
να μας πηγαίνει μακριά
μακριά
μα πολύ ήσυχα πολύ
σσς...
τα όνειρα γίνονται αληθινά μες
στην αυγή για μια
στιγμή.

Είσαι εδώ?
Πού είσαι?
Πού?
Είσαι εδώ?
Πού είσαι?
Μίλα μου ξανά!
Για μια στιγμή έστω!
Είσαι εδώ?

II

Από αγάπη

είσαι φτιαγμένος
και από μάρμαρο χρυσό και από στάχυ.
Κι εγώ
μικρή
σιωπηλή
με φιόγκο τρυφερό ανάνοιγο
να σε κοιτώ,να σου μιλώ,να σ'αγαπώ
να είμαι
λεύκα στο φύσημά σου
να ικετεύω την ηλιαχτίδα σου
να ψαύω τη λαλιά σου
κόκκινα
και κίτρινα και μπλε
τα οράματά μου
και φαγητό μου αγκάθια
μοβ με το λουλούδι που γεννιέται
ενάντια σε κάθε προσταγή
ρούχο μου εσύ
χορός μου εσύ
όλα εσύ

οξυγόνο
που τόλμησα να φανταστώ πώς χώρια του θα ζήσω
εγώ κι εσύ μακριά

πώς σου ανοίγω τους αστραγάλους μου
τα πόδια μου είναι άστρα
άσπρα άστρα
στη νύχτα του μυαλού μου
ξέρω να τα χαρίζω
και να τα χαίρομαι ξέρω
για σένα είναι
για σένα τα'φτιαξα
για σένα μόνο
δες τα πώς
σου χαμογελούν μες στο θέρος

θα βγούνε οι αγρότες με το καπέλο και το δεμάτι
και το σκυλί να μας ακούει
πώς κρυβόμαστε πίσω απ'τις ελιές
θα βγούνε τα δρεπάνια

γρήγορα
θα έρθει ο χιονιάς μας
γρήγορα
έλα γρήγορα
είσαι φτιαγμένος για την αγάπη
κι εμένα για τη δική σου την αγάπη μ'έπλασαν
να με γεμίσεις
παιδιά να με γεμίσεις
να με γεμίσεις
να με γεμίσεις
ποιήματα.

Μαίρη Αλεξοπούλου
Ερώμαι
Εκδ.Γαβριηλίδης 2005


Ο ΓΑΤΟΣ ΜΟΥ




Ο γάτος μου
έχει όλα τα ελαττώματα
και τις αδυναμίες μου.
Νωχελής κι ακαμάτης
νυχτόβιος κι ονειροπόλος
του αρέσει να μυρίζει το σκοτάδι.
Σπάταλος στα χάδια
ρίχνεται στο κορίτσι μου
χώνεται στα πόδια της
κι όταν τον διώχνω
μου παριστάνει τον τίγρη.
Συχνά τον γελοιοποιώ
και τότε αγριεύει
σηκώνονται στη ράχη του οι τρίχες
και μου δείχνει τα νύχια του.
Όταν οι καλεσμένοι μου
μιλάνε για πολιτική
πλήττει και κοιμάται στο χαλί.
Δεν μου επιτρέπει να βλέπω τηλεόραση
κι έμαθε με την ουρά του
να μου κλείνει το κουμπί.
Ωστόσο δεν χώνει την ουρά του πουθενά.
Δειλός και άτολμος
δεν ανεβαίνει ποτέ στα κεραμίδια.
Αγαπάει τις όμορφες γάτες
αλλά κανείς δεν ξέρει
πού σμίγει τις φιλενάδες του.
Αλχημιστής απολαύσεων
αριστοτέχνης εκπλήξεων
σκηνοθέτης της σκιάς του
κυνηγάει πεταλούδες.
Με εκλιπαρεί να τον προσέξω
μα εγώ τον αποφεύγω επίτηδες
και τον παρακαλώ να με αφήσει ήσυχο
να γράψω αυτό το ποίημα για το γάτο μου
που με βασανίζει χρόνια.
Μου γυρίζει τότε την πλάτη
και χάνεται στο σκοτάδι.
Και βέβαια δεν με ζηλεύει καθόλου
για τις επιδόσεις μου στην Ποίηση.


Θέλει να μοιράζεται το πιάτο μου
αλλά δεν του κάνω ποτέ το χατίρι
κι ας λένε πως η Ποίηση
είναι το πιάτο που μοιράζεται
ο ποιητής με το γάτο του.


Γιώργης Παυλόπουλος
εκδ.Κέδρος
Να Μην Τους Ξεχάσω
2008

το μέγα ύδωρ,Emily Dickinson






Η φήμη είναι μέλισσα.
Έχει κεντρί,έχει τραγούδι-
Α,έχει όμως και φτερά




εκδ.Άγρα
Μτφρ.Διονύσης Καψάλης

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ,Σονέτα




10

Ντροπή,μην πεις πως μ'αγαπάς,αφού είσαι συ
τόσο απρονόητος για τον ίδιο σου εαυτό.
Παραδέξου το,αν θες,πως σ'αγαπάν πολλοί,
μα πως δεν αγαπάς κανέναν,φανερό.

Τι σ'έχει πιάσει τέτοιο ολέθριο μίσος που ως
και ν'αυτοχαλαστείς γυρεύεις,να ξεφτίσεις
τον ώριο αυτόν ναό,που πόθος σου καυτός
έπρεπε να'ναι πώς να τονε συντηρήσεις.

Άλλαξε γνώμη για ν'αλλάξω ιδέαΠάει να μένει
πιο ωραία η έχτρα απ'την αγάπη τη σεμνή?
Γίνου όπως η όψη σου η καλή,η χαριτωμένη,
καν δείξε στον εαυτό σου διάθεση αγαθή.

Κάμε ένα αντίτυπό σου,αν μ'αγαπάς,να ζει
τ'Ωραίο στο δικό σου πάντοτε και συ.

εκδ.Επικαιρότητα
Μτφρ:Βασίλης Ρώτας
          Βούλα Δαμιανάκου

οι νύχτες που καίγονται τ'αγάλματα



Θα μπορούσα κάλλιστα
Ν' απογοητεύσω οικτρά
Όλα τα δειλινά που ανυπομονούν να με κατασπαράξουν
Όλους τους δρόμους που πληρώνουν για τον έρωτά μου
Κι όλες τις θάλασσες που περιμένουν υπομονετικά την απελπισία μου


Αλλά δεν μου πάει η καρδιά να προδώσω
Αυτά τα μικρά λουλουδάκια που επιζούν απ' τη μέγγενη της ασφάλτου
Και τις φωνές των οργισμένων παιδιών της πολιτείας
Τις νύχτες που καίνε τα αγάλματα

Πέννυ Μηλιά

Κρίσιμη Μάζα




Ίδιος παντού ο πόλεμος
Ίδιο πάντα το θύμα
Ο αδύναμος


Μα, χαίρομαι, ίδια πάντα κι εγώ.


Θα'μαι πάντα το χέρι
Που απλώνεται να κρατηθεί
Το πληγωμένο κλήμα


Όσο δεν είμαι θύμα
Θα'μαι γι' αυτούς θεός


Κι άλλοι με την σειρά τους
Θ’ απλώσουν τα φτερά τους,
ξέρω, για να πιαστώ,
όταν ζητώ βοήθεια,
ελπίδα και πυξίδα
εκείνοι θα'ναι αυτό
που εγώ θα θεωρήσω
απάντηση και λύση
λίγο πριν τον γκρεμό

κι αυτούς καλώ θεό
όταν αυτό ζητώ




Πέννυ Μηλιά

είμαι για τα πάντα ικανός





photos by Φαίδρα Φις

Η σελήνη γεμίζει
Η καρδιά αδειάζει
Τούτη η βραδιά
Πουθενά δεν βγάζει



Κύματα που σκάνε
Πουθενά δεν πάνε



Κινούνε τα από μέσα μου
Βουνά και ηπείρους
Και έξω ακινητείς





δεν αδειάζουν από σένα
σε γεμίζουν νέα γη
Και πλάσματα

Μα εσύ όπου κι αν πας
Ακινητείς



Και δεν πιστεύει και κανείς
Πως τόση δα σελήνη
Γέννησε τόσα πλάσματα
Είσαι μυθομανής!





Πέννυ Μηλιά

 



Nτόρτια-Έχεις φύγει απ'την πόλη





Τα μαγικά σου έκανες και βγήκες
Στην άλλη πόρτα σε περίμενε η ζωή
Μα εσύ ποτέ δεν άντεχες τις νίκες
Και προτιμούσες στην απ' έξω και ταπί



Έλεγες ψέμματα, νήστευες στην Αγάπη
Κέρδιζες κάθε σου φιλί με το Σπαθί
«Είναι ένα όνειρο ο κόσμος, μια απάτη
Κι εμείς μια λεπτομέρεια φυσική»

Χανόσουν,έβρισκες όσα για χρόνια ψάχναν
Τέκτονες, αστρονόμοι, φυσικοί
Σε συγκινούσε η κλασσική γραμμή στα κάστρα,
Οι οχυρώσεις άστρων, η στρατηγική



«Μην τους πιστεύεις», μου’λεγες, «κυρίως
όταν σου λένε λόγια της σειράς»
Έμεινα απολίθωμα Κυράς
Κι εσύ στερέωμα σε γλέντι αγίων


Φάγανε, ήπιανε, πιάσανε το τραγούδι
Κι όταν θολώσανε τα μάτια τα στεγνά
Μοίρασες το ψωμί, φωνή βαριά
οι ουρανοί άνοιγαν σα λουλούδι
 

«Εγώ δεν είμαι;» είπε ο πιο μικρός
«Μήπως εγώ;» ρωτιότανε ο άλλος
«Εμείς θα φταίμε» είπανε εν χορώ
κι έκανες καλαμπούρι εσύ μεγάλο



«Είναι στον άνθρωπο», λες, «ένα σπυρί
που αν το κλωσήσεις χίλια βγάζει κλωνάρια
μα οι κλώνοι μπλέκονται, χάνονται οι ανθοί
σαν οι θεοί θέλουν να παίξουν ζάρια»



Έτσι κι εγώ ποτίζω κάθε αυγή
Με κλάμματα τ’αστέρια, τους κομμήτες
Νόμισα πως θα λιώσουν μια στιγμή,
Οι μακρινοί πλανήτες σαν γρανίτες



Πέννυ Μηλιά




ο ξυλοκόπος



Ο Ξυλοκόπος δεν χρειάζεται βροχή.
Χαράζει ό,τι τον τρομάζει.
Την άλλη μέρα θα το κόψει, χωρίς τύψεις.


    Ο Ξυλοκόπος δεν χρειάζεται βροχή
Ούτε καμιά «κυρία Ξυλοκόπου»
Οι αγγελίες ερήμην του κι οι διαφημίσεις
Αλλοδαπές, foot job και ξένες γλώσσες,
Ακριβές babysitters μοναξιάς, ειδήσεις.


Ο Ξυλοκόπος δεν χρειάζεται βροχή
που εσύ θα τη ρεμβάσεις
Ακούραστα σφάζει για σένα
Τα δέντρα ένα- ένα
Της χάρτινης ζωής σου τον πολτό
Στου περιπτέρου την βιτρίνα να κρεμάσεις.
Αυτός αρκείται στον καρπό, φοβάται τ’ άνθη.


Ο Ξυλοκόπος δεν χρειάζεται βροχή.
Μόνο τα δέντρα.


χαρισμένο από την Πέννυ

Διδακτικόν



Να μπούμε στο αυτοκίνητο
Δεν είναι ποίημα
Ούτε να ξέρει «να την πέσει»



Ποίημα είναι
Να μην έχει τι να πει
Ποίημα είναι
Να στέκεται, να βρέχει



Δεν είναι ποίημα
Να τελειώσουμε μαζί
Δεν είναι ποίημα
«Να της αρέσει»



Ποίημα είναι
Να μην θέλει να σε δει
Να είσαι έξω απ την πόρτα
Και να βρέχει



«Κι εσύ ποιος είσαι
τώρα να μας πείς
Το ποίημα τι είναι
Πώς το ξέρεις;»



Ποίημα είναι
να'σαι στη βροχή
να ψάχνεις να το βρείς
κι ας μην το ξέρεις





Πέννυ Μηλιά


εκνευρίστηκαν εν παρόδω




Η καλύτερη στιγμή για να πεθάνεις είναι
ίσως
όταν οι ποιητές γίνονται ποιήματα.


Είμαι ποιητής
γι'αυτό μισώ την ποίηση.


Ποδόλουτρο



μέσα στις αλλήθωρες-για μας-
ντομάτες γεννιέται ένας άλλος κόσμος
γεμάτος ουρανούς,σωματίδια σφαιροειδή
και άκεφους ουρανοξύστες


μέσα στις ντομάτες ξεχειμωνιάζουν
οι φυλακισμένες αγγλομαθείς πινελιές
η μία πάνω στην άλλη σαν ζώα


μέσα στις ντομάτες βρέχει καταρρακτωδώς
και ο θεός δίνει τον τόκο που οφείλει
στη θεοτόκο


μέσα στις ντομάτες τα θαύματα των φυτωρίων
γνωρίζουν κάποιον ελβετό κτηνοβάτη
ή κάποιο γάλλο ή άγγλο καθωσπρέπει κύριο
με εφτά γραβάτες στα μάγουλα τα οποία είναι εγχειρισμένα
από μέσα
για να συμβολίζουν τα έθνη

Αρχίδια με ημερομηνία λήξης

Αν όλη η αγωνία μου μπορούσε
να πυρακτωθεί και να περιμένει
την επίγεια έλευση του βουλκανιζατέρ
τότε θα'χα πέσει από τη σκεπή
φωνάζοντας πρώτα με ωοειδείς φθόγγους τους ύμνους της
φακής


οι όρνιθες ξυπνούν κάθε πρωί
για να με αγαπήσουν
εμένα το φτωχό λόγιο


δυο λογιών άνθρωποι υπάρχουν:
αυτοί που κοιμούνται και αυτοί που ανασαίνουν

Υαλοκαμβάς
Εκδόσεις Ενδυμίων 2009






τελεία με πόδια




Ένα ζωύφιο περπατά πάνω στο χάρτη αυτού του βράχου.
Είναι μια κόκκινη τελεία με πόδια.
Περπατά.
Δεν σταματάει.Περπατά.Γιατί το τέλος
του Κόσμου βρίσκεται
παντού
και μια τελεία που περπατά
δεν ξέρει πού να σταματήσει




Γιάννης Υφαντής
από τις Μάσκες του Τίποτε



go east



Κάποτε πρόσεχα τα λόγια
Γιατί-νόμιζα-σκοτώνουν




Τώρα πυροβολούν «τζούφιες»
Εδώ και κει
Άντρες που και
στο ασημαντότερο γουέστερν




Θα είχαν χιλιοσκοτωθεί


Πέννυ Μηλιά
 

τρέιλερ




Πληγές βρυσούλες
Κρύψτε με στα νερά


Μανιωδώς καταγράφω καημούς
-Φύσει και θέσει σουρεάλ-


Ινδοί ξενυχτούν
όλη νύχτα στα χωράφια
και χτυπούν
τα άδεια τους τσουκάλια
για να τρομάζουν
τα άγρια ζώα
τα τσακάλια
μην τους φάνε τη σοδειά


Αρχαία αντίο
Επαναλαμβάνονται
Με εμμονή τρέιλερ
Επερχόμενου παραδείσου


«καημενούλια μου..»
κι αρχιδιές


Σε γήπεδα ράγκμπι
Κλωτσάνε πυρηνικούς αντιδραστήρες


Εφοπλιστικές πόρνες εθελοντές
Δημοπραττούν το φιλί της ζωής
Στο από καιρού πτώμα του
-who gives a shit- πλανήτη


Την ίδια ώρα χλωμές μανούλες
Απ' τις χλωρίνες και τα πληκτρολόγια
Πληρώνουν αλλοδαπές νταντάδες
Για το τελευταίο αυθεντικό νανούρισμα
Στα αυγουλάκια του φιδιού τους


«Αγαπάτε αλλήλους»
κι αρχιδιές
«καημενούλια μου..»
εδώ δεν καταφέραμε
ν' αγαπάμε εαυτόν


Πέννυ Μηλιά




αποθεραπεία





Νίπτω τας χείρας
Φοράω τα γάντια των χεριών σου


Με το κουβάρι της κουβέρτας
Φτιάχνω ένα σώμα δίπλα μου
Μπας και με πάρει ο ύπνος
Όμως αυτό έχει κάποιες ερωτήσεις:


Είναι η ζωή ένα παιχνίδι
Μέχρι να μας πάρει ο ύπνος;


Μήπως γίνομαι πιο όμορφη
με τις απουσίες;


Οι πεθαμένοι μας ξεχνούν πρώτα
Ή εμείς;


«Μ’ αρέσουν οι ταινίες που δεν ψεύδονται»
Υπάρχει αυτό;


Μήπως έχαψα όλα τα παραμύθια
Για να τα ξερνάω θεραπευμένα;


Το μέλλον θα μας βρεί ξαφνικά
Ή μας ψάχνει καιρό;


Η θεραπεία για τη ζωή
Είναι ο θάνατος;


Και ποιά άλλα συμπτώματα έχει
Εκτός από το να νιώθεις;


Μήπως τα παπούτσια μου κλωτσάνε
«Τα βήματα που έπρεπε να γίνουν»;


Πέννυ Μηλιά