εκπνοή

Στον Άρη

άνοιγμα από όπου αυτή παλιρροούσε.
anima που εισπνεόταν εκπνεόταν
ανεισπνεόταν ανεκπνεόταν ανέμιζε
εξανεμιζόταν ζωφόρος ρυθμική πάντα αόρατη
πάντα αισθητή πάντα ακατάδεκτη πάντα για το ορατό
που ωστόσο το εμψύχωνε το ενέπνεε το έκανε να πνέει
ν'αναπνέει συγχέοντας πνεύμα και πνοή διαπνέοντας το σώμα
κάνοντάς το σάκο ανάσας κάνοντάς το ανασώμα με την διφορούμενη φορά
από μέσα προς έξω από έξω προς μέσα μέσα έξω έξω
μέσα μεσαέξω εξωμέσα ασύγκοπτα.ακατάδεκτη για τη διακοπή.ούτε προς στιγμήν.
κι αν συγκοπτόταν πού και πού ήταν για ν'ανακληθεί πιο έντονη εντατική βαθύτερη πιο ρυθμική
ακόμη κι ακανόνιστη μετρώντας τις στιγμές της μία μία και όχι σε σειρά διαδοχής ακολουθίας
αλλά ως μία αφού δεν είναι παρά μία έστω και αν η παλινδρόμηση δεν είναι παρά είναι κίνηση
διπλή παλίρροια ανάσας ευρύπειο ρεύμα εισροής εκροής.εισεκροής.εισέξοδος.εκ φύσεως διδυμόπλαστες αλληλένδετες.αδιαχώριστες.στο ίδιο κύμα και οι δύο.
το ίδιο κύμα.ένας κυματισμός.όταν η μία εκλείπει δεν έχει η άλλη τι να κάνει πού να πάει η άλλη χάνεται.όταν η μία παύει αναστέλλεται η άλλη δεν ακολουθεί δεν συνεχίζει.το τέλος ένα για αμφότερες.αμφίπλευρο.όπως τη στιγμή τώρα.εισέρχονται εξέρχονται μέσα από πολύ λεπτή γραμμή
ανάμεσα σε πολύ λεπτά χείλη.μία προς μέσα μία προς έξω.πάλι.μία προς μέσα μία προς έξω.πάλι.
προς μέσα προς έξω.πάλι.μέσα έξω μέσα έξω.πάλι.αυτό.το ίδιο.δεν είναι μόμως τώρα ακριβώς οι ίδιες.δεν θ'αναγνώριζαν κι αυτές τον εαυτό τους σ'αυτό που κάνουν τώρα.είναι κι αυτό
δικό τους δεν είναι όμως όπως άλλοτε δεν είναι όμως όπως τότε πριν.μία χαλάρωση μια επιβράδυνση ένας λιγνός κόμπος ένας στιγμιαίος δισταγμός μία σταθερή ασταθής αρρυθμία μια φυσική κι όμως
εργώδης κίνηση αόρατου φλοίσβου
που έρχεται από πολύ βαθιά.ο σάλαγος από κοιτάσματα χαμμώδη ανεξιχνίαστου βυθού.λες κι ανεβαίνει με βουή ο ίδιος ο βυθός ίδιος με βουητό που φέρνει όλες τις κρυφές περιδινήσεις αόρατου
ωκεανού στην άκρη των λεπτών χειλιών και μόλις διασχίσει την λεπτή γραμμή γυρίζει πάλι πίσω τραβώντας μέσα ωσάν δίχτυ άπλεκτο

Δημήτρης Δημητριάδης

όπου η γυναίκα είναι μυστική ο άντρας είναι περιττός

Η αδιαφορία εκτοπισμένη βίαια
Όλα κρίνονταν
Γύρω από τους λαγώνες δίχως σκοπό
και τα λόγια δίχως ειρμό


Μιας γυναίκας καμωμένης για τον εαυτό της
Πιο γυμνής παρά αληθινής


Είχε μια γοητεία παραπάνω
Από εκείνη που την γέννησε
Που υποσχόταν


Σόδευε τόσα θάματα
Τα μυστήρια όλα
Μες στο υπέρπλεο φως


Κάτω από την πλούσια κόμη της
Κάτω από τα χαμηλά της βλέφαρα
Με φωνή βαθιά ανάκατη με γέλια
Εκείνη και τα χείλη της εξιστορούσαν
Τη ζωή
Άλλων χειλιών που'μοιαζαν στα δικά της
Γυρεύοντας ανάμεσά τους την ευλογία τους
Όπως σπόρους στον άνεμο


Τη ζωή επίσης
Ανδρών που τη ζωή τους διόλου δεν αγαπούσαν
Γυναικών με καημούς παράξενους
Που φτιασιδώνονται για να αφανιστούν
Και κανείς δεν καταλάβαινε σε ποιο βάθος
απολαύσεων και πεποιθήσεων


Η μνήμη η μέλλουσα η μνήμη η άγνωστη
θα μέτραγε περισσότερο απ'ό,τι η ελπίδα
Η παντοτινά δοκιμασμένη μες στο κοινότοπο
μες στο συνηθισμένο.


Πωλ Ελυάρ
μτφρ:Ελένη Κόλλια

Ονειροπώληση




[...]






η νύχτα φαινόταν φτερωτή


μα ήταν ασήκωτη


η κλίνη έμοιαζε ερωτική


μα ήταν προκρούστεια


το κορίτσι θύμιζε κύκνο


μα ήταν κότα


το αγόρι φάνταζε αετός


μα ήταν μπούφος




το χελιδόνι δεν έφερε την άνοιξη


το περιστέρι δεν θύμιζε την ειρήνη




το ωραίο δεν ήρθε στην ώρα του


το όνειρο το πήρε ο ύπνος




πέταγε ψηλά χτυπώντας τις φτερούγες της


στ'άλλα πουλιά


όμως ο ουρανός είχε ταβάνι


οι αλκυονίδες πράξεις


κάηκαν


απ'τον ήλιο της προόδου


το καλό


έπεσε στο γιαλό


και πνίγηκε




ο πρώτος άνθρωπος στη γη


ήταν γυναίκα


στ'όνειρό της είδε τον έρωτα


και ξύπνησε με άντρα στο πλάι της


ο θάνατος θύμωσε που έλειπε απ'το όνειρο


και τους ανάγκασε να γεννήσουν τη γνώση


η γυναίκα εγκατέλειψε τον άντρα


επειδή κοιμόταν όταν εκείνη γεννούσε


όμως ο άντρας δεν ονειρευόταν τη γνώση


μα τη γυναίκα




έκτοτε η ζωή έγινε ο πιο δραστικός υπναγωγός


κι η νύχτα η αγαπημένη τους ημέρα




ένα γεράκι έγινε χελώνα


πούλησε στο χώμα


το αγέρωχο κορμί του


έπινε λάσπη


έτρωγε πέτρες


έπαιρνε φως


απ'τις ρωγμές των δέντρων


είπε την ελευθερία ξεδέσμευση


και ξεμπέρδεψε




ο φιλάνθρωπος


δεν γλιτώνει


απ'τον εφιάλτη


το μόνο δεσμό


αλήθειας


ο φυγάνθρωπος


δεν γλιτώνει


απ'το όνειρο


το μόνο ζυγό


ελευθερίας




όποιος πατά τον ουρανό


κοιτάζει τη γη στα μάτια


και κλαίει


όποιος πατά στη γη


κοιτάζει τον ουρανό στα μάτια


και κλαίει




βροχή είναι το κλάμα


του ήλιου που πεθαίνει




γύρεψε να μάθει τον ήλιο


κοιτώντας τον κατάματα


φυσικά τυφλώθηκε


έκτοτε διάγει αξύριστο βίο


στο υπόγειο


το ρετιρέ του πόνου


εδώ η μοναξιά


δεν νιώθει ποτέ μοναξιά




η όρεξη του παιδιού


η πείνα του φτωχού


τα μαλλιά των κοριτσιών


τα νυχάκια του μωρού


το νερό της βρύσης


το ποτό του αλκοολικού


το τσιγάρο


τα γόνατα


η θέα


η ανάσα


οι φλέβες


μερικά πράγματα που κόβονται




αν αγρύπνια είναι η αϋπνία της συνείδησης


και ο ύπνος η αγρύπνια του ασυνείδητου


αν η ζωή είναι ένα τρύπιο παλτό δίχως τσέπες


που δεν αγκυλώνει όταν έχει για φόδρα όνειρα




τότε αρκεί η νύχτα να ονειροβατείς


για λίγα δευτερόλεπτα


ώστε τη μέρα να υπνοβατείς


για μερικές χιλιάδες ώρες


αν τα χάπια σου θυμίζουν πως είσαι διπλά ασθενής


και το ποτό σου θυμίζει πως είσαι διπλά μεθυσμένη




αν στο κρεβάτι παλεύεις ισόβια με τον έρωτα και το χάρο


άλλοτε μόνη κι άλλοτε μόνη με παρέα


τότε δεν είσαι παρά ένα αντι-όνειρο


στο νυσταλέο σύμπαν


ώσπου να θαφτείς


δυο μέτρα κάτω απ'την κόλαση




Γιώργος Λαμπράκος

το άλμπουμ


  1. Γυμνή στο κρεβάτι.Σκεπάζεται με το σεντόνι.Πλάι της ανεμιστήρας.
  2. Στη γέφυρα πλοίου με μαύρα γυαλιά.Κρατά το ψάθινο καπέλο της για να μην της το πάρει ο αέρας.
  3. Σε μικρό ζαχαροπλαστείο.Ρουφά ένα φραπέ με καλαμάκι,συνοφρυωμένη.
  4. Καθώς κατεβαίνει μαρμάρινες σκάλες.Κρατά μεγάλη τσάντα.
  5. Σε πρατήριο βενζίνης,σούρουπο.Χαμογελά,καθισμένη στο καπό αυτοκινήτου.
  6. Τα χέρια της μόνο.
  7. Βράδυ με φλας.Τα μάτια της έχουν βγει κόκκινα.
  8. Κουνημένη φωτογραφία σε πάρτι.Είναι αυτή?
  9. Καλύπτει το στήθος της και βγάζει τη γλώσσα.
  10. Πίσω πλευρά κασετίνας τσιγάρων.Ορνιθοσκαλίσματα.Ευανάγνωστο το "σ'αγαπώ" της. 11.Με ομπρέλα σε νεροποντή.Τρέχει.
12.Κοντινό στα χείλη της,καθώς τα περνά με κραγιόν.

[ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Γυρεύω ένα απορρυπαντικό για τη μνήμη,που θα αποκαθάρει τα μελανά σημάδια της δωρητικής αφής της,τους μεγάλους κόκκινους λεκέδες των χειλιών της,τα στίγματα των λέξεών της που έχουν λερώσει τους τοίχους. Γυρεύω ένα αποσμητικό χώρου να καλύψει το δικό της άρωμα που σωρεύεται σαν σκόνη νοσταλγίας στις επιφάνειες των επίπλων. Ένα ισχυρό παρασιτοκτόνο να εξαλείψει τα βλέμματά της,δέσμες φωτεινών μικροβίων που διασκορπίζονται προς κάθε κατεύθυνση στο δωμάτιο σαν ακτίνες συναγερμού. Ξέρω πως,αν κάνω ένα βήμα και κάποια αγγίξω,θα ηχήσει και πάλι η φωνή της.]








Γιάννης Ευσταθιάδης


Α,Μαργαρίτα




Α,Μαργαρίτα,


αν σου έδινα τη ζωή μου,


τι θα την έκανες?


Θα έβγαζα τα σκουλαρίκια πίσω απ'το γόνατο,


θα παντρευόμουν έναν τυφλό,


και θα ζούσα σ'ένα σπίτι σε δρόμο με δέντρα




Αλλά,Μαργαρίτα,


αν σου έδινα τη ζωή μου,


τι θα'λεγε η μάνα σου?


(η μάνα της τα ξέρει όλα μέσα έξω.)


θα έλεγε ότι είσαι τρελός


χωρίς αμφιβολία




Και,Μαργαρίτα


αν σου έδινα τη ζωή μου,


κυριολεκτικά,πεθαίνοντας?


θα πήγαινα στην κηδεία σου,πιστεύοντας


ακράδαντα ότι αποτρελάθηκες προσπαθώντας


να αγαπάς μία πεθαίνοντας




Αλλά,,Μαργαρίτα


αν αυτό,το να σου δίνω τη ζωή μου


ήταν απλώς ποίηση?


Σ'αυτή την περίπτωση,ξέχνα το,


χαλάει η δουλειά,


γιατί δεν πουλάω με πίστωση




Alvaro de Campos


[το ποίημα υπαγορεύτηκε από τον ποιητή σε κατάσταση


αλκοολικής αναισθησίας.Μετάφραση από τα πορτογαλικά στα αγγλικά του


Richard Zenith]

ένα τραγούδι για το φεγγάρι






Πρώτα σου τείνει το χέρι.Αν δεν αυτοπυρποληθείς,το χέρι σε στραγγαλίζει. Κατά βάθος,αγάπη μου,σε ήθελα από πάντα,πάντα στραγγαλισμένη. Κάποιον εφιάλτη πρέπει να ζούμε εγώ κι εσύ.Στεκόμαστε μ'εξαντλημένα επιχειρήματα και υποτροπιασμένο ύφος Έτσι είναι οι σύγχρονοι ερωτευμένοι επί του τέλους.Προτού το χέρι σου κοπεί,αυθαδιάζει,στην καλύτερη θ'αυθαδιάσει,με το δίκιο της πυγμής του:Όπως τον ηγέτη του ο λαός,έτσι κι εσύ εμένα είχες επιλέξει λοιπόν,σκασμένε,τι κάνεις τι κάνεις,έι σκασμένη,τι κάνεις επιτέλους από Έρωτα? ["η σκλαβιά-σωστά-πίκρες οπόχει ελάτε όλοι και κάντε το σταυρό σας(ένας σταυρός ποτέ δεν πάει χαμένος) κυττάξτε αλλά κυττάχτε γρήγορα: δύει το φεγγάρι" Νίκος Εγγονόπουλος] Ευτυχία Παναγιώτου απόσπασμα από το αφήγημα

έρωτας


[αποσπάσματα από μυθιστόρημα]


1.Νέα Υόρκη.[...]

Οι ήχοι ξεθώριασαν,απορροφήθηκαν από το χιόνι μέσα σε μια αφύσικη,ηλεκτρική σιωπή.Η φωνή σου είναι ένα χρωματιστό,απρόσμενο γεγονός.Με πηγαίνεις καβάλα στο ποδήλατο από την Τραϊμπέκα στην Τσάιναταουν.Χωρίς γάντια.Κατάπια τη φωνή μου.Με πνίγει η προσμονή.Πότε θα φτάσουμε στη Ludlow Street?Πότε θα βγάλουμε τα κοκαλωμένα μας ρούχα?Πότε θα πιούμε κονιάκ τριών αστέρων μπαμ και κάτω,όρθιοι ακόμα και ξυπόλητοι στα πλακάκια της κουζίνας?Θα λιώνω μέσα σου και έξω θα χιονίζει μέχρι αργά...


2.Υ Μasuntes,Μεξικό.Έκλαψα τόσο πολύ που δεν βλέπω πια καθαρά,αλλά και δεν φοβάμαι πια πως θα βρω φίδι κουλουριασμένο δίπλα στις οδοντόβουρτσες,ούτε αισθάνομαι τα τσιμπήματα των κουνουπιών.Έβαλα το καπέλο που μου αγόρασες προχθές κι έφυγα μέσα στο λιοπύρι.Με πήρε ένας ταξιτζής με σομπρέρο με χρυσαφί και κόκκινο μπορ και τα μπροστινά τζάμια σπασμένα.Πού με πάει?Σε μερικά σημεία δεν έχει ούτε δρόμο,περνάμε μέσα από μάντρες,ανάμεσα σε χωράφια.Κοντά στο ηλιοβασίλεμα βγαίνουμε στο Πόρτα Εσκοδίδο.Με κοιτάνε οι άλλοι άντρες στο εστιατόριο.Θέλω να κλάψω κι άλλο.Μόνο να'ρχόσουν να με βρεις αργά,στα λευκά λινά σεντόνια,καθώς ακούγονται οι γρύλοι και μυρίζουνε οι λεμονιές.


3.Στο γράμμα που είναι γραμμένο με κεφαλαία πάνω σε μια κόλα με γραμμές κομμένη από σχολικό τετράδιο μου λες πως μ'αγαπάς.Νιώθω την απαρηγόρητη θλίψη που θα φέρει κάποτε ο χωρισμός.


7.Park Avenue South,2008.Mια κλεφτή ματιά προς το νοτιά,προς τα κάτω,εκεί που το Μανχάταν γίνεται κιβωτός των μυστικών.Διορθώνω το καπέλο μου.Τι ζέστη.Τελειώσαμε μόλις ένα υπέροχο γεύμα με θαλασσινά και σαρντονέ.Χλομές βιτρίνες,τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια-πάντα εξίσου διασκεδαστικά.Τώρα μ'απασχολούν οι εμμονές του γιου μου και τα pokemon του χόρτου.Ο θλιβερός θάνατος του Joker στον ύπνο του.Το δολάριο έχει πάρει τον κατήφορο.Ένα φιλί γεμάτο πάθος καίει 15 θερμίδες.Και μόνο η ιδέα του ετήσιου Παπ τεστ είναι κουραστική.Κάποτε οι άνθρωποι ξέρανε λιγότερα.Δεν ξέρανε,ας πούμε,πότε ξεκινούσαν οι θανατηφόρες ασθένειες μέσα τους,ούτε παρακολουθούσαν την εξέλιξή τους καρέ-καρέ.Μια μέρα,απλά,πέθαιναν.


8.Ο έρωτας δεν χρειάζεται προοπτική.Δεν είναι Συνταξιοδοτικό Πρόγραμμα.Δεν χρειάζεται διαφήμιση,προβολή,πολιτικές.Δεν υπάρχουν βιώσιμοι και μη βιώσιμοι έρωτες.Ο έρωτας πάσχει από τις περιγραφές όπως ο διάβολος από το λιβάνι.Μένει ακίνητος σαν άγαλμα μπροστά στον καθρέφτη.Οι νάρκισσοι δεν μπορούν να ερωτευτούν γιατί είναι πολυάσχολοι.Πρέπει να'χεις τα περιθώρια να βγεις στο χιόνι χωρίς γάντια.Είναι ψεύτες αυτοί που λένει πως ο έρωτας είναι εύθραυστος-οι ίδιοι είναι εύθραυστοι.Ο έρωτας φυτρώνει όπου να'ναι.Δεν είναι φυτό θερμοκηπίου.Έρχεται όποτε να'ναι,σαν τον κλέφτη,που έλεγε η Ντυράς.Και μένει.Εγκαθίσταται στο νευρικό σου σύστημα σαν γαλαρία από αμοιβάδες.Ο έρωτας διαλέγει τους ανθρώπους.Και δεν ισχύει αυτό του Τενεσί Ουίλιαμς,ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε ηθοποιούς και σε θεατές.Στον έρωτα δεν υπάρχουν ηθοποιοί και θεατές.Εγώ δεν ξέρω να πω περισσότερα,δεν είμαι εξπέρ.Ξέρω όμως ότι ακόμα κι αν δεν σε δω ποτέ ξανά Wayne,o έρωτας θα'ναι πάντα παρών.Κι αυτό αρκεί.


Rosa Walker
μτφρ:Μάρω Λοϊζου




αποσπάσματα

Μια υγρή επαρχία ξεμακραίνει τους ήχους της και τα σκυλιά μπουκώνουν τους λυγμούς τους στην ομίχλη.Ό,τι ακούγεται,ακούγεται μέσα απ'τον αιώνιο ύπνο των πραγμάτων και μονάχα μερικά πατήματα του αγέρα αναστατώνουν το σκοτάδι.Μες στην κλεισούρα που φυλάσσω στην ψυχή,ανάβω δυο κεριά,που το αρρωστιάρικο κορμί τους μόλις και μετά βίας φέγγει λίγη μεταφυσική αγωνία στα πράγματα.Μονάχα η αίσθηση της μοναξιάς χάσκει σωστά και στην τροχιά του σκοταδιού μπερδεύεται ένας νεκρός από το σύμπαν.Ώ φλόγες,τρεμάμενα πλανητικές φλογίτσες,ίδιες κι απαράλλαχτες για τον Ρωμαίο εκατόνταρχο,για τον καταραμένο ποιητή,για το σαπουνόνειρο του αστού και της κυρίας,ω δειλές εκλάμψεις μιας ρομαντικότητας που κατάντησε φτηνό ρομάντζο δωματίου,πόσο μικρός είμαι την πιο μεγάλη ώρα.Ώρα της περισυλλογής,σταμάτησέ με.Αρνήσου τη λαιμαργία των ματιών,μπλόκαρε τα χέρια που κατέκλεψαν τον ύπνο της αγαπημένης.Γίνε η πίσσα της γραφής,να κολλά μαρτυρικά η αγάπη στην αυθάδεια.Ώρα της αγάπης λιγόστεψες απόψε.Δεν αρκείς για να σημάνεις βουρκωμένη και ό,τι χτυπά ξερά μες στα μεσάνυχτα μετρά τη νύχτα των ιεροεξεταστών που κι αν δεν ζήσαμε ο νέος κόσμος βεβαιώνει.Σκέψη καμιά δεν απλοποιεί τη νοσταλγία και η ψυχή δεν είναι γη που αποπίνει την πικρία.Δεν είναι απλός ο κόσμος,όταν ο κόσμος είναι λίγος και κρυώνει.Στον κόσμο ετούτο της αγάπης,δεν αρκεί να σε αποκαλώ:αγάπη μου.Όχι απλώς να μας κρατήσω το κερί και να βαδίσω στη λιωμένη προσευχή παραμιλώντας:αγάπη μου.Ούτε κι αν πεθάνει η ευχή να πάρω τη φλόγα στο φιλί:αγάπη μου.Δεν είναι αυτό η αγάπη,όταν η αγάπη σαν εύκολο χρήμα αυξάνει και τελειώνει.Θα στριμωχτώ μες στην ψυχή,νηστεύοντας το λυρισμό,τα νυφικά σονέτα.Θα δυναμώσω τη σιωπή,να μην ακούγεται η αγορά να μου γαβγίζει:αγάπη μου.Δεν θα μας σβήσω το κερί,ας καίει αυτό την παθιασμένη Ρώμη,τον αρχαίο μας έρωτα,όλη τη νύχτα ας καίει την παραίσθηση,αφού η αλήθεια δεν αρκεί όταν ο κόσμος δεν αρκεί και περισσεύει.Και σαν πρωτόπλαστος με αλφάβητο στα χείλη που δεν ξέρει να προφέρει,θα σπείρω την αγάπη μες στο σύμπαν γι'αστροναύτες άλλων εποχών που θα μπορούν ν'αγγίξουνε τ'αστέρια.Θα πάψω εδώ λοιπόν.Δαγκώνοντας και φτύνοντας την ώρα.Σπρώχνοντας τη νύχτα ξανά και ξανά.Μέχρι να ξημερώσει,λέω.Κι απ'την ψυχή πριν ξεκολλήσει ο καημός και σκάσει στη σιωπή σαν κεραυνός,ν'ανοίξω τότε το παράθυρο να μπει το φως και να φωνάξω

Σωτήρης Σελαβής






όλα τα πήρε το καλοκαίρι



Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ' άγρια μαλλιά σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα.
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

ποίηση:Οδυσσέας Ελύτης
μουσική:Δημήτρης Παπαδημητρίου

μεταμεσονύκτιος αγών

Εμείς ήμαστε στο μπαρ το μπαρ το πηγαίναμε όπου θέλαμε στα χωριά της νιότης μας σε πλατεία καλοκαιρινή σε ακροθαλασσιά σε δρόμο εξοχικό σε προαύλιο εξωκκλησιού στο κάστρο κάτω από τσίγκο παλαιού παντοπωλείου ενώ βρέχει.
[...]
Άγνωστον αν τα λουλούδια του άλγους που παίζουν το γύρω γύρω όλοι με τα μαλλιά μας έρχονταν από ένα βαθύ σιωπηλό παρελθόν ή από ένα μεθυσμένο φωνακλάδικο μέλλον...

Καιρός να ξαναγίνουμε χωρικοί έλεγε και ξανάλεγε ο ένας.Να τα μαζέψουμε κάποτε και να πάμε πάλι στο χωριό μας...Άλλαξε κοπέλα μου τη μουσική μη μου τη δίνεις και συ νυχτιάτικα άλλαξε ταμπλώ.Όλα τα τραγούδια σου λένε για θάλασσα πουλιά και δέντρα κι αγάπες φιλιά και της μάνας τους το κέρατο άλλαξε σε παρακαλώ κοριτσάκι μου ταμπλώ δε μας βλέπεις που είμαστε χτισμένοι με τσιγάρα και καφέδες και της Παναγίας τα μάτια...

Λοιπόν ήταν μία που την είχε πατήσει είπε ο δεύτερος.Εγώ σ'αγαπώ μου έλεγε δεν είμαι σαν τις άλλες που γνώρισες και σε κατέστρεψαν.Σ'αγαπώ και θα σ'αλλάξω!Θα σε κάνω άλλον άνθρωπο!Θα σου μετριάσω το τσιγάρο θα σου μετριάσω το ποτό θα σου μετριάσω τους καφέδες.Θα σου δένω τη γραβάτα σου πουλάκι μου!Θα σου αγοράζω βιβλία ωραία βιβλία αισιόδοξα όχι αυτά τα μαύρα κι άραχλα που διαβάζεις...Θ 'ακούμε μουσική...Θα σου γνωρίσω και τ'άλλα παιδιά και θα πηγαίνουμε όλοι μαζί.Εγώ σ'αγαπώ αγάπη μου και θα...
Θα...θα...θα...Όταν ξανασυνάντησα τη Θα δυο χρόνια μετά το τραγικό τέλος του αισιόδοξου ειδυλλίου μας ήταν παντρεμένη μ'εφοριακό.Βλέπω που λέτε μια κυρία Θα θλιμμένη να πίνει και να καπνίζει και να φυσάει και τον καπνό...Ήταν "βιαστική" θλιμμένη και ωραιότερη όσο ποτέ και μου μιλούσε "πληγωμένη" χαδιάρικα καταπίνοντας μερικά δάκρυα...Δε φταίω εγώ εσύ φταις που δε μ'αγάπησες ούτε τοσοδά τότε πάντως δεν σου κρατάω κακία έτσι είναι η ζωή εσύ τραβούσες ένα δρόμο που δεν ήταν για μένα...[απόσπασμα]

Ο Μεγάλος Δρόμος[αποσπάσματα]


Θυμάστε?Δαγκωνόμασταν ματώναμε τα χείλια μας τα χάναμε σκιζόμασταν να τα ξαναβρούμε πάλι ψάχνοντας σ'επικίνδυνα περάσματα και σκοτεινά θεωρητικοί πικροί κι απελπισμένοι μιας νιότης απαρηγόρητης πολεμημένης απ'όλες τις πάντες κι απ'όλες τις πάντες τάχα αγαπημένης με δολώματα με τάματα και γυναικεία παρακάλια...[...]

Εσύ δαγκώνεσαι όπως παλιά ματώνεσαι χάνεις τα χείλια σου τρέμεις ανάβεις τσιγάρο ζητάς με τρόπο το λογαριασμό και φεύγεις κοιτάς αλλού κι όμως μέσα στα μάτια τους κοιτάς δυο μεθυσμένα καράβια.Κάποιος στο πεζοδρόμιο σου κάνει νόημα Κύριε σου λέει σας έπεσε η καρδιά σας...Μα εσύ βουβός στο δράμα σου στο τώρα δεν υπάρχεις πια παλιά λουλούδια και παλιά τραγούδια και παλιά πρωιά θυμάσαι χιλιάδες δάκρυα μιας καρδιάς μετράς ένας γαλάζιος σκονισμένος ουρανός ανοίγει κατεβαίνει στα μάτια σου σε βάρκα είσαι στη θάλασσα η θάλασσα στο ηλιοβασίλεμα το ηλιοβασίλεμα ένα απέραντο χάδι για την καρδιά και για τα δάκρυα της καρδιάς πονάς μα έξαφνα σβήνει ο πόνος του παλιού καιρού ξεχνάς μεθάς τρελαίνεσαι γλυκοκοιμάσαι...Έξω εσύ αυτές στο εστιατόριο λίγο πριν έρθουνε τα δάκρυα απ'τα σωθικά στα μάτια σηκώνονται χαμογελαστές πάνε στην τουαλέτα μαλάζουν τα μάτια τους μαλάζουν τα νεκρά όνειρά τους διαλέγουν τις λέξεις για μετά το σεισμό χτυπιούνται και σπαράζουν...[...]
Θωμάς Γκόρπας



βόλεμα

αναμνήσεις...
και κάποτε τις τρώμε
και γίνονται αίμα...
Θωμάς Γκόρπας

οδύνη

το πέραν του ποιήματος είναι μια δύσις φεγγαριού στην οδό Ιουλιανού
μετά το οδυνηρό σώσιμο των τσιγάρων ξημερώνοντας...
Θωμάς Γκόρπας

ο μη χείρων έρως



Ήταν σε μια τέτοια φωτοχυσία όταν την είδα.Απ΄το βάθος της κόλασης ν'αγναντεύεις μια γωνιά παραδείσου.Βρισκόταν δεμένη απέναντί μου και δεξιά,στη σειρά των θηλυκών,λίγα μόλις μέτρα από τη δική μου αλυσίδα.Με είδε κι εκείνη.Στην αρχή μ'ένα βλέμμα χαμένο στην απόγνωση-ή μήπως στη χαύνωση?-κι έπειτα μ'ένα ενδιαφέρον που όλο αυξανόταν.Εμένα πάλι με τράβηξαν τα μάτια της,γαλάζια με κόκκινες ανταύγειες αλλά και πόσο κομψή φαινόταν μέσα σ'αυτή την κτηνωδία.Λες και δεν την είχαν αγγίξει καθόλου η απομόνωση,ο εγκλεισμός,η ακινησία,το έρεβος της ύπαρξής μας.Ακόμα και ο θάνατος που τον οσμιζόμασταν,θέλοντας και μη.Και που μας συντρόφευε.Τίποτε δεν ήταν ικανό να επηρεάσει αυτό το απίστευτο κάλλος που τόσο με είχε συγκλονίσει.Έρωτας,πόθος,ανείπωτη καύλα από την πρώτη στιγμή.



Τώρα κι εγώ είχα αποκτήσει πλέον ένα στόχο,μια χαρά στη ζωή μου.Να σηκώνω τα δικά μου μάτια όσο μπορούσα ψηλότερα και να την ψάχνω στο ημίφως.Κι όταν συναντιόνταν τα βλέμματά μας να αφήνω μια φωνή συνθηματική,κάτι σαν αναστεναγμό ή σαν κάλεσμα συνωθώντας σε αυτό όλα όσα ένιωθα για εκείνη:Ενδιαφέρον,αγάπη,τρέλα,πάθος.Και μόνο που τη σκεφτόμουν επιθυμητή και ωραία λίγα βήματα πιο πέρα,αισθανόμουν την ανώφελη στύση μου να φουσκώνει ώστε να με πνίξει.Ω,τι δε θα'δινα να συρθώ δίπλα της,να τη μυρίσω,να την δαγκώσω,να της πω όλα και τίποτα κι έπειτα με αναστεναγμούς ρυθμικούς να διαπεράσω ως το μη παρέκει τη ρόδινη σχισμή της σάρκας της.Την πηγή του μαρτυρίου και της ελπίδας μου.Τον λόγο εξαιτίας του οποίου αισθάνομαι πόσο με είχε αδικήσει η ζωή.Κι εμένα και τους συντρόφους μου.Κι αυτό γιατί εσείς πρέπει να ζείτε όπως ζείτε και να τρώτε όπως και ό,τι τρώτε.Σαν γουρούνια δηλαδή.



Πόσες μέρες(?)νύχτες(?)πέρασα έτσι.Ευτυχισμένος στη δυστυχία μου.Απελπισμένος στην προσμονή μου.Έτοιμος να εκραγώ από τον πόθο που περίσσευε μέσα μου,που εκτινασσόταν σε ακανόνιστο πίδακα χωρίς να με ανακουφίζει κατά βάθος,και που έκανε τη μυρωδιά του σπέρματός μου ν'ανακατεύεται με τη μυρωδιά απ'τα κόπρανα των υπολοίπων αποκτηνωμένων που μοιράζονταν την ίδια τύχη μαζί μου.Κι εσείς ευτυχείς στις μικρές νησίδες της ευμάρειάς σας ν'απολαμβάνετε αθώοι(?) την οδύνη και το θάνατο εμένα και των ομοίων μου.[...]Αυτός είναι ο πολιτισμός σας,κι εσείς καμώνεστε τους αμέτοχους.Κάτι τέτοιο καθιστά τη φρίκη μου ακόμα πιο έντονη.Το πόσο δηλαδή αδιάφοροι είστε,στην πραγματικότητα για τα εγκλήματα που συντελούνται επ'ονόματί σας και προς ωφέλειά σας.Χωρίς να σκέφτεστε τα αισθήματα ή τον πόνο των υπολοίπων όντων.Τις αγάπες τους.Την αγάπη μου.Αυτό το πλάσμα που είναι πλασμένο για μένα κι όμως δεν μου ανήκει.Ούτε μπορώ να το χαρώ,ούτε μου επιτρέπεται καν να ονειρευτώ πως δραπετεύω μαζί της.Πως βρίσκομαι ελεύθερος πλάι της,πως κάνουμε έρωτα τρελοί από έρωτα και φρενιασμένοι από επιθυμία.Που δεν μπορώ καν να της πω ότι την αγαπώ.Και το μόνο που της επιτρέπεται είναι να με κοιτάζει,να με ψάχνει κι αυτή μες στον σωρό των αποκτηνωμένων μου συντρόφων με ανάλογη επιθυμία.Α,όχι αυτό το μαρτύριο είναι χειρότερο από το προηγούμενο της απάθειας.Και η τωρινή οδύνη είναι σπαραχτική.Ώστε ο θάνατος είναι μια λύση.Όσο πιο γρήγορα,τόσο πιο μεγάλη η παρηγοριά.Αρκεί μόνο όταν μας σύρουν στο σφαγείο να σταθώ για μια φορά και μόνο τυχερός στη ζωή μου.Να την έχω δίπλα μου αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα πριν το τέλος.Να την αγγίξω και να προλάβω να της πω πόσο πολύ την αγάπησα.Έπειτα ας γίνει ό,τι είναι να γίνει.Ό,τι συνήθως γίνεται στα μοντέρνα χοιροστάσια και τα χωρίς αίμα σφαγεία.Το μη χείρον για τους δύστυχους χοίρους.Ό,τι τέλος,επιφυλάσσετε εσείς οι άνθρωποι με τις μαζικοποιημένες συνήθειες διατροφής και τα βιομηχανοποιημένα σας εκτροφεία-πηγές διαστρεμμένων νόσων,τερατογενέσεων και πανδημιών-σ'εμάς τους ανυπεράσπιστους εμπρός στη γουρουνίσια σας ισχύ,χοίρους.Να τολμήσω ακόμα να ονειρευτώ ότι στη βιτρίνα των αλλαντικών του σουπερμάρκετ που θα καταλήξουν οι πλαδαρές λιπώδεις σάρκες μας θα βρεθούμε πάλι δίπλα δίπλα στην ίδια ζελατίνα?


απόσπασμα
Μάνος Στεφανίδης




Μπέμπα

Μου είπε να γδυθώ και να της δώσω ογδόντα δραχμές μπροστά.Αν ήθελα προφυλακτικό,ήθελε άλλο ένα δίφραγκο.
-Δεν ήθελες όμως...Ποιος έβαζε τότε?
-Δεν είναι αυτό...Δεν είναι αν ήθελα ή δεν ήθελα να βάλω προφυλακτικό...Είναι ότι δεν ήξερα τι έκανα εκεί μέσα.Είναι ότι δεν καταλάβαινα πού ήμουν,τι μου συνέβαινε,με ποια ήμουν...Είχα χαζέψει.Αυτή ήταν όρθια μισόγυμνη δίπλα μου να περιμένει να της δώσω τα λεφτά κι εγώ είχα μαρμαρώσει.Συμβαίνει κάτι?με ρωτάει κι έρχεται πιο κοντά μου.Τρίβει τη μύτη της στο μάγουλό μου.Πίνο Σιλβέστρε ο νεαρός κύριος...λέει και περιμένει.Της δίνω το πεντακοσάρικο.Πάει ανοίγει ένα συρτάρι,τα βάζει μέσα και μου δίνει τα ρέστα.Θες να σε γδύσω εγώ?με ρωτάει και πλησιάζει.Γδύστε με εσείς,λέω και η φωνή μου έχει παράκληση,παράπονο,απόγνωση,τρυφερότητα,αγωνία,πόθο...Κάνει ένα βήμα πίσω.Με παρατηρεί με βλέμμα σαστισμένο θα'λεγα και με ρωτάει:Πώς σε λένε?Φωκά και σήμερα συμπλήρωσα τα δεκαοχτώ,της λέω.[...]
Τι μπλέξιμο είναι αυτό?μονολογεί η Μπέμπα,ενώ αυτός ντύνεται έχοντας γυρισμένες τις πλάτες του.Συγνώμη,ψελλίζει.Γίνονται αυτά καμιά φορά του απαντά.Έχουνε δει τα μάτια μου εμένα...Της ρίχνει ένα βλέμμα όλο παράπονο πάνω απ'την πλάτη του.Αυτή το πιάνει.Τι?τον ρωτά.Είναι που ήσασταν η Μπέμπα.Αν ήσασταν η Κομνηνή...της απαντά.Βλαμμένο είσαι?του λέει και του ανοίγει την πόρτα να φύγει.Κάνει αυτός να βγει απ'την πόρτα,αλλά σταματά.Βάζει το χέρι στην τσέπη,βγάζει τα ρέστα που του'χε δώσει-τετρακόσιες είκοσι δραχμές-της τα προτείνει.Πόση ώρα μ'αυτά?Την ρωτάει.Κλείνει η Μπέμπα την πόρτα,βάζει τα λεφτά στο συρτάρι,πάει και ξαπλώνει.
-Επιτέλους!
-Ήταν ένας συμβιβασμός που τον αποφάσισα εκείνη τη στιγμή.Γι'αυτήν θα ήμουν ένας ακόμη πελάτης.Για μένα θα ήταν η Κομνηνή που φανταζόμουν.
-Και?
-Η γυναίκα είχε πολύ ...ταλέντο.Από την πρώτη κιόλας στιγμή που με άγγιξε,ήθελα Μπέμπα και Κομνηνή να είναι ένα.
-Τόσο πεζά πια?
-Ήτανε σαν παιχνίδι.Ήξερε πως ήμουν ερωτευμένος με την Κομνηνή,αλλά αυτή ως Μπέμπα υποκρινόταν την Κομνηνή,τον εαυτό της δηλαδή και ήταν μοναδική στο ρόλο αυτό.
-Κάπως σαν Δόκτορ Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ μου κάνει...
-Κι εμένα,αλλά μ'άφηνε πάντα με την ελπίδα,πως όταν έπαιζε την Κομνηνή,μπορεί και να ξεχνιόταν και να'τανε τω όντι η Κομνηνή.
-Κάτι πιο ίσιο,πιο στρωτό δεν ήταν να σου τύχει?
-Όχι!Δεν ήθελα τίποτα άλλο.Αυτό που έζησα ήταν μοναδικό.Μια διαρκής παραίσθηση...Αυτό που πρέπει να είναι ο έρωτας.
[...]
-Και πώς τελείωσε?
Είναι Αύγουστος.Ζέστη καμίνι.Απόγευμα με κουφόβραση.Κατηφορίζει τη Φιλελλήνων,στρίβει στη Νοταρά δεξιά.Συνήθειο πια...Στο διάδρομο του σπιτιού κανείς.Οι καρέκλες άδειες.Ένας ανεμιστήρας στο πάτωμα ανακατεύει τη λάβρα.Την ακούει που κλαίει.Μπαίνει στο δωμάτιο.Είναι στη γωνιά,κουλουριασμένη στην κόχη της πόρτας,με το κεφάλι σφηνωμένο στα μπράτσα της και κλαίει...κλαίει...Σκύβει.Σκύβει αυτός τούτη τη φορά.Κάθετα δίπλα της,αγγίζει τρυφερά το πηγούνι της και της ανασηκώνει το κεφάλι.Η μύτη της αιμορραγεί,το μάτι της μαυρισμένο.Ο Αργύρης του λέει.Ποιος είναι ο Αργύρης?την ρωτάει.Ο άνθρωπός μου...του απαντάει και συνεχίζει να κλαίει.Αυτός την παίρνει αγκαλιά.Την φιλάει πρώτα στα μαλλιά.Μετά από λίγο την φιλάει στο μέτωπο,κατηφορίζει στα μάτια της,πίνει τα δάκρυά της και σταματά στο στόμα της όπου αγγίζει απλώς τα χείλη της.Αυτή έχει αφεθεί τελείως.Χώνεται πιο βαθιά στην αγκαλιά του,λες και θέλει να βιδωθεί στη μασχάλη του κι αυτός αρχίζει να της διηγείται τα τρία γουρουνάκια.
-Το παραμύθι?
-Το παραμύθι.
-Κι αυτή?
-Όση ώρα το διηγιόμουν κοιτούσα το ταβάνι.Όταν το τελείωσα και γύρισα να τη δω,κοιμόταν.Ήταν ήρεμη και χαμογελούσε.
-Και?
-Δεν έχει και.Εκεί τελείωσε.Άνοιξε τα μάτια της.Με βλέπει.Φέρνει μια βόλτα το βλέμμα της στο δωμάτιο.Συνειδητοποιεί,θυμάται,καταλαβαίνει.Τραβιέται από δίπλα μου και μου λέει:Δεν θέλω να ξανάρθεις...μην ξανάρθεις...Σε παρακαλώ!Δεν ξαναπήγα.
"Δηλαδή και να'θελες να την ξαναδείς δεν θα μπορούσες..."παρατήρησε ο συμμαθητής του."Μπορούσα -δεν μπορούσα,δεν προσπάθησα..."Ξανάψαξε με το βλέμμα του το σερβιτόρο ενώ ολοκλήρωνε τη φράση του..."Τότε γιατί προσπάθησες μετά?"κουταλιά ραβανί κι ερώτηση,ο συμμαθητής."Τι τρέχει ρε Φωκά?""Ο χρόνος τρέχει...και τρέχει προς τα μπρος,μόνο που το μυαλό τρέχει πάντα προς τα πίσω.Αυτό τρέχει"."Τι ψάχνεις?""Τις αστραπές που δεν ξανάδα"."Από έρωτα παντρεύτηκες τη Σόφη...""Μόνο που δεν είχε αστραπές"."Και θυμήθηκες τις αστραπές τώρα?Πενήντα χρόνια μετά?""Μη με μαλώνεις που άργησα να γίνω ειλικρινής με τον εαυτό μου".[...]
Ξέρεις ο έρωτας δεν γερνάει!Μένει τόσος όσο ήταν όταν τον πρωτογνώρισες.


αποσπάσματα
Γιάννης Κακουλίδης



η ιστορία της ζωής μας


1
Διαβάζουμε την ιστορία της ζωής μας
που ξετυλίγεται σ'ένα δωμάτιο.
Το δωμάτιο βλέπει στο δρόμο.
Κανείς δεν υπάρχει εκεί,
κανένας ήχος,τίποτα.
Τα δέντρα βαραίνουν απ'τα φύλλα,
τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα ποτέ δεν κινούνται.
Εξακολουθούμε να γυρνάμε τις σελίδες
ενώ ελπίζουμε σε κάτι,
κάτι σαν τον οίκτο ή την αλλαγή,
μια μαύρη γραμμή που θα μας ενώνει
ή θα μας κρατάει χωριστά.
Έτσι που είναι τα πράγματα,το βιβλίο της ζωής μας
μοιάζει άδειο.
Τα έπιπλα στο δωμάτιο ποτέ δεν αλλάζουν θέση,
τα χαλιά γίνονται πιο σκοτεινά,κάθε φορά που
οι σκιές μας περνούν από πάνω.
Σχεδόν σαν να είναι το δωμάτιο ο κόσμος.
Καθόμαστε στον καναπέ,ο ένας πλάι στον άλλον
και διαβάζουμε για τον καναπέ.
Λέμε πως είναι ιδανικός.
Είναι ιδανικός.

2
Διαβάζουμε την ιστορία της ζωής μας
σαν να είμαστε μέσα της,
σαν να την έχουμε γράψει.
Αυτό συμβαίνει ξανά και ξανά.
Σε ένα απ'τα κεφάλαια
γέρνω πίσω και βάζω το βιβλίο στην άκρη,
γιατί το βιβλίο λέει
πώς είναι ό,τι κάνω.
Γέρνω πίσω και αρχίζω να γράφω για το βιβλίο.
Γράφω πως θέλω να πάω πέρα από το βιβλίο,
πέρα από τη ζωή μου,σε μια διαφορετική ζωή.
Αφήνω κάτω το στιλό.
Το βιβλίο λέει:Άφησε κάτω το στιλό
και γύρισε και την είδε να διαβάζει
το κομμάτι για τον ερωτευμένο εαυτό της.
Το βιβλίο είναι πιο σωστό απ'όσο φανταζόμαστε.
Γέρνω πίσω και σε βλέπω να διαβάζεις
για τον άντρα στην απέναντι μεριά του δρόμου.
Έχτισαν ένα σπίτι εκεί,
και μια μέρα ο άντρας το εγκατέλειψε.
Τον ερωτεύτηκες
γιατί ήξερες ότι ποτέ δεν θα ερχόταν να σε δει,
ποτέ δε θα μάθαινε ότι περίμενες.
Κάθε νύχτα θα έλεγες
πως ήταν σαν εμένα.
Έγειρα πίσω και σε είδα να γερνάς χωρίς εμένα.
Το φως του ήλιου έπεφτε στ'ασημένια σου μαλλιά.
Τα χαλιά,τα έπιπλα
έμοιαζαν σχεδόν φανταστικά τώρα.
Εκείνη συνέχιζε να διαβάζει.
Έμοιαζε να σκέφτεται ότι η απουσία του
δεν είναι τόσο σημαντική,
όπως μια υπέροχη μέρα κάποιος θα σκεφτόταν
ότι ο καιρός απέτυχε
γιατί δεν του άλλαξε γνώμη.
Μισοκλείνεις τα μάτια σου.
Έχεις την τάση να κλείσεις το βιβλίο
που περιγράφει την αντίστασή μου:
πως όταν γέρνω πίσω φαντάζομαι
τη ζωή μου χωρίς εσένα,φαντάζομαι να πηγαίνω
σε διαφορετική ζωή,σε διαφορετικό βιβλίο.
Το βιβλίο περιγράφει την υποταγή σου στην επιθυμία,
πώς το φευγαλέο φανερώνει
το λόγο που σε κάνει να φοβάσαι.
Το βιβλίο περιγράφει πολύ περισσότερα από όσα θα έπρεπε.
Θέλει να μας χωρίσει.

3
Σήμερα το πρωί ξύπνησα πιστεύοντας
πως τίποτα παραπάνω δεν είναι η ζωή μας
από την ιστορία της ζωής μας.
Όταν διαφώνησες,σου έδειξα
στο βιβλίο το σημείο που διαφωνούσες.
Ξάπλωσες να κοιμηθείς και άρχισα να διαβάζω
εκείνα τα μυστηριώδη κομμάτια,που συνήθιζες να τα μαντεύεις
ενόσω γράφονταν
και έχανες το ενδιαφέρον σου αφότου γινόταν
ιστορία.
Σε ένα από αυτά,παγερά φορέματα του φεγγαρόφωτου
τυλίγουν τις καρέκλες στο δωμάτιο κάποιου άντρα.
Ονειρεύεται μια γυναίκα που τα φορέματά της έχουν χαθεί,
που κάθεται στον κήπο και περιμένει.
Εκείνη πιστεύει ότι η αγάπη είναι θυσία.
Το κομμάτι περιγράφει το θάνατό της
και το όνομά της ποτέ δεν αναφέρεται,
ένα από τα πράγματα
που δεν μπορείς ν'αντέξεις για κείνη.
Λίγο αργότερα μαθαίνουμε
ότι ο άντρας που ονειρεύεται
ζει στο καινούριο σπίτι,στην απέναντι μεριά του δρόμου,.
Σήμερα το πρωί,αφού ξάπλωσες να κοιμηθείς,
άρχισα να γυρίζω σελίδες στην αρχή του βιβλίου:
ήταν σαν να ονειρευόμουν την παιδική ηλικία,
τόσο πολύ έμοιαζε να χάνεται,
τόσο πολύ έμοιαζε να ζωντανεύει.
Δεν ήξερα τι να κάνω.
Το βιβλίο έλεγε:Εκείνες τις στιγμές ήταν το δικό του το βιβλίο.
Ένα δυσοίωνο στέμμα στεκόταν αμήχανα στο κεφάλι του.
Ο εφήμερος άρχοντας της έσω και της έξω διαφωνίας,
ανήσυχος στο δικό του βασίλειο.

4
Πριν ξυπνήσεις
διάβασα ένα άλλο κομμάτι που έγραφε για την απουσία σου
και είπα πως κοιμάσαι για ν'αντιστρέψεις
την πορεία της ζωής σου.
Με άγγιζε η δική μου μοναξιά καθώς διάβαζα,
ξέροντας πως αυτό που νιώθω είναι συχνά η αδέξια
και αποτυχημένη μορφή μιας ιστορίας,
που μπορεί ποτέ να μην ειπωθεί.
Διάβαζα,και είχα την επιθυμία να παραδοθώ
στο σπίτι του ύπνου σου.
Ήθελε να τη δει γυμνή και ευάλωτη,
να τη δει στα σκουπίδια,στην άχρηστη
πλοκή των φθαρμένων ονείρων,
στις στολές και τις μάσκες
των ανέφικτων καταστάσεων.
Σαν να τον τραβούσε
ακατανίκητη η αποτυχία.
Ήταν δύσκολο να συνεχίσω το διάβασμα.
Ήμουν κουρασμένος και ήθελα να τα παρατήσω.
Το βιβλίο έμοιαζε να το γνωρίζει καλά αυτό.
Υπαινίχθηκε πως θ'αλλάξει θέμα.
Σε περίμενα να ξυπνήσεις χωρίς να ξέρω
πόσο περίμενα,
και έμοιαζα να μη διαβάζω πια.
Άκουσα τον αέρα να περνά
σαν χείμαρρος αναστεναγμών
και το ρίγος των φύλλων άκουσα
στα δέντρα έξω από το παράθυρο.
Θα ήταν στο βιβλίο.
Όλα θα ήταν εκεί μέσα.
Κοίταξα το πρόσωπό σου
και διάβασα τα μάτια,τη μύτη,το στόμα...

5
Αν υπήρχε μια υπέροχη στιγμή στο βιβλίο!
Αν μπορούσαμε να τη ζήσουμε,
θα ξαναρχίζαμε το βιβλίο
σαν να μην το είχαμε γράψει,
σαν να μην ήμασταν μέσα.
Όμως το σκοτάδι πλησιάζει
την κάθε σελίδα,τόσο πολλές
και οι τρόποι να ξεφύγουμε τόσο λίγοι.
Διαβάζουμε όσο κρατάει η μέρα.
Κάθε σελίδα που γυρίζει,σαν κερί
που τρυπάει το μυαλό.
Κάθε λεπτό,σαν απελπισμένη δικαιολογία.
Αν μπορούσαμε να σταματήσουμε το διάβασμα!
Εκείνος ποτέ δεν θέλησε να διαβάσει διαφορετικό βιβλίο
και εκείνη συνέχισε να κοιτάζει το δρόμο.
Τα αυτοκίνητα ήταν ακόμη εκεί,
η βαριά σκιά των δέντρων τα σκέπαζε.
Οι σκιές ξεχώριζαν στο καινούριο σπίτι.
Ίσως ο άντρας που ζούσε εκεί,
ο άντρας που αγαπούσε,να διάβαζε
την ιστορία μιας διαφορετικής ζωής.
Εκείνη φανταζόταν ένα άδειο σαλόνι,
ένα παγερό τζάκι,έναν άντρα καθιστό
να γράφει γράμμα σε μια γυναίκα
που θυσίασε τη ζωή της για την αγάπη.
Αν υπήρχε μια υπέροχη στιγμή στο βιβλίο,
θα ήταν η τελευταία.
Το βιβλίο ποτέ δεν μιλάει για τις δικαιολογίες της αγάπης.
Λέει πως η σύγχυση είναι αναγκαίο καλό.
Ποτέ δεν εξηγεί.Μόνο αποκαλύπτει.

6
Η μέρα συνεχίζεται.
Μελετάμε όσα θυμόμαστε.
Κοιτάζουμε στον καθρέφτη στην απέναντι μεριά του δωματίου.
Δεν αντέχουμε να είμαστε μόνοι.
Το βιβλίο συνεχίζεται.
Σιώπησαν και δεν ήξεραν πώς ν'αρχίσουν
τον αναγκαίο διάλογο.
Πρώτα απ'όλα,οι λέξεις προκαλούσαν τις διχόνοιες,
προκαλούσαν τη μοναξιά.
Περίμεναν.
Θα γύριζαν τις σελίδες,ελπίζοντας
να συμβεί κάτι.
Θα μπάλωναν τη ζωή τους μυστικά:
θα συγχωρούσαν κάθε ήττα,αφού δεν μπορούσαν να την ελέγξουν,
θα αντάμειβαν κάθε πόνο,αφού δεν ήταν αληθινός.
Δεν έκαναν τίποτα.

7
Το βιβλίο δεν θα επιβιώσει.
Εμείς είμαστε η ζωντανή απόδειξη.
Έξω είναι σκοτεινά,στο δωμάτιο σκοτεινότερα.
Σε ακούω που αναπνέεις.
Με ρωτάς αν είμαι κουρασμένος,
αν θέλω να συνεχίσω το διάβασμα.
Λέω ναι σε όλα.
Δεν μπορείς να με ακούσεις.
Κάθονταν στον καναπέ,ο ένας πλάι στον άλλον.
Ήταν τα αντίγραφα,τα κουρασμένα φαντάσματα
κάποιου πράγματος που υπήρξαν πριν.
Η διάθεσή τους εξαντλημένη.
Κάρφωναν το βλέμμα τους στο βιβλίο,
τρομοκρατημένοι από την αθωότητά τους,
από την απροθυμία τους να τα παρατήσουν.
Κάθονταν στον καναπέ,ο ένας πλάι στον άλλον.
Ήταν αποφασισμένοι να δεχτούν την αλήθεια.
Ό,τι και αν ήταν θα το δέχονταν.
Το βιβλίο έπρεπε να γραφτεί και
να διαβαστεί.
Αυτοί είναι το βιβλίο
και τίποτε άλλο.

Μark Strand
μτφρ:Μάνια Μεζίτη



μελόδραμα

μαζί όπως και χτες θα περπατάμε
και κάτι θα σου λέω και (μ'ακούς?)
θα στρέφω να σε δω-και μόνος θα'μαι
ειδήσεις σου θα ψάχνω στους σταθμούς
που στάθηκες στα μπαρ και θα'ναι πάντα
η ώρα που θα κλείνουν και (ακούς?)
αόρατη θα παίζει κάποια μπάντα
που θα περνά ψηλά...Στους ουρανούς

σαν νόμισμα τα χρόνια θα κυλήσουν:
κορόνα εσύ θα φέρεις και (τ'ακούς?)
παιδιά θα γεννηθούν και θα μιλήσουν
για μας όπως για δυο περαστικούς

που αμίλητοι κι οι δυο κοντοσταθήκαν
να δουν κάποια βιτρίνα (τους ακούς?)
σαν κούκλες μια στιγμή καθρεφτιστήκαν-
και χάθηκαν σε δρόμους χωριστούς


Γιώργος Κοροπούλης
από την Κίνηση του Αλόγου
εκδ:Άγρα





kingfisher


Πασχίσαμε απερίσπαστοι να ζήσουμε τη ζωή μας,
γυρέψαμε να αρπάξουμε όποιον είχε σαρκώματα και
τρίχωμα,
ρίξαμε αγκίστρι μα δεν το δάγκωσε κανείς
κυπρίνος ή και μπριάνα(ούτε συζήτηση για πέστροφες).
Όμως οι όροι αντιστράφηκαν και εδώ προσέχουμε μη μας γραπώσει
καμιά πετονιά.
Μα ο Αλιεύς ταλαντεύεται καθότι το ψαχνό μας
είτε πλακί είτε σε λαδόχαρτο δεν βρίσκει πια πελάτες.

Eugenio Montale
μτφρ:Νίκος Αλιφέρης

ποιοι μας αγαπάνε


Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα το πάρει?
Ποιοι μας αγαπάνε?
Κλειστό μαγαζί
κλειστό μαγαζί της αγάπης.
Κι αυτό το καλοκαίρι φέρνει για μένα μπάνια
σ'αχρησιμοποίητες ακρογιαλιές
θαλασσινά ναπολιτάνικα φαγιά μπύρες ουίσκια
αγρία εκμετάλλευση εχθρών και φίλων
αποκρουστικά ξενύχτια σε ντεκόρ ποιητικά κι ευχάριστα.
Είμαι κουρασμένος πολύ κουρασμένος μέσα
πώς θέλετε να το δείτε ανοίξτε με να το δείτε
έχω όμως κουράγιο
αδυνατώ να επενδύσω με πνεύμα επιχειρησιακό την ηλικία μου
αδυνατώ να πιστέψω πως μ'αγάπησε έστω και ένας έως τώρα
αδυνατώ να βρω μια σκοπιμότητα στην τέχνη
εκτός της σκοπιμότητος πως πρέπει να ζήσει κι αυτή
όπως τόσα άλλα ωραία και χαμερπή αδιάφορο...
Σου λέω:
Θέλω να γείρω...να ξεκουραστώ...να γείρω
να μάθω πάλι να μετράω τ'άστρα χωρίς να χάνω και τον ουρανό
να ξαναγίνω θαυμαστής του ηλιοβασιλέματος
να λαχταράω το τσιγάρο ενώ δεν το έχω μάθει ακόμα.
Σου λέω:
Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω
ν'αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω!...


Θωμάς Γκόρπας


περί ποιητικής παραδόσεως




εγώ αγαπώ τον Κάλβο εσύ το Σολωμό
μας χωρίζει μια αλλαγή βλέμματος
ή άβυσσος ?

Θωμάς Γκόρπας

ει δυνατόν

ευχαριστώ! αλλά
μη μ'αγαπάτε σας παρακαλώ...
σφάξτε με,καλύτερα!

Θωμάς Γκόρπας